«Λευκή επιταγή» βασανιστηρίων στην Τουρκία

Εκθεση της Human Rights Watch αποκαλύπτει πώς το καθεστώς καταπατά ακόμη και στοιχειώδη δικαιώματα

| 26/10/2016

«Λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κανείς δεν θα νοιαστεί εάν σε σκοτώσω. Θα πω απλά ότι σε σκότωσα επειδή προσπάθησες να φύγεις»…

Οι παραπάνω… «αβρότητες» απευθύνθηκαν από αστυνομικό σε κρατούμενο, μέσα σε τουρκική φυλακή, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον περασμένο Ιούλιο και την επιβολή «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Αποτελούν χαρακτηριστικό υλικό από την αναλυτική έκθεση που δημοσιοποίησε η οργάνωση Human Rights Watch για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες – αν και τα αναφερόμενα στην έκθεση δεν αποτελούν «είδηση» για την «κλασική» συμπεριφορά του τουρκικού κράτους ειδικά έναντι πολιτικών κρατουμένων – η οποία παραπέμπει, ουσιαστικά, σε ένα απάνθρωπο «πάρτι» καταπάτησης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος… με φρικώδη «ατραξιόν» τα βασανιστήρια, στα οποία επιδίδεται το τουρκικό καθεστώς.

Στην έκθεση περιγράφονται 13 περιπτώσεις στις οποίες άνθρωποι βασανίστηκαν. Τα βασανιστήρια εκτείνονται από παρενόχληση του ύπνου, χτυπήματα μέχρι σεξουαλική κακοποίηση και απειλές για βιασμό.

Ο δικηγόρος ενός κρατουμένου δήλωσε στην Human Rights Watch ότι αστυνομικοί απείλησαν να βιάσουν τον πελάτη του με ένα κλομπ και του είπαν πως δεν πρόκειται να καταφέρει να επιβιώσει τις επόμενες 30 ημέρες.

Εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης η αστυνομία έχει το δικαίωμα να κρατά τους συλληφθέντες χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία μέχρι και 30 ημέρες. Πριν από την επιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης το όριο ήταν τέσσερις μέρες. Οι κανονισμοί καταπατούνται από τις αρχές με στόχο να εκφοβίσουν τους κρατουμένους και τις οικογένειές τους.

Πολίτες μπορούν να κρατηθούν μέχρι και ένα μήνα χωρίς η αστυνομία να μπορεί να τους προσάψει οτιδήποτε. Εξαιτίας του κλίματος μίσους που δημιουργεί ο Ερντογάν εναντίον εκείνων που κρίνονται ύποπτοι ως αντιφρονούντες, η παραμονή στις φυλακές είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τους κρατουμένους.

«Με την κατάργηση νόμων που προστατεύουν από τα βασανιστήρια, η τουρκική κυβέρνηση έδωσε λευκή επιταγή στις αρχές οι οποίες τώρα μπορούν να βασανίζουν και να κακοποιούν τους κρατούμενους όπως τους αρέσει» λέει ο Χιούτζ Γουίλιαμσον, επικεφαλής της Human Rights Watch σε Ευρώπη και Ασία.

Επιπλέον, η Διεθνής Αμνηστία και αυτή λίγο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατήγγειλε τις τουρκικές αρχές για βασανισμό κρατουμένων στις φυλακές. Κρατούμενοι χτυπήθηκαν, βασανίστηκαν και βιάστηκαν. Ο Άντριου Γκάρντνερ, ένας από τους συγγραφείς της έκθεσης, δηλώνει ότι πολλά από τα θύματα φοβούνται να μιλήσουν για τους βασανισμούς που υπέστησαν. Εκτός αυτού πολλοί λίγοι δικηγόροι τόλμησαν να αναλάβουν την υπεράσπιση των θυμάτων βασανισμού.

«Αγωνίζομαι ήδη περισσότερο από δέκα χρόνια για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία. Τέτοιο φόβο σε ανθρώπους που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις οργανώσεις τους δεν έχω ξαναζήσει» είχε δηλώσει ήδη τον περασμένο Ιούλιο στην Deutsche Welle ο Άντριου Γκάρντνερ. «Η κατάσταση είναι σοβαρή» είχε υπογραμμίσει.

