Στήλη: Βιβλία + Συζητήσεις

4+1 βιβλία για τη βία

| 29/04/2014

“Δημοκρατία είναι δυο λύκοι κι ένα πρόβατο που ψηφίζουν για το τι θα φάνε για βραδινό. Ελευθερία είναι ένα καλά οπλισμένο πρόβατο που αμφισβητεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.”

# Βενιαμίν Φραγκλίνος,  μέλος της Επιτροπής που συνέταξε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ

Ζούμε σε εποχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια επιβολής τής πιο βίαιης επέλασης κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, της αναίρεσης δικαιωμάτων και κατακτήσεων δεκαετιών, της καταστρατήγησης ελευθεριών και κάθε έννοιας δημοκρατίας. Το «δόγμα του σοκ»[1] ως μέθοδος επιχειρεί να αφοπλίσει τα κοινωνικά αντανακλαστικά ενάντια στην καταστροφή που συντελείται. Όπως αναφέρει η συγγραφέας του: «Ο φόβος και η καταστροφή είναι οι καταλύτες για κάθε νέο άλμα προς τα εμπρός»[2].   Παράλληλα, ζούμε σε εποχές, όπου καλούμαστε να «καταδικάσουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Προφανώς, δεν πρόκειται για αντίφαση. Πρόκειται, αντίθετα, για την άλλη όψη της παραπάνω στρατηγικής: μια προσπάθεια απονομιμοποίησης της αντίστασης και αφοπλισμού των καταπιεσμένων στρωμάτων.

Αντίθετα, όπως και αμέτρητες ιστορικές εμπειρίες έχουν δείξει, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η απελευθερωτική βία υπήρξε αναπόσπαστο μέρος κάθε επαναστατικής στρατηγικής. Η διαπίστωση αυτή δεν γίνεται με καμία διάθεση φετιχισμού υπέρ της βίας, αλλά με στόχο να αντιμετωπίσουμε με ενιαιοποιημένο τρόπο όλες τις μορφές αντίστασης. Για τον απλό λόγο ότι, όπως έλεγε και ο Λαμπικά, η βία των κυριαρχούμενων δεν είναι επιλογή. Δεν μπορεί να υπάρξει μη-βία (αλλά μπορούν να υπάρξουν διαβαθμίσεις βίας). Θεωρώντας λοιπόν ότι – όπως και πάλι τόνιζε ο Λαμπικά – πρέπει να αναμετρηθούμε με την αστική ιδεολογία στα ισχυρά της σημεία, προτείνουμε 4+1 βιβλία που αναμετρώνται με το ερώτημα της βίας, ως μέσο πάλης. Είναι φυσικά αδύνατον σε τόσο λίγο χώρο να παρουσιαστούν αναλυτικά τα βιβλία αυτά. Θα περιοριστώ στο να τα προτείνω προς ανάγνωση, εστιάζοντας σε ένα-δυο σημεία στα οποία, διαβάζοντάς τα, ένιωσα ότι συμβάλλουν ιδιαίτερα.

zizek

1.    Βία – Έξι λοξοί στοχασμοί [3]. Του Σλάβοϊ Ζίζεκ (Σλοβένος φιλόσοφος και κριτικός θεωρητικός). Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, του οποίου η βασικότερη συνεισφορά θεωρώ ότι είναι η ανάδειξη – τεκμηριωμένα και εξαιρετικά αναλυτικά – της λεγόμενης συστημικής βίας. Ο Ζίζεκ αναγνωρίζει εκτός της υποκειμενικής βίας, και δύο είδη – πιο υπόρρητα – αντικειμενικής βίας: της συμβολικής βίας που ενσαρκώνεται στη γλώσσα, καθώς και της συστημικής βίας που εγγράφεται, όμως, κι αυτό είναι το σημαντικό, στην ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού και η οποία σε μεγάλο βαθμό παράγει τις αιτίες της υποκειμενικής/εμφανούς βίας. Έτσι, αναγνωρίζει την καταδίκη της βίας ως μια κατεξοχήν ιδεολογική ενέργεια που επιχειρεί να συσκοτίσει τις μορφές κοινωνικής βίας.

