Lesson 3rd

Φορολογία. Α' Ενότητα.Τα είδη φορολογίας και η κατανομή των φορολογικών βαρών

| 14/07/2014

#Ένεκα που τα φετινά εκκαθαριστικά της εφορίας αναμένεται να εκκαθαρίσουν πολύ κόσμο, η στήλη αποφάσισε να ασχοληθεί με το ακανθώδες και φλέγον ζήτημα της φορολογίας. Θυμάστε που στο “πρώτο μάθημα” είπαμε για το Πρωτογενές Πλεόνασμα; Ε, τώρα θα δούμε και πώς βγαίνει. Και επειδή η ύλη είναι μεγάλη και δε θέλω να πάθουμε overdose, θα το σπάσουμε σε τρεις ενότητες. Στο παρόν κείμενο θα δούμε κάποια βασικά για τους φόρους και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ποιοι πληρώνουν τελικά φόρους σε αυτόν τον ψεύτη και άδικο ντουνιά και ποιοι όχι. Το πώς γίνεται κάποιοι να μην πληρώνουν φόρους θα το δούμε στην επόμενη ενότητα όταν και θα εξετάσουμε το ζήτημα της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Τέλος, στην τρίτη ενότητα θα αναλύσουμε κάποιες από τις αλλαγές των τελευταίων χρόνων στο ελληνικό φορολογικό σύστημα και τις επιδράσεις τους στις διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Ενότητα Α: Τα είδη φορολογίας και η κατανομή των φορολογικών βαρών


Οι φόροι, που λες αγαπητέ μου αναγνώστη, διακρίνονται κατά βάση σε α) φόρους εισοδήματος, β) φόρους περιουσίας (αυτοί οι δυο μαζί αποτελούν τους άμεσους φόρους) και γ) φόρους δαπανών (ή αλλιώς έμμεσους φόρους). Και για να στο κάνω λίγο πιο βιωματικό για να το καταλάβεις: Φόρος εισοδήματος είναι αυτός που θα έρθει τώρα με το εκκαθαριστικό της εφορίας, φόρος περιουσίας είναι το χαράτσι και φόρος δαπάνης είναι ο ΦΠΑ. Ανάλογα τώρα με το αν ο φορολογικός συντελεστής μένει σταθερός ή όχι ένας φόρος χαρακτηρίζεται αναλογικός (σταθερός συντελεστής), προοδευτικός (μεγαλύτερος συντελεστής όσο αυξάνεται η φορολογική βάση) ή αντίστροφα προοδευτικός (μικρότερος συντελεστής όσο αυξάνεται η φορολογική βάση). Οι έμμεσοι φόροι είναι από τη φύση τους αναλογικοί, ενώ αντίθετα οι άμεσοι φόροι είναι κατά κανόνα προοδευτικοί, δηλαδή ο φορολογικός συντελεστής αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα ή η περιουσία.

Ένα μικρό παράδειγμα

Το πώς θα κατανείμει ένα κράτος τα φορολογικά του έσοδα καθορίζει και το από ποιους θα τα πάρει. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μία οικονομία που αποτελείται από πέντε άτομα: τους κυρίους Α,Β,Γ,Δ και Ε, των οποίων το συνολικό εισόδημα φτάνει τα 200.000 ευρώ το χρόνο. Καθ’ ότι όμως η οικονομία μας, αν και μικρή, παραμένει καπιταλιστική, το εισόδημα αυτό δεν κατανέμεται ομοιόμορφα, αλλά υπάρχουν έντονες εισοδηματικές ανισότητες, με τον κύριο Α να βγάζει μόλις 5.000 ευρώ το χρόνο και τον κύριο Ε τα 20πλάσια. Ο τελευταίος, παρ’ ότι ζει πλουσιοπάροχα ξοδεύοντας σα να μην υπάρχει αύριο, είναι σε θέση να αποταμιεύει και ένα σεβαστό πόσο που φτάνει τις 50.000 ευρώ το χρόνο και το οποίο αντιστοιχεί στο 62,5% του συνόλου των αποταμιεύσεων. Αντίθετα ο κύριος Α δεν αποταμιεύει φράγκο μιας και το πενιχρό του εισόδημα μετά βίας επαρκεί για την επιβίωσή του. Όλοι οι υπόλοιποι αποτελούν ενδιάμεσες καταστάσεις με την αποταμίευση να αυξάνεται, όπως είναι φυσικό, καθώς αυξάνεται το εισόδημα.

Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο τα έσοδά της από τη φορολογία να φτάσουν στο 20% του συνολικού εισοδήματος, δηλαδή τα 24.000 ευρώ, και εξετάζει τρία σενάρια για να το πετύχει:

1.  Να επιβάλει φόρο 20% επί της κατανάλωσης και μηδενικό φόρο εισοδήματος.
2.  Να μοιράσει τα φορολογικά έσοδα μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, μειώνοντας το φόρο επί της κατανάλωσης στο 10% και επιβάλλοντας αναλογικό φόρο εισοδήματος 6%.
3.  Να κάνει ότι και στην παραπάνω περίπτωση αλλά ο φόρος εισοδήματος που θα επιβληθεί να είναι προοδευτικός και οι φορολογικοί συντελεστές να διαμορφωθούν ως εξής: 2% για τον Α, 3% για τον Β, 4% για τον Γ, 6% για τον Δ και 7% για τον Ε.

graphgraphgraph

Όπως μπορούμε να δούμε στον Πίνακα 1, μπορεί τα συνολικά κρατικά έσοδα από τους φόρους να είναι τα ίδια και στις τρεις περιπτώσεις, η κατανομή τους όμως είναι πολύ διαφορετική. Οι έμμεσοι φόροι, παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνονται δίκαιοι αφού ο φορολογικός συντελεστής είναι ο ίδιος για όλους, στην πράξη καταλήγουν να επιβαρύνουν δυσανάλογα τους φτωχότερους, καθώς αυτοί είναι που ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους και αποταμιεύουν ελάχιστα. Στο πρώτο σενάριο του παραδείγματός μας, ο μπατίρης της παρέας συνεισφέρει στον κρατικό κορβανά με το 20% του εισοδήματός του, ενώ ο λεφτάς τη βγάζει καθαρή μόλις με 10%. Η κατάσταση αυτή αμβλύνεται κάπως με την εισαγωγή του αναλογικού φόρου εισοδήματος (Σενάριο Β), ενώ η φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του εισοδήματος εξισώνεται πλήρως με την εισαγωγή ενός προοδευτικού φόρου εισοδήματος (Σενάριο Γ). Παρατηρούμε επίσης ότι κάθε αύξηση κατά 1% της φορολογικής επιβάρυνσης του πλουσιότερου εκ των πέντε φορολογούμενων επιτρέπει μεγάλες φοροελαφρύνσεις στα μικρά και μεσαία κοινωνικά στρώματα χωρίς να θιγούν τα κρατικά έσοδα. Το ίδιο ισχύει και για τους φόρους περιουσίας τους οποίους χάριν απλοποίησης αποκλείσαμε από το παράδειγμά μας.

φορος2

Η πραγματικότητα είναι σίγουρα πιο σύνθετη αλλά ακόμα και από το απλό αυτό παράδειγμα μπορείς να χαμπαριάσεις κάποια πράγματα. Μπορείς να καταλάβεις, ας πούμε, γιατί οι φιλελέδες που γκαρίζουν συνέχεια για τους υπερβολικούς φόρους που στραγγαλίζουν την επιχειρηματικότητα δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα με τους έμμεσους φόρους. Βλέπεις, οι φόροι που πληρώνει ο κοσμάκης δεν είναι σαν τους άλλους τους κακούς τους φόρους που πληρώνουν οι επιχειρήσεις και εμποδίζουν την ανάπτυξη. Μπορείς επίσης να καταλάβεις την αξία που έχει η ύπαρξη ενός αφορολόγητου ορίου στους έμμεσους φόρους για την επίτευξη μίας πιο δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών στα μέλη μίας κοινωνίας. Keep that in mind γιατί θα μας χρειαστεί αργότερα όταν θα δούμε κάποιες από τις αλλαγές που έχουν γίνει στο φορολογικό σύστημα της χώρας στα χρόνια των Μνημονίων.

