Το «καθαρό» Hollywood και οι «βρώμικες» ταινίες

«Καθαρές εκδόσεις» ταινιών η εκ νέου προσπάθεια λογοκρισίας στον κινηματογράφο

| 19/06/2017

«Οι σκηνοθέτες μας, έχουν μεγάλη σημασία για εμάς και σεβόμαστε τη σχέση μας στο έπακρο» δήλωσε ένας εκπρόσωπος της Sony προ λίγο ημερών όταν κάποιοι σκηνοθέτες και το σωματείο τους αντέδρασε στην προσπάθεια της εταιρίας να κυκλοφορήσει «καθαρές» – θα εξηγηθεί παρακάτω η έννοια της «καθαρότητας» – εκδόσεις ταινιών και έτσι έκανε ελάχιστα πίσω δίνοντας την «δημοκρατική» επιλογή (!) στους σκηνοθέτες να διαλέξουν αν δέχονται το «πείραγμα» ή όχι του έργου τους. Αυτό σαφώς δεν μας απαγορεύει – κάθε άλλο μάλιστα – να αναρωτιόμαστε, καταρχήν ποιοι είναι και ποιοι νομίζουν πως είναι και τι είναι οι σκηνοθέτες και έχουν μεγάλη σημασία για αυτούς; Υπάλληλοι τους;

Και όμως με την παραπάνω χυδαιολογία που η κάθε λέξη που περιέχει αποτελεί ατιμία, αγένεια και ασέβεια προς τους δημιουργούς κινηματογραφικών έργων, αναδεικνύεται για άλλη μια φορά το μεγάλο πρόβλημα που από τις απαρχές του κυριαρχεί στο αμερικάνικο σινεμά. Ο δημιουργός της ταινίας μονάχα δημιουργός δεν είναι αλλά θεωρείται και είναι υπάλληλος κάποιου εργοδότη και το έργο του μονάχα έργο του δεν είναι μα ένα ξεκάθαρο πεδίο ασύδοτης εκμετάλλευσης της εταιρίας παραγωγής. Έτσι πιανόμαστε να αναρωτιόμαστε τελικά τι είναι η τέχνη, τι είναι ο καλλιτέχνης και αν είναι θεμιτό να παραμένουμε, υπό μια έννοια, ρομαντικοί μπρος στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Από την άλλη οι διάφορου τύπου αγώνες των κινηματογραφιστών στην Ευρώπη, αγώνες συνδικαλιστικοί, αισθητικοί, πολιτικοί, αγώνες που έχουν βαθύτερες πολιτισμικές αναφορές μιας ηπείρου βαθύτερα φιλοσοφημένης με τα στοιχεία της ανεξαρτησίας του ατόμου, της ελευθερίας της έκφρασης και της σύγκρουσης για την απόκτηση τους είχε, ως λογική συνέπεια, διαφορετικά αποτελέσματα. Είναι οι ίδιοι που έχουν τον πρώτο και το τελευταίο λόγο για οτιδήποτε άπτεται της δημιουργίας τους. Τηρουμένων πάντα πολλών αναλογιών αλλά σε σύγκριση με την παραπάνω φράση του επίδοξου μοντέρ «χαρτογιακά» της Sony, υπάρχει μεγάλο χάσμα αντίληψης.

Το ζήτημα των διαφορετικών εκδόσεων δεν είναι κάτι το νέο στο χολιγουντιανό σινεμά. Έχουμε σκεφτεί πως στηρίζονται και ποιος ο λόγος ύπαρξης των «final cut», των «producer’s cut» και των… «director’s cut»; Ποιος ο λόγος να υπάρχουν διαφορετικές μονταρισμένες εκδόσεις του ίδιου έργου; Ο ζωγράφος ή ο ποιητής έχει ποτέ τέτοια προσέγγιση του έργου του; Υπάρχει «painter’s cut» της πικασικής Guernica ή «poet’s cut» του μποντλερικού «Μια εποχή στην κόλαση»; Σαφώς και όχι. Στο σινεμά γιατί έγινε κάτι τέτοιο αποδεκτό και μας αναγκάζει να επιστρέφουμε στο ίδιο ερώτημα: τι είναι λοιπόν η τέχνη; Διαχωρίζεται σε, όπως θέλουν να οριστεί ο κινηματογράφος, ως τέχνης εκ φύσεως εμπορικής φύσεως με σχέσεις παραγωγής γαλέρας ή είναι μια ειλικρινής, αδιαμεσολάβητη, ανεμπόδιστη και ελεύθερη έκφραση του καλλιτέχνη προς το κοινό του όπως είθισται και θα έπρεπε να συγκροτείται θεωρητικά και πρακτικά;