Αντίστοιχα, θεωρεί δύσκολο να είναι κανείς πραγματικά βίαιος, με την έννοια της πραγματικής, βίαιης διατάραξης των παραμέτρων της κοινωνικής ζωής (εναντιωμένος παράλληλα σε πράξεις που αποκαλεί ξεσπάσματα βίας). Άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι η στοχοποίηση της πολιτικής του φόβου, η οποία ακολουθείται από την πολιτική εξουσία, η ενδελεχής εξέταση του φαινομένου της λεγόμενης «θρησκευτικής τρομοκρατίας», η αποδόμηση του «φυσιολογικού», η υπογράμμιση ότι ο Άλλος/εχθρός που ξορκίζεται εντέχνως σε ξένο σώμα, ως προς την κοινωνία, αποτελεί στην πραγματικότητα εσωτερικό της στοιχείο. Παράλληλα, οι γνωστές ψυχαναλυτικές προεκτάσεις του Ζίζεκ, ο ελκυστικός τρόπος γραφής του, η σειρά παραδειγμάτων και ιστοριών που παραθέτει, καθιστούν το βιβλίο καθηλωτικό στην ανάγνωση.

benjamin

2.    Για μια κριτική της βίας [4] Του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Γερμανοεβραίος μαρξιστής και κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, και φιλόσοφος). Το πολύ γνωστό αυτό έργο του Μπένγιαμιν εγείρει φιλοσοφικά το ερώτημα της σχέσης της βίας με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, έννοιες που τέμνουν τη σφαίρα των ηθικών αξιών. Αναγνωρίζει στην ίδια τη βία, όταν δεν βρίσκεται στον έλεγχο του εκάστοτε δικαίου, την απειλή αυτού, εξαιτίας και μόνο της γυμνής της ύπαρξης εκτός δικαίου και με αυτή την έννοια εμπεριέχει και τη δυνατότητα μετασχηματισμού του. Η ίδια η θέσπιση του δικαίου, ως εγκαθίδρυση εξουσίας, αποτελεί άμεση εκδήλωση βίας. Έτσι, η βία διακρίνεται σε αυτή που θεσπίζει και σε αυτή που συντηρεί το δίκαιο.

Ο Μπένγιαμιν ξεφεύγει, λοιπόν, από την αντιμετώπιση της βίας ως μόνο μέσο προς επίτευξη κάποιου σκοπού και προβληματίζεται γύρω από τη βία καθεαυτή. Διακρίνει μεταξύ μυθικής και θεϊκής βίας: η μυθική βία θεσπίζει δίκαιο, ενοχοποιεί και τιμωρεί, ενώ η θεϊκή βία καταστρέφει το δίκαιο, εξιλεώνει, αντιτιθέμενη στη μυθική βία. Η θεϊκή βία φέρει τη δικαιοσύνη, έξω και ενάντια στα όρια του δικαίου. Αντιμετωπίζεται συνεπώς εδώ ως «καθαρή» πράξη, ως καθαρή πολιτική δράση, και όχι ως αντιπολιτική πρακτική[5]. Ο Μπένγιαμιν έχει κατηγορηθεί για μεσσιανική αντιμετώπιση της βίας, κριτική σε μεγάλο βαθμό ουσιαστική, ωστόσο εξακολουθεί να έχει ενδιαφέροντα στοιχεία η προσέγγιση της βίας ως μη αποκλειστικά εργαλειακή, ενώ είναι ιδιαίτερης αξίας η αποδόμηση της ουδετερότητας του δικαίου και η βία ως εγκαθίδρυση ενός άλλου δικαίου[6].

xandrinos

3.    Το τιμωρό χέρι του λαού [7]. Του Ιάσονα Χανδρινού (ιστορικός). Η έρευνα-ντοκουμέντο του Χανδρινού, μέσα από ενδελεχή μελέτη αρχειακού υλικού και διενέργεια συνεντεύξεων, αποτελεί υπόδειγμα μελέτης, και μάλιστα σε ένα θέμα που είναι σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτο.

