Δεν είσαι Tarantino κύριε, είσαι ρατσιστής!

Στο «Bone Tomahawk» του S. Craig Zahler... οι «συνήθεις» ξαναγίνονται «ύποπτοι»

| 22/07/2016
★★☆☆☆

Από πάντοτε τα western δομούνταν σε ένα κυρίαρχο αξιακό σύστημα. Από την μια οι ηρωικοί Αμερικάνοι πιονέροι που δρούνε στις πιο αντίξοες φυσικές συνθήκες του περιβάλλοντος και στις απειλές ενός εχθρού. Οι εχθροί ήταν κάποια αποκλεισμένα στοιχεία της κοινωνίας που περνούσαν στο έγκλημα άνευ αιτίας και κυρίως εκφυλισμένα σε κάθε τομέα της ζωής τους, είτε ήταν οι συνήθεις ύποπτοι: Οι ινδιάνοι, οι ιθαγενείς. Σε αυτό το σύστημα, κυριαρχούσε εν τέλει πάντα το καλό, το ηθικά σωστό ή καλύτερα το πολιτικώς ορθό, για την κάθε φορά κυρίαρχη χρονική περίοδο της αμερικάνικης κοινωνίας. Στόχος; Να αποδειχθεί ότι το αμερικάνικο έθνος, μέσα σε πλαίσια ηθικώς αμόλυντα και μέσα από κάθε δυσχέρεια βγαίνει νικηφόρο, και ιδρύει ένα κράτος τάξης και ασφάλειας, τιθασεύει την φύση, τιθασεύει την αγριότητα και έτσι σε κάθε μελλοντική απειλή, γνωρίζει τί πρέπει να κάνει. Οποτεδήποτε η απειλή γίνει πάλι πραγματική, θα βρεθούν αυτοί οι ήρωες που ως εμπροσθοφυλακή του έθνους, καθάριοι και ανδροπρεπείς, θα δώσουν ξανά την όποια λύση.

Κάπου εκεί η Ιταλοί με το spaghetti western (που κατά την γνώμη μου είναι άλλο κινηματογραφικό είδος) δώσανε μια άλλη οπτική καθόλου ευγενική, μα συνειδητά αντισυμβατική προς τον ηρωικό μύθο των western. Εδώ ένας αποκλεισμένος από την κοινωνία, γίνεται ο ήρωας ή όπως λέγεται αντιήρωας και κινείται στο πουθενά και δίχως στόχο, δίχως δοσμένα ηθικά πρότυπα και άρα ούτε φραγμούς, προσπαθεί να επιβιώσει και μόνο, με κάθε τρόπο, σε ένα σύστημα αξιών πλήρως ελεγμένο από το κράτος και την διαφθορά η οποία είναι συνέπειά του, αδιαφορώντας να επαναφέρει την «ελευθερία» και το «όνειρο». Παράλληλα δεν υπάρχουν εχθροί, ιθαγενείς. Βγαίνουν από το κάδρο. Σαφώς κριτικό προς την όλη μυθολογία του είδους και όλη την πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σαν το νουάρ στα πλαίσια του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

γουστερν3

Κάπου εκεί υπήρχαν οι ιδιαίτερες σκέψεις του Χιλιανού Jodorowsky στο «El Topo» όπου το μακελειό (της χώρας του, λόγω Πινοσέτ) είναι δομικό στοιχείο πάνω σε υπαρξιακά ερωτήματα του ατόμου και της κοινωνικής του αποστολής, υπάρχει ο αυστραλιανός κινηματογράφος που έγκειται πάνω στην τεράστια μεταναστευτική πραγματικότητα με σαφώς κριτικό ύφος και υπάρχει ο μοντερνισμός και η αναγέννηση του western μέσα από φιλμικά αποδομητικά αριστουργήματα όπως το «Dead man» του Jarmusch που θέτει τον ανθρωπισμό και την ποίηση ανισορρόπως σωστά μέσα στην σκληράδα της Δύσης και τα μεταμοντέρνα φιλμ του TarantinoHateful Eight», «Django unchained») αλλά και το «The Reverant» που καταργήσανε τα όποια στερεότυπα στο περιεχόμενο προς όφελος της πολιτικής κριτικής. Με σκληρό, κυνικό, μαύρο χιούμορ και ρίχνοντας βάρος στο εσωτερικό δράμα και όχι στον γερασμένο ηρωισμό χτυπούν εκφάνσεις της ζωής των ΗΠΑ στο σήμερα, αναλύουν την εθνολογική κατάσταση τους, από-ηρωοποιούν τους χαρακτήρες σε βαθμό να μοιάζουν με μαριονέτες σχεδόν γελοίες που δεν έχουν κανένα σκοπό στην ζωή τους και είναι ανίκανοι για το οτιδήποτε και αφαιρούν παράλληλα το στερεότυπο του Ινδιάνου ως φορέα αγριότητας. Με τα χρόνια δηλαδή και σε συνδυασμό με την μαζικοποίηση του σινεμά, το κυρίαρχο μυθολογικό εύρημα του Hollywood έχασε τις αντιδραστικές του αξίες και οι νέοι κινηματογραφιστές δώσανε ανάσα και στο σινεμά μα και στην σκέψη μας. Αλλά ό,τι νέο, στα χέρια των στούντιο πρέπει να εκμεταλλευτεί για να μην γίνει καθεστώς και επικίνδυνο. Και έτσι φτάνουμε στο «Τσεκούρι από κόκκαλο». Που μπορεί να είναι ανεξάρτητο αλλά εν τέλει, τόσο εξαρτημένο στην κυρίαρχη ιδεολογία των ΗΠΑ και του σύγχρονου κόσμου γενικότερα.