la-maja-desnuda

“Η γυμνή Μάχα” του Francisco Goya

Σε όλα τούτα όμως τα, παραδεκτώς αποδεκτά μέσα στα χρόνια, «cuts», έρχεται να προστεθεί πλέον και άλλο ένα. Το «clean cut». Μια ηθικά λογοκριμένη έκδοση του έργου, δηλαδή μια ταινία μονταρισμένη έτσι ή καλύτερα πετσοκομμένη έτσι δίχως την θέληση του δημιουργού της, που να μην περιέχει «βία, ερωτικές σκηνές και βλασφημία». Με την εξέχουσα δικαιολογία να δύναται να την παρακολουθήσει ολόκληρη η οικογένεια με τα πιτσιρίκια, τα pop corn, την ζεστή μηλόπιτα και τα χαμόγελα ευτυχίας και ικανοποίησης, – που μεταφράζεται όλη η συντηρητική πουριτανική οικογένεια, η ευνουχισμένη ηθικά οικογένεια, η μετα-ζωντανή «αγιασμένη» οικογένεια της αμερικάνικης κοινωνίας -, οι εταιρίες παίρνουν τις ήδη ολοκληρωμένες ταινίες και τις μοντάρουν εκ νέου κατά το, ηθικώς σωστό τους, δοκούν. Βαπτίζεται «ανηθικότητα» και «βρωμιά» το γυμνό σώμα, το σεξ και η βία, ενώ ολάκερη η οικογένεια είναι αποδέκτης και κατά συνέπεια στοχοπροσηλωμένη σε ένα διαδίκτυο γεμάτο και σπονσοραρισμένο με «ηθικές» τσόντες και «ηθικά» βίντεο αληθινών βασανισμών και δολοφονιών και η αμερικάνικη καθημερινότητα γεμάτη «ηθικά» σαδομαζοχιστικά πειράματα σε φυλακισμένους και σε αιχμαλώτους πολέμου, οπλοφορία και οπλοχρησία στα σχολεία και εν ψυχρώ δολοφονίες μαύρων από τα όργανα καταστολής.

Κατά συνέπεια όταν το «peeping tom» μάτι έχει συνηθίσει και υπερκαταναλώσει σεξ, βία και βλασφημία και δεν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί πλέον να σοκαριστεί με κάτι σε ένα κόσμο αμάσητης αισθητικής, ψυχολογικής και ηθικής τρομοκρατίας, πολέμου και υποδούλωσης, η στόχευση θα ήταν γελοίο να νοηθεί πως οφείλεται κυρίως σε μια εμπορική διαστροφή της κάθε Sony  – δηλαδή για προσέγγιση μεγαλύτερου αγοραστικού κοινού -. Είναι άκυρο. Ο σύγχρονος άνθρωπος τα έχει ήδη κάνει βίωμα και κουλτούρα του όλα τα παραπάνω. Είναι ήδη δηλαδή κατεκτημένο αγοραστικό κοινό. Τα «parental controls» είναι μια δικαιολόγηση, μια λογική «νίπτω τα χείρας» των μεγάλων ευθυνών των υπευθύνων που δημιουργούν άρρωστους συμπεριφορικά ανθρώπους που οφείλουν να συνεχίζουν να ταράζονται όμως μπρος στο γυμνό.

