Climax- Το ψυχεδελικό δράμα του Gaspar Noé είναι ένα σύγχρονο «Hotel California»

Ο σκηνοθέτης του σοκ επιστρέφει

| 04/10/2018

Ο σκηνοθέτης που καταφέρνει πάντα να πολώνει κοινό και κριτικούς επιστρέφει με ένα δραματικό θρίλερ με πολλές δόσεις ψυχεδέλειας.

Είναι πάντα δύσκολο να κατατάξεις τις ταινίες του Gaspar Noé σε μια συγκεκριμένη κατηγορία και το Climax έρχεται να επιβεβαιώσει τον κανόνα. Προκλητική και ίσως λιγότερο ερωτική από τις χαρακτηριστικές του ταινίες Irreversible και το πιο πρόσφατο Love, η ταινία προσθέτει το στοιχείο του ψυχολογικού τρόμου, δίνοντας παράλληλα ένα δραματικό αποτέλεσμα. Έτσι, η κάμερα περιφέρεται αβίαστα στους διαδρόμους και στα δωμάτια ενός ξεχασμένου σχολικού κτιρίου όπου ένα βράδυ, μια συνηθισμένη πρόβα νεαρών χορευτών μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Η ταινία εξ’ αρχής τοποθετείται στο σκηνικό του κτιρίου, αφού πρώτα γνωρίσουμε μέσα από αποσπάσματα συνεντεύξεων τους χορευτές που θα κάνουν πρόβα για μια καινούργια παράσταση. Ετερόκλητοι νέοι και νέες, από διαφορετικές χώρες αλλά αποπνέοντας την ίδια αίσθηση ghetto βρίσκονται σε ένα θέρετρο που θυμίζει αρκετά το ξενοδοχείο στην Λάμψη: ρετρό διακόσμηση, στενοί διάδρομοι, αφιλόξενο, χιονισμένο εξωτερικό περιβάλλον και κλειστοφοβική διάθεση. Το κεντρικό χολ λειτουργεί ως αίθουσα χορού και από την πρώτη στιγμή οι trap hiphop εκκωφαντικοί ήχοι κατακλύζουν την αίθουσα και η πρόβα ξεκινάει. Η προσθήκη όμως LSD από άγνωστο άτομο στην σανγκριά που πίνουν μετά την πρόβα, οδηγεί σε ένα συλλογικό bad trip και το πρωινό βρίσκει την χορευτική ομάδα με απώλειες.

Οι χορογραφίες κινούνται στα όρια του αυτοσχεδιασμού και η κάμερα αιωρείται πάνω από τους χορευτές προσφέροντας με αυτές τις πλονζέ λήψεις την δυνατότητα παρατήρησης του συνόλου της χορογραφίας. Εδώ είναι χαρακτηριστική η ωμή, ακατέργαστη ενέργεια των χορευτών που εξηγείται από το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι ερασιτέχνες. Έτσι η κάμερα μοιάζει να υποτάσσεται σε αυτήν την ενέργεια και να μιμείται τις κινήσεις τους, με τα πλάνα να δένουν τόσο αρμονικά που όλη η ταινία να μοιάζει σαν μια ενιαία λήψη.

Χαρακτηριστική είναι επίσης η επιλογή χρωμάτων με την έντονη χρήση να θυμίζει αρκετά την παλαιότερη ταινία Enter the Void. Έτσι το κόκκινο επικρατεί ως τόνος με τις διάφορες παραλλαγές ενώ κυρίαρχα χρησιμοποιούνται σκούρα χρώματα και δημιουργείται αντίθεση με τις παλ αποχρώσεις τους. Ο θεατής περιπλανιέται σε σκοτεινά, μισοφώτιστα δωμάτια που το καθένα κρύβει ένα μυστικό, οι βρώμικες μοκέτες γεμίζουν ακαθαρσίες και αίμα και ημίγυμνα κορμιά πάλλονται κάτω από τα νέον κόκκινα φώτα είτε από λιποθυμικούς σπασμούς είτε από πολλαπλούς οργασμούς. Από ένα σημείο και έπειτα επικρατούν οι νόμοι της ζούγκλας και καταπιεσμένα ένστικτα βγαίνουν στην επιφάνεια, πότε εκδηλωμένα με βία και σεξ και πότε με αυτοκτονικές τάσεις.

Σενάριο ακριβώς δεν υπάρχει σε αυτή την ταινία, παρά μόνο η εξέλιξη των μικρών ιστοριών κάθε χαρακτήρα που όλες αυτές στην τελική υποτάσσονται στο οπτικοακουστικό υπερθέαμα του GasparNoé. Η κλιμάκωση της ταινίας επέρχεται με την προσθήκη του LSD, όπου στην συνέχεια εκδηλώνεται με μικρές πολλαπλές κλιμακώσεις-οργασμούς, που απελευθερώνουν κάθε ήρωα, λίγο πριν ξαναβουλιάξει στην λήθη και την αυτολύπηση. Η εισβολή του πραγματικού του πρωί με το λευκό φως, έρχεται να εξουδετερώσει το έντονο κόκκινο φόντο και να βάλει τέλος στην αυτοκαταστροφή, υπό τους ταιριαστούς ήχους του «Angie» των Rolling Stones και του «Hotel California» των Eagles.