Η Human Rights Watch αναφέρει, ότι στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η τουρκική κυβέρνηση «πέρασε δύο διατάγματα με τα οποία αφαιρούνται διασφαλίσεις ζωτικής σημασίας για την προστασία των κρατουμένων από την κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια». Επιπλέον, «οι αρχές ανακοίνωσαν επίσημα ότι θα παρεκκλίνουν από τις προστασία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), χωρίς να διευκρινίζει ποια είναι αυτά, και αργότερα, ότι θα παρεκκλίνουν από 13 άρθρα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην ανθρώπινη μεταχείριση των κρατουμένων και το δικαίωμα σε θεραπεία».

Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με περισσότερους από 40 δικηγόρους, ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πρώην κρατούμενους, ιατρικό προσωπικό και ιατροδικαστές. Η οργάνωση υπογραμμίζει, ότι «η απαγόρευση των βασανιστηρίων στο διεθνές δίκαιο είναι απόλυτη και δεν μπορεί να ανασταλεί ακόμη και σε περιόδους πολέμου ή εθνικής έκτακτης ανάγκης. Και όμως, τα διατάγματα (σσ. της τουρκικής κυβέρνησης) εκτάκτου ανάγκης αφαίρεσαν διασφαλίσεις ζωτικής σημασίας για την προστασία των κρατουμένων από την κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια».

Επίσης, τα διατάγματα αρνούνται την πρόσβαση δικηγόρων στους κρατουμένους για μέχρι και πέντε ημέρες, αφήνοντας τους τελευταίους de facto κράτηση σε απομόνωση αφού ούτε τα μέλη της οικογένειας δεν μπορούν να τους επισκεφθούν. Επιπλέον, ακόμη και όταν οι αρχές επιτρέπουν σε έναν κρατούμενο την πρόσβαση σε δικηγόρο, συχνά επιτρέπεται μόνο σε νέους και άπειρους, που είναι «πιο ευαίσθητα στην πίεση και την χειραγώγηση» εκ μέρους των αρχών. Επίσης, τα διατάγματα περιορίζουν το δικαίωμα των κρατουμένων για εμπιστευτική συζήτηση με τους δικηγόρους τους. Δικηγόροι κατήγγειλαν στην οργάνωση ότι «οι αστυνομικοί ήταν συχνά παρόντες κατά τη διάρκεια των συνομιλιών τους με τους πελάτες τους, ή και, μερικές φορές, κατέγραφαν τις συνομιλίες ή κοίταζαν τις σημειώσεις τους».

Αυτή η τακτική των αρχών έναντι των κρατουμένων υπονομεύει, επίσης, «την ακεραιότητα των ιατρικών εξετάσεων εκείνων για τους οποίους απαιτείται», αφού, συχνά, οι ιατρικές εξετάσεις πραγματοποιούνται σε χώρους κράτησης και με την παρουσία των αστυνομικών. Επιπλέον, οι αρχές έχουν επανειλημμένα αρνηθεί σε κρατούμενους και δικηγόρους, την πρόσβαση σε ιατρικές εκθέσεις των κρατουμένων που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς για κακομεταχείριση κατά τη σύλληψη ή την κράτηση, επικαλούμενες το «απόρρητο της έρευνας».

Τονίζεται επίσης, ότι «ορισμένες διατάξεις και πρακτικές» μοιάζουν να είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο «για να κάνουν σκόπιμα πιο δύσκολο να επιβεβαιωθούν οι ισχυρισμοί για βασανιστήρια». Για παράδειγμα, η πρακτική της άρνησης, σε κρατούμενους και δικηγόρους, πρόσβασης στις εκθέσεις των ιατρικών εξετάσεων που γίνονται κατά τη διάρκεια και μετά την κράτηση δεν έχουν καμία νόμιμη δικαιολογία, αλλά καθιστούν πιο δύσκολο να στηριχθεί ισχυρισμός κατάχρησης της εξουσίας.

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα συνελήφθησαν πάνω από 40.000 στρατιώτες, αξιωματικοί, αστυνομικοί, δικαστές, εισαγγελείς, εκπαιδευτικοί και άλλοι ως «ύποπτοι» για «σχέσεις» με τον Fethullah Gülen.

Πηγή: dw.com, hrw.org