Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ: Το βιβλίο που τον εξηγεί

Το αυτοβιογραφικό “Ζω για να τη διηγούμαι” αποκαλύπτει τον μεγάλο Κολομβιανό συγγραφέα.

| 17/04/2017

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ στην αυτοβιογραφία του “Ζω για να τη διηγούμαι”, έχει ως προμετωπίδα τη φράση: “Η ζωή δεν είναι όπως την έζησε κανείς, αλλά όπως τη θυμάται και έτσι να τη διηγηθεί”. Είναι η βάση του έργου του, διότι η μνήμη στον Κολομβιανό λειτουργεί μοναδικά, μαγικά. Στη μυθοπλασία του έχει φτιάξει έναν κόσμο δικό του στον οποίο οι χαρακτήρες οδηγούνται από το πάθος και την τιμή. Κατοικούν σε μια περιοχή αποκομμένη από τον υπόλοιπο πλανήτη, στη μοναξιά. Μια περιοχή που το ασυνήθιστο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.


Δύο γυναικείες μορφές κυριαρχούν

Το εν λόγω βιβλίο κατέχει σημαντική θέση στη βιβλιογραφία του Μάρκεζ, όχι γιατί μιλά για τον ίδιο, αλλά γιατί εξηγεί τον ίδιο. Για πολλά χρόνια πάλευε με τον καρκίνο και δεν είχε τη δύναμη να συνεχίσει να φτιάχνει τους φανταστικούς κόσμους του. Αντίθετα, προσπάθησε να βρει την πραγματικότητα πίσω από τον μύθο. Τη δική του και μάλλον τα κατάφερε διαβάζοντας το “Ζω για να τη διηγούμαι” (Living to Tell the Tale ο αγγλικός τίτλος).

Ο Μάρκεζ μας ταξιδεύει στις πρώιμες αναμνήσεις του μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει, νεαρός, να φύγει από την Κολομβία για να κυνηγήσει το όνειρο του. Να γίνει δημοσιογράφος-συγγραφέας στην Ευρώπη. Δύο γυναικείες μορφές κυριαρχούν, η μητέρα του, η οποία του έδωσε ζωή στις 6 Μαρτίου 1927 και ήταν η πηγή της ξεχωριστής ματιάς του για τη ζωή, και η Μερσέντες Μπάρχα, στην οποία πρότεινε γάμο από τα 13 της.


Το ταξίδι της επιστροφής

Η ιστορία ξεκινά με ένα ταξίδι επιστροφής. Ο 23χρονος Γκαρσία Μαρκέζ επιστρέφει με τη μητέρα του εκεί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια: στο σπίτι του. Η επιστροφή αφορά την πώληση του σπιτιού το οποίο βρίσκεται στην πόλη Αρακατάκα. Ο νεαρός Μάρκεζ κατακλύζεται από τις αναμνήσεις. Από την ατμόσφαιρα και την επιρροή της μητέρας του, του παππού του κι όλων των άλλων μελών της οικογένειας του. Ηταν αυτό το ταξίδι που σφράγισε τη μοίρα του ως συγγραφέα. “Κάθε πράγμα, κοιτώντας το απλά, μου προκαλούσε ακαταμάχητη λαχτάρα να γράψω για να μην πεθάνω”.

Την ίδια στιγμή, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία, γίνεται αντιληπτό πόσα οφείλουν η οικογένεια Μπουεντία και η φανταστική πόλη Μακόντο στα “Εκατό Χρόνια Μοναξιάς” στην δική του αξιοθαύμαστη οικογένεια. Ο μύθος, στο πιο διάσημο έργο του, είναι στην ουσία υπερβολή των δικών του εμπειριών. Φόρος τιμής που επιμηκύνει τη ζωή του στην αγαπημένη του δημιουργία.


Η “μοναξιά” αποκαλύπτεται

Η επιστροφή με τη μητέρα για την πώληση του πατρικού σπιτιού, επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητα του να γίνει συγγραφέας. Ωστόσο, είχε απομακρυνθεί απ’ αυτή την Εδέμ της Καραϊβικής μια και οι γονείς του τον είχα στείλει για σπουδές στην Μπογκοτά, την πρωτεύουσα της Κολομβίας. Οι δύο πόλεις ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες σε όσα είχαν να του προσφέρουν. Στην πρωτεύουσα όμως είναι που ο έφηβος Μάρκεζ απορρίπτει τη θρησκεία, ανακαλύπτει το χάρισμα του στη συγγραφή, την αφοσίωση στους φίλους του και γεύεται την μποέμικη ζωή.

Καθώς παρακολουθούμε τις δυσκολίες του μελλοντικού συγγραφέα, καθίσταται σαφές τι εννοεί ο Μάρκεζ με τον όρο “μοναξιά”, που είναι παρών σε όλα του τα βιβλία. Παρά τη γεμάτη ζωή της μυθοπλασίας, η Κολομβία και πολύ περισσότερο η μικρή πόλη Αρακατάκα, είναι αποκομμένες από τα σημαντικά, παγκόσμια γεγονότα. Στο “Εκατό Χρόνια Μοναξιάς” είναι το μακελειό των εργατών στις μπανανοφυτείες που φέρνει τον πραγματικό, σκληρό κόσμο στη μαγική σφαίρα. Εδώ, συνειδητοποιούμε πόσο απομονωμένος ήταν ο Γκαρσία Μάρκεζ μεγαλώνοντας στην Κολομβία του ’30 και του ΄40. Δεν υπάρχει καμία ιδεολογική διαμάχη ή ο τρόμος του ναζισμού που επηρέασε καταλυτικά τους συγγραφείς της Δυτικής Ευρώπης. Για τον νεαρό Μάρκεζ, η Ευρώπη είναι ο Ρίλκε, ή “Κυρία Ντάλογουεϊ”. Οι προκλήσεις είναι λογοτεχνικές και όχι πολιτικές.


Η πρόζα που λάμπει και γοητεύει

Η πολιτική του συνείδηση αναδεύεται μόνο από την πάλη μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών που έχει κοστίσει τόσες ζωές Κολομβιανών. Το γεγονός που τον σημαδεύει είναι η δολοφονία του πολιτικού ηγέτη Χόρχε Ελιέσε Γκαϊτάν και η επακόλουθη βία τον αναγκάζει να δηλώσει ότι “ο 20ος αιώνας στην Κολομβία ξεκίνησε στις 9 Απριλίου 1948”.

Η αποφασιστικότητα του να ονοματίσει καθετί και καθέναν που έχει σημασία στη ζωή του μπορεί να κάνει το βιβλίο “βαρύ”. Όταν όμως γράφει για τη μητέρα του και τον κόσμο της Καραϊβικής που τον επηρέασαν στη ζωή και το γράψιμο του, τότε εμφανίζεται η πρόζα και λάμπει με έναν τρόπο που κάνει τον αναγνώστη να θέλει να επιστρέψει στον κόσμο της φαντασίας του.


*Στοιχεία αντλήθηκαν από το άρθρο του “Guardian” “A welcome to the real world”. Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Καστανιώτη

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις