Lesson 3rd Φορολογία. B' Ενότητα

Φοροδιαφυγή vs Φοροαποφυγή

| 29/07/2014

Έχοντας ξεκαθαρίσει από την πρώτη ενότητα ποιοι πληρώνουν και ποιοι δεν πληρώνουν, ήρθε η ώρα να δούμε πως καταφέρνουν να μην πληρώνουν αυτοί που τελικά δεν πληρώνουν και πώς κάποιοι άλλοι, που προσπαθούν να μην πληρώνουν, τελικά πληρώνουν αλλά τους μένει η ρετσινιά ότι δεν πληρώνουν (this makes sense, I promise!). Καταρχήν, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στη φοροαποφυγή και στη φοροδιαφυγή. Το πρακτικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακριβώς το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει, ωστόσο, μία πολύ-πολύ σημαντική διαφορά: η πρώτη είναι νόμιμη, και άρα ηθική σύμφωνα με τις αρχές της Βουλγαράκειας φιλοσοφίας, ενώ η δεύτερη είναι παράνομη και συγκαταλέγεται σε «ετούτα και εκείνα που μας φέραν ως εδώ».

Η φοροδιαφυγή και το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι

Η πιο cult προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής ήταν τα βίντεο που γύρισε το υπουργείο Οικονομικών το 1992 με το σλόγκαν «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη!». Οι Έλληνες τελικά αποδείχθηκε ότι δεν αγαπούσαν την Ελλάδα, τόσο ώστε να πειστούν να ζητάν απόδειξη σε κάθε συναλλαγή τους, ενώ και η πρόσφατη προτροπή περί μη πληρωμής σε περίπτωση που δεν εκδοθεί απόδειξη, το μόνο πρακτικό αποτέλεσμα που είχε ήταν ο ξυλοδαρμός κάποιων αφελών φοιτητών στην Κομοτηνή. Γενικώς το κυνήγι της απόδειξης, στο οποίο έχει επιβάλει το υπουργείο Οικονομικών τους φορολογούμενους τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να τύχουν φοροελαφρύνσεων και εκπτώσεων δεν είχε καμία ιδιαίτερα θετική επίδραση στα δημοσιονομικά του κράτους. Και ο βασικός λόγος που συνέβη αυτό είναι ότι το πρόβλημα εξ αρχής δεν βρισκόταν (κυρίως) εκεί, αφού, όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα, τα έσοδα από έμμεσους φόρους, αυτά δηλαδή που κατ’ εξοχήν προκύπτουν με την έκδοση απόδειξης, ήταν ήδη σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, η δαιμονοποίηση της μη έκδοσης απόδειξης μπορεί να μην έφερε περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία, συνεισέφερε όμως στο να πειστεί ο μέσος Έλληνας ότι τα αίτια της κρίσης συμπυκνώνονται στο γεγονός ότι τα πλήκτρα της ταμειακής της κυρά-Μαρίκας της μπακάλισσας έχουν πιάσει δύο δάκτυλα σκόνη από την αχρηστία.

Για να βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα στη σωστή τους βάση: η φοροδιαφυγή των μικροεπαγγελματιών είναι μεν υπαρκτή, ωστόσο η πραγματική δημοσιονομική της επίπτωση έχει υπερτονιστεί σκοπίμως. Σίγουρα δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πόση είναι στην πραγματικότητα η αποκρυφθείσα φορολογητέα ύλη (διαφορετικά τι σόι  αποκρυφθείσα ύλη θα ήτο), παρ’ όλα αυτά γνωρίζουμε ότι η εφορία έχει τον τρόπο να συλλαμβάνει μεγάλο μέρος αυτής με δύο πολύ ωραία κολπάκια: τον αυτοέλεγχο και τα τεκμήρια.