Υπερφορολόγηση, υποφορολόγηση και ο παραμορφωτικός καθρέπτης του μέσου όρου

To Νοέμβριο του 2013 o Στουρνάρας θα δηλώσει –μεταξύ άλλων ωραίων– ότι οι Έλληνες υποφορολογούνται, ξεσηκώνοντας κύμα αγανάκτησης που θα εκφραστεί (as usual) με εξοργισμένα status, twits και σχόλια διανθισμένα με πολλά, μα πάρα πολλά, μπινελίκια. Διατρέχοντας τον κίνδυνο να με πιάσει και εμένα στο στόμα του το αθυρόστομο ελληνικό διαδίκτυο θα πω ότι ο συνονόματος πάλαι ποτέ υπουργός Οικονομικών είχε, κατά μέσο όρο, δίκιο. Βέβαια, όπως λέει και ένα παλιό αστειάκι, αν βάλεις το κεφάλι σου στο φούρνο και τα πόδια σου στην κατάψυξη τότε θα είσαι κατά μέσο όρο μια χαρά.

Πίνακας 2

Δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, 1991-2010

Ελλάδα ΕΕ-15 ΟΟΣΑ
Δημόσια έσοδα 31,3 39,2 34,4
1. Φόροι εισοδήματος 7,3 13,5 12
2. Φόροι περιουσίας 1,8 1,9 1,8
2α. Ακίνητη περιουσία 0,2 0,8 0,9
2β. Μεταβιβάσεις 0,9 0,6 0,5
3. Έμμεσοι φόροι 12 11,8 11,1
4. Εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση 10,2 11,1 8,9
4α. Εργαζόμενοι 4,2 3,7 3,1
4β. Εργοδότες 4,8 6,4 5,3

Πηγή: ΟΟΣΑ

Let’s talk about some facts, που λεν και οι αμερικάνοι, με τη βοήθεια του Πίνακα 2 στον οποίο αντιπαραβάλλεται η δομή των φορολογικών εσόδων της Ελλάδας με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ των 15 και του ΟΟΣΑ για την περίοδο 1991-2010. Εκεί παρατηρούμε ότι τα φορολογικά έσοδα ήταν όντως σημαντικά μικρότερα στη χώρα μας και άρα, κατά κάποιο τρόπο, μπορεί να πει κανείς ότι οι Έλληνες υποφορολογούνταν σε σχέση με τους πολίτες των άλλων χωρών. Υποφορολογούνταν όμως όλοι; Όχι βέβαια. Αν δούμε λίγο προσεκτικότερα την κατανομή των δημοσίων εσόδων θα διαπιστώσουμε ότι η μεγάλη τρύπα εντοπίζεται στη φορολογία εισοδήματος και στις εργοδοτικές εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση. Σε ότι δηλαδή πληρώνουν κυρίως ή αποκλειστικά οι εργοδότες και οι έχοντες και κατέχοντες (που έλεγε και εκείνη η ψυχή ο Σημίτης) μεγάλο εισόδημα και περιουσία. Αντίθετα οι εισφορές των εργαζομένων και οι έμμεσοι φόροι που επιβαρύνουν δυσανάλογα τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα υπερέβαιναν τους αντίστοιχους μέσους όρους σε ΕΕ-15 και ΟΟΣΑ.

Το πόσο κολοσσιαία μπούρδα ήταν η πρωθυπουργική ρήση περί “τελευταίας σοβιετικής οικονομίας” μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις τεράστιες αναλογίες έμμεσων προς άμεσους φόρους και εισφορών εργαζομένων προς εισφορές εργοδοτών που παρουσίαζε η Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ (Γράφημα 1). Το ελληνικό φορολογικό σύστημα ήταν τόσο έντονα ταξικό ώστε τα φορολογικά έσοδα να εμφανίζονται κατά μέσο όρο μικρότερα, παρά την υπερφορολόγηση των φτωχότερων εξαιτίας της εκτεταμένης και προκλητικής υποφορολόγησης των πλουσιότερων. Μία κατάσταση που εντάθηκε ακόμα περισσότερο, όπως θα δούμε, με τις αλλαγές που έφερε η εφαρμογή των Μνημονίων.

graph3

Πηγή: ΟΟΣΑ

*Γιάννης Βαρδαλαχάκης, οικονομολόγος