Ο ιστορικός αναμετράται με το ερώτημα της μαζικής ένοπλης λαϊκής βίας στις πόλεις, μελετώντας τις βαθιές κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις στην Αθήνα την περίοδο 1942-1944 που οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Αναδεικνύει όλες τις όψεις της δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων, αγγίζει – τόσο ιστορικά όσο και ηθικά – το «δύσκολο» θέμα των ατομικών δολοφονιών και της δράσης της ΟΠΛΑ, εντάσσοντάς την ρητά στη βεντάλια των αναγκαίων πρακτικών.

Ενάντια σε λογικές «κόκκινης τρομοκρατίας», ο Χανδρινός, συνδέει διαλεκτικά τη δράση της ΟΠΛΑ με τις υπόλοιπες οργανώσεις, ενώ αναδεικνύει τα κοινωνικά αίτια, τις ταξικές αφετηρίες, τη λαϊκή βάση και νομιμοποίηση, τις οργανωτικές προϋποθέσεις καθώς και την πολιτική στοχοθεσία του αντάρτικου πόλης στις συνθήκες της κατοχής. Έτσι, διαχωρίζεται ρητά από την προσπάθεια δαιμονοποίησής του, ενώ παράλληλα περιγράφει την κλιμάκωση των πρακτικών του, τα ερωτήματα που ετίθεντο καθώς και τις αντιφάσεις του.

koyfontinas

4. Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη [8]. Του Δημήτρη Κουφοντίνα (μέλος της 17Ν). Το βιβλίο του Κουφοντίνα αποτελεί αναμφίβολα πολιτικό ντοκουμέντο. Αποτυπώνει το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια της γέννησης του αντάρτικου πόλης, καθώς και τον πολιτικό του χαρακτήρα. Συνεισφέρει, παράλληλα, σε σειρά πεδίων συζήτησης. Καταρχήν, αποτελεί ηχηρή απάντηση στη διαδεδομένη άποψη που απέδιδε τη δράση οργανώσεων σαν τη 17Ν σε «μηχανισμούς». Συνδέει τη γέννηση του αντάρτικου πόλης με την ανάδυση της στρατηγικής ειρηνικής συνύπαρξης και ταξικής συνεργασίας ενός μέρους της αριστεράς, υπογραμμίζει τη θέση ότι το κίνημα εν γένει δεν απορρίπτει από θέση αρχής καμία μορφή πάλης. Επιπλέον, αναδεικνύει την κοινωνική νομιμοποίηση της δράσης της 17Ν, τουλάχιστον για μια περίοδο δράσης της, καθώς και την αναμέτρηση με την ηθική διάσταση των πράξεων. Παράλληλα, εμπεριέχει και γενναία αυτοκριτική: αναδεικνύει τα όρια της στρατιωτικοποίησης και της μονόπλευρης έμφασης στην ένοπλη αναμέτρηση παράλληλα με την υποτίμηση του μαζικού κινήματος, αναγνωρίζει μονολιθικότητα και έλλειμμα πολιτικού διαλόγου στην εσωτερική λειτουργία, καθώς και όψεις ανάθεσης από την πλευρά των λαϊκών στρωμάτων και υιοθέτησης ενός ρόλου σωτήρα-τιμωρού. Τέλος, προβληματίζει τον αναγνώστη για τα όρια και τις αντιφάσεις κάποιων από τους προβληματισμούς του συγγραφέα: στο πολιτικό επίπεδο, καταφεύγει σε εύκολες σχηματοποιήσεις θεωριών της εξάρτησης και απλουστευμένων δίπολων, υποπίπτει σε λογικές στρατιωτικοποίησης όσο κι αν οριοθετείται από αυτές, όπως και σε λογικές αυτόκλητων σωτήρων[9], ενώ φλερτάρει με την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και την ισοπεδωτική απαξίωση της πολιτικής σκηνής.