Όταν δυο λούμπεν στοιχεία κάπου στην Δύση, επιφυλάσσομαι για το «άγρια» λόγω της δομικής χρήσης τούτης τη λέξης μέσα στην ταινία, περνάνε και κατουράνε και βρίζουν μέσα σε ένα ινδιάνικο νεκροταφείο, δολοφονούνται κατευθείαν από τους «αγριάνθρωπους». Έτσι ταχύτατα και με ευφυΐα ξεκινά, περίφημα ένα western που θα μπορούσε να κάνει την διαφορά μέσω της αποδομητικής αξίας του στο είδος, της ειρωνείας του σε κάθε τι το ηρωικό και μέσω της ενδιαφέρουσας σύλληψης και δόμησης των χαρακτήρων που σκιαγραφούν ένα έθνος αποτυχημένων που θέλουν, τρομάρα τους, να ιδρύσουν κράτος. Οι «ήρωες», ένας γέρος και κοινωνικά αναλφάβητος, ένας ζηλιάρης και κουτσός γελαδάρης, ένας ανοργασμικός ρεβανσιστής ινδιανοφάγος και ένας σκληρός μα παρηκμασμένος σερίφης τρέχουν, όσο μπορούν, μιας και η σύνθεση της ομάδας το κάνει τούτο αδύνατο, να σώσουν την όμορφη κοπελιά του κουτσού που την έχουν αρπάξει η «άγριοι». Μα ούτε μπορούν, ούτε θέλουν, ούτε, εν τέλει, θα γίνουν ήρωες. Γνωρίζουν την αδυναμία τους αλλά φιλόδοξα και ματαιόδοξα πρέπει να συνεχίσουν να το παίζουν αντράκια γεμάτα στόχους και θάρρος, κομπασμό…και πολύ μα πολύ εσωτερική αφέλεια και δειλία. Και σε τούτη την «επική» πορεία τους, όλο αυτό το μάτσο των ηλιθίων έχει ως αποστολή την προστασία της κάθε φορά ιδιοκτησίας – αξία του αμερικάνικου έθνους. Εδώ ναι, κρίνεται ο πουριτανισμός, η ιδιοκτησιολαγνεία, η ψευδοηθική και όλα αυτά τα εννοιολογικά ευρήματα της αμερικάνικης κυρίαρχης ιδεολογίας. Και μέχρι τώρα έχουμε σωστές τοποθετήσεις δοσμένες με κινηματογραφική μαγκιά και εξυπνάδα.

γουεστερν1

Αλλά τα θετικά στοιχεία μένουν εδώ. Γιατί; Όλη η πλοκή βασίζεται σε μια ρατσιστικού τύπου ανάλυση της τότε κοινωνίας και των σημερινών αντιδραστικών στόχων του Hollywood. Βλέποντας όλη την ταινία, επανερχόμαστε στον τίτλο και αναρωτιόμαστε γιατί τον διάλεξε. «Bone Tomahawk». Τσεκούρι από κόκκαλο. Ο τίτλος παραπέμπει ανοιχτά στους ινδιάνους και στους ιθαγενείς, αλλά εδώ απεικονισμένους σαν άγριους. Στην ουσία, ο σκηνοθέτης αν και δηλώνει πως τα εχθρικά τούτα «τέρατα» δεν είναι ινδιάνοι, ενοχοποιεί και στοχοποιεί τα σύμβολα τους, την παράδοση τους, που την θεωρεί πρωτόγονη, όπως τα τόξα και τα βέλη, άρα αυτή του η αρχική πρόθεση καταρρέει. Οι εχθροί, είναι κάτι ανθρωποφάγοι κανίβαλοι, σαν alien τύπου «Κυνηγός» που ουρλιάζουν ακατάληπτα, που ως φυλή έχει ως εφεδρεία δυο έγκυες και τυφλές γυναίκες για να γεννάνε συνέχεια κανίβαλους, και που αντιδρούν υπερβολικά και αντιστρόφως ανάλογα σε κάθε απειλή. Πράγμα που δεν εξάγεται, δεν στηρίζεται, δεν προκύπτει από πουθενά. Αλλά είναι εκεί κρυμμένοι στις τρύπες τους και τρώνε ζωντανούς Αμερικάνους, ηλίθιους ναι, αλλά παραμένουν πολιτισμένοι Αμερικάνοι.