Στόχος είναι με ένα άλλο τρόπο η επίδειξη δύναμης και εξουσίας των ιθύνοντων, το ηθικό γαλούχημα του κόσμου, η αίσθηση ελέγχου και ασφυξίας του και η επικράτηση ή η υπενθύμιση της επικράτησης της άρχουσας ιδεολογίας όπου κράτη και εταιρίες θα δικαιούνται να αποφασίζουν ποιο πρέπει να είναι τούτο που θα μπορούμε και οφείλουμε να βλέπουμε, να ακούμε, να σκεφτόμαστε, να εκφράζουμε. Η επιβολή της μιας και «πολιτικώς ορθής» συμπεριφοράς, που έχει επικρατήσει και κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια, ως ένας εν δυνάμει «κοινωνικός αυτοματισμός» λογοκρισίας. Οι πάντα πρώτοι, οι πιο αρεστοί και πιο βολικοί για την λεγόμενη ηθική κατάπτωση του δυτικού ανθρώπου κατηγορούμενοι δεν είναι άλλοι από το «σεξ» ή αλλιώς η σεξουαλικότητα που ενώνει τους ανθρώπους, η «βία» ή αλλιώς η μαζική αντίσταση των ανθρώπων που αμύνονται της εξουσίας και η «βλασφήμια» ή αλλιώς η λεκτική άρνηση της δεδομένης και καθορισμένης κατάστασης των πραγμάτων που μας πνίγει και μας καταπιέζει. Την παραπάνω ερμηνεία των εννοιών αρνούνται και θέλουν να μεταλλάξουν.

"Η προέλευση του κόσμου" του Gustave Courbet

“Η προέλευση του κόσμου” του Gustave Courbet

Αν παίρναμε σφουγγάρι και «καθαρίζαμε» την τέχνη από όλα αυτά, όλα αυτά που είναι κουλτούρα, τρόπος επιβίωσης, ένστικτο και παράγωγο της ανθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης δεν θα είχε μείνει παρά ένα μικρό ποσοστό έργων τέχνης στην ιστορία –  αν μπορούμε να αποκαλέσουμε την λογοκριμένη κλινικώς «καθαρή» τεχνική ως τέχνη. Η «Γυμνή Μάχα» του Goya, θα φορούσε σουτιέν και κιλότα. Την «Προέλευση του κόσμου» του Courbet δεν θα την γνωρίζαμε γιατί θα την κάλυπτε ένα «καθαρό» λευκό σεντόνι και «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Hieronymus Bosch θα ήταν ένα λούνα παρκ άνοστων υποχόνδριων με εισιτήριο. Το «Fur Elise» θα ήταν σαν να έχει κολλήσει η βελόνα, το 80% τη λογοτεχνίας θα αποτελούταν από λευκές σελίδες, το αρχαίο και σύγχρονο θέατρο θα είχε εξοστρακιστεί και πηγαίνοντας σε κάτι πιο σχετικό και μοντέρνο, το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» θα ήταν ένα πικρό νεράτζι…

Στα πρώτα χρόνια του Hollywood είχε δημιουργηθεί ένας κανονιστικός κώδικας ηθικής, παραγωγής και σκηνοθεσίας κινηματογραφικών έργων, ο κώδικας Hays και όσο ο κινηματογραφικός κόσμος δέχεται τον έλεγχο στην δημιουργία, ο κατηργημένος εκείνος κώδικας θα συνεχίζει να επιβιώνει με κάθε φορά άλλα ονόματα, αφορμές και μάσκες αλλά με τις ίδιες πάντα προθέσεις και το σινεμά θα εκπίπτει σε αυτό που κάποτε κάποιοι λέγανε «ελάσσονα» τέχνη. Η υψηλή τέχνη δεν δέχεται μπαμπούλες, συμβουλάτορες, τραμπούκους και ελεγκτές. Και το σινεμά οφείλει να το αποδείξει μπρος στην ιστορία του και στους δημιουργούς του.

Υ.Γ. «Ψαλίδι εδώ, ψαλίδι εκεί, ψαλίδι παραπέρα» θυμάμαι τον Παύλο Σιδηρόπουλο να λέει σε μια σκηνή της ταινίας «Ο ασυμβίβαστος» όταν του κόβουν στα γυρίσματα την κάθε του πρόταση, παίρνοντας την απάντηση από τον παραγωγό: «Μην ανησυχείτε κύριε, είναι θέμα δομής και λειτουργικότητας της ταινίας. Σας παρακαλώ. Δεν πρόκειται για λογοκρισία». Καμιά λογοκρισία λοιπόν γιατί κάτι περισσότερο θα ξέρουν οι εταιρίες από δομή και λειτουργικότητα – ναι ακριβώς αυτό, λειτουργικότητα (!) – μιας ταινίας. Ε λοιπόν, δεν ανησυχώ.

El_jardín_de_las_Delicias,_de_El_Bosco

“Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων” του Hieronymus Bosch

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).