georgeslabica

+1.  Η βία; Ποια βία; [10]. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων του μαρξιστή φιλοσόφου Ζορζ Λαμπικά γύρω από τη βία, η οποία θα εκδοθεί μέσα στην άνοιξη από τον εκδοτικό οίκο Εκτός Γραμμής. Εκτός από τα κρίσιμα σημεία που θέσαμε εισαγωγικά, στον πυρήνα της σκέψης του υπάρχουν τρεις παραδοχές: ι. Η βία δεν είναι έννοια αλλά πρακτική (και δεν είναι μια), ιι. Υπάρχει πάντα εν καταστάσει, και ιιι. Υπάρχει χάσμα μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής βίας (όπου η πρώτη αποκρύπτεται, και η δεύτερη είναι πάντα ασύμμετρη στην έντασή της σε σχέση με την πρώτη). Παράλληλα, ο Λαμπικά εξετάζει τόσο τη βία από την πλευρά του κράτους, όσο και τη βία που ασκείται σε μοριακό επίπεδο (και δεν εξαντλείται αποκλειστικά στη μία ή την άλλη, όπως άλλοι διανοητές). Επιπλέον, στο βαθμό που η βία δεν είναι επιλογή, δεν ηρωοποιείται ούτε αισθητικοποιείται, αλλά αντιμετωπίζεται σε σύνδεση με την έννοια της κοινωνικής αλλαγής και την υπεράσπιση της οξύτητας της. Παράλληλα, συνδέεται με το σκοπό της, και δεν αποτελεί η ίδια αυτοσκοπό. Σε τελική ανάλυση, αφενός καμία νίκη δεν ορίζεται έξω από κάθε όριο ηθικής, και αφετέρου, η βία είναι θεμελιακό χαρακτηριστικό των ταξικών κοινωνιών. Εμείς οραματιζόμαστε μια κοινωνία όπου η βία δε θα έχει θέση… Έτσι, όπως έλεγε κι ο επαναστάτης της πρώτης μας πολιτικοποίησης Τσε Γκεβάρα, “Πρέπει να μάθουμε να είμαστε σκληροί, χωρίς να χάνουμε ποτέ την τρυφερότητά μας…”

* Ειρήνη Γαϊτάνου, υπ. διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών. 


 

1. Naomi Klein (2010), Το δόγμα του σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη.
2. Ibid. σελ. 23.
3. Slaboj Zizek (2010), Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί, Αθήνα: Εκδόσεις Scripta.
4. Walter Benjamin (2002), Για μια κριτική της βίας, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα.
5. Με αντίστοιχο τρόπο αν και με διαφορετική αφετηρία αντιμετωπίζει το θέμα και ο Σορέλ, Georges Sorel (1908),  Στοχασμοί για τη βία, μετάφραση στα ελληνικά Radical Desire.
6. Αντίστοιχη προβληματική συναντάμε και στον Μαρκούζε, Χέρμπερτ Μαρκούζε (1971), Ψυχανάλυση και πολιτική, Αθήνα: Ηριδανός, σ. 68-69.
7. Ιάσονας Χανδρινός (2012), Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944, Αθήνα: Θεμέλιο.
8. Δημήτρης Κουφοντίνας (2014), Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη, Αθήνα: Λιβάνη.
9. Για παράδειγμα, ενώ ευαγγελίζεται την παράλληλη ένοπλη και μαζική κοινωνική δράση, όπου η πρώτη οφείλει να αντιστοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης τηςταξικής πάλης, αντιλαμβάνεται παράλληλα την ένοπλη δράση ως «μια στιγμή απάντησης, μια στάλα δικαίωσης» στα διαψευσμένα όρια και της αποτυχίες της αριστεράς.
10. Ζορζ Λαμπικά (υπό έκδοση), Η βία; Ποια βία;, Αθήνα: Εκτός γραμμής.