Και όσο αν η ταινία με διάφορα μέσα προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από αυτό το υπερβολικά δοσμένο στερεότυπο – μιας και κανίβαλοι δεν υπήρξαν στην Αμερική – δίνοντάς μας ως άλλοθι την εισαγωγή που προείπαμε ή τονίζοντας κάθε τόσο πως αυτοί δεν είναι ινδιάνοι αλλά άγριοι τρωγλοδύτες, δεν πείθει. Ο χαρακτήρας που δηλώνει τα προηγούμενα είναι ένας ινδιάνος που σαν άλλος Jemmy Button (δείτε «The Pearl Button»), έχει εξευρωπαϊστεί πλήρως στον ρουχισμό, στην γλώσσα, στην παράδοση και την ηθική. Έχει αξία ως εξευρωπαϊσμένος. Έχει αποκτήσει κουλτούρα και έχει εκπολιτιστεί. Άρα Ευρωπαίος ίσον πολιτισμένος, Ιθαγενής και ινδιάνος ίσον άγριος. Και μόνο η λέξη – έννοια «άγριος» παραπέμπει στο «πας μην Έλλην βάρβαρος», μια φράση που χρησιμοποιείται από αδαείς εθνικιστές, για να στηρίξουν τις ευτελής ιδέες τους. Ποιες; Αυτές του άκρατου ρατσισμού.

Είναι λάθος κατά την γνώμη μου να μιλάμε ότι το βασικό πρόβλημα της ταινίας είναι το σπλάτερ στοιχείο, το πολύ αίμα και η βία. Η βία υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Είναι κινητήριος δύναμη της εξέλιξης και στοιχείο της φυσικής νομοτέλειας. Στα χέρια άλλων σκηνοθετών, όπως του Tarantino (δες «The Hateful Eight») γίνεται στοιχείο βαθιάς πολιτικής κριτικής και προοδευτικής σκέψης. Στα χέρια ενός Innaritu, παρά τα επιμέρους μονόχορδα στοιχεία του, έχει παρόμοια δύναμη. Στα χέρια όμως του κυρίου S. Craig Zahler γίνεται ένα ντελίριο ρατσιστικού και ξενοφοβικού νοήματος όπου στα χρόνια που ζούμε μας προετοιμάζει και στηρίζει τον φόβο μπρος στο διαφορετικό. Εμμένει σε μια λογική τάξης και ασφάλειας που μας καθοδηγεί ψυχολογικά και εννοιολογικά προς την νοητική τρομοκρατία.

γουεστερν2

Η ταινία εικονογραφεί μια καθαρή σύγκρουση πολιτισμών. Ίσως συμβαίνει σε ένα μηδενιστικό πλαίσιο, όπου Αμερικάνοι ίσον αποτυχημένοι, ίσον ανειλικρινείς, ίσον ιδιοτελείς, ίσον ξεφτιλισμένοι αλλά συνάμα και ιθαγενείς ίσον κανίβαλοι, ίσον άθεοι, ίσον μη-άνθρωποι. Τι μας λέει στο σήμερα; Πως όλοι οι ξένοι, όλοι για παράδειγμα οι μουσουλμάνοι είναι κάτι θηρία που θέλουν να πιούνε αίμα δίχως αιτία, που χρησιμοποιούν τσεκούρια ακόμα, δίχως δηλαδή να έχουν ανακαλύψει την τεχνολογία και το πολιτισμό, και άρα προσέχετε… έρχονται και θα μας φάνε ζωντανούς. Αστοχία σε βαθμό ηθικού, πολιτικού και κοινωνικού κακουργήματος. Πήρε από το νέο western μόνο την φόρμα και έδωσε στο περιεχόμενο νόημα 100 χρόνων πριν.

Τί να τα κάνω άρα, όλα τα θετικά στοιχεία, πείτε μου; Τί να κάνω τους σπουδαίους και λιτούς διαλόγους που μέσα στη σκληρή γλώσσα και το κυνικό χιούμορ τους νιώθεις ηλίθιος για την πορεία της ανθρωπότητας; Τί να κάνω το μοντάζ και το γρήγορο ρυθμό που σε κρατάει σε εγρήγορση και σε φρικιαστικό άγχος; Σκηνοθετική μαγκιά και μπράβο του. Αλλά ως συνολικό έργο πήρε γρήγορα άλλο δρόμο και όχι υποδόρια και σε δεύτερα επίπεδα. Αλλά σαν κυρίαρχο στοιχείο της πλοκής, του σεναρίου και του περιεχομένου η ταινία γίνεται ένα ρατσιστικό ιδεολόγημα που – ίσως θα ήταν υπερβολικό να πω, πως ο Donald Trumb θα το είχε εικόνισμα, – αλλά σίγουρα προσθέτει στο νου του κοινού, αισχρές ιδέες, στα πλαίσια της σημερινής ιδεολογικής τάξης πραγμάτων.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).