Σύμφωνα με το βιβλίο της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής της Γ’ Γυμνασίου ο αυτοέλεγχος είναι αποτέλεσμα της επιτυχημένης κοινωνικοποίησης και συμβαίνει όταν μέσω αυτής «μαθαίνουμε τους κανόνες, τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς, αισθανόμαστε τύψεις, ντροπή, μεταμέλεια για κάποιες πράξεις μας» (σελ. 44). Έτσι το υπουργείο Οικονομικών, σκεπτόμενο τους επαγγελματίες που δεν μπορούν να κλείσουν μάτι από τις τύψεις επειδή όλη τη χρονιά δεν έκοβαν απόδειξη ούτε με πιστόλι στον κρόταφο, τους δίνει τη δυνατότητα να μεταμεληθούν και να φορολογηθούν βάσει ενός τεκμαρτού υπολογισμού των κερδών τους και όχι αυτών που γράφουν τα βιβλία τους. Για αντάλλαγμα κερδίζουν ασυλία για τη συγκεκριμένη χρονιά, όπου δε μπορούν να ελεγχθούν για τυχόν παραβάσεις. Τώρα με ποια λογική μια συναλλαγή του τύπου «ξέρω ότι ήσουν κακό παιδί και γι’ αυτό δώσε μου τόσα για να είμαστε οκ, αλλιώς θα στείλω τα παιδιά (του ΣΔΟΕ) από εκεί και θα έχουμε άλλα» αποκαλείται αυτοέλεγχος, αυτό μόνο το υπουργείο Οικονομικών το γνωρίζει. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι τα κέρδη που εκτιμώνται μέσω του αυτοελέγχου είναι συχνά σχεδόν τα ίδια με αυτά που θα προέκυπταν αν ο επαγγελματίας χτυπούσε απόδειξη και για το τελευταίο ευρώ. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των μικροεπαγγελματιών εφευρίσκει ένα σωρό απίθανους τρόπους για να αποκρύψει εισοδήματα όλη τη χρονιά, μόνο και μόνο για να τα ξαναεμφανίσει συμπληρώνοντας τη φορολογική του δήλωση προκειμένου να μην έχει πρόβλημα με την εφορία. Μία, αν μη τι άλλο, τελείως αυτοκτονική τακτική, γιατί στο τέλος και πληρώνουν σχεδόν τα ίδια και τους μένει και η ρετσινιά του φοροφυγά, μέσω της οποίας δικαιολογήθηκε το φετινό φορολογικό τους ξέσκισμα.

Και αν ο αυτοέλεγχος (ή περαίωση ή συνάφεια όπως λεγόταν παλαιότερα) αφορά μόνο τους επαγγελματίες, υπάρχουν και τα περίφημα τεκμήρια που πιάνουν τους πάντες και διακρίνονται σε τεκμήρια αγορών και τεκμήρια διαβίωσης. Με τα πρώτα δεν θα ασχοληθώ ιδιαίτερα, καθώς μου φαίνεται πολύ λογικό όταν τα σημερινά και τα προηγούμενα εισοδήματά σου δεν μπορούν να δικαιολογήσουν που βρήκες τα λεφτά και αγόρασες το αυτοκίνητο, το σπίτι ή το σκάφος, να θεωρείται ότι απέκρυψες χρήματα για τα οποία πρέπει να φορολογηθείς. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο και για τα τεκμήρια διαβίωσης, κάποια από τα οποία είναι όχι μόνο παράλογα αλλά και τελείως κυνικά. Με πρώτο και καλύτερο το τεκμήριο «ύπαρξης» των 3.000 ευρώ. Και αυτό γιατί σήμερα υπάρχουν πράγματι πάρα πολλοί που τη βγάζουν με πολύ λιγότερα από 250 ευρώ το μήνα, είτε σε κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης, είτε υποβοηθούμενοι από το κοινωνικό δίχτυ προστασίας της οικογένειας ή της γειτονιάς. Πάνω απ’ όλα, όμως, γιατί δεν νομιμοποιείται να υποθέσει οποιοδήποτε ελάχιστο όριο επιβίωσης ένα κράτος, που αυτό το εισόδημα δεν φροντίζει να το διασφαλίσει σε όλους. Γιατί όταν υποθέτεις για φορολογικούς λόγους ότι κάποιος χρειάζεται τουλάχιστον 3 χιλιάρικα το χρόνο για να επιβιώσει και παράλληλα αφήνεις περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανέργους χωρίς επίδομα ανεργίας, τότε εμμέσως, πλην όμως πάρα πολύ σαφώς, παραδέχεσαι ότι δε σε νοιάζει για το αν αυτοί θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Παράλογο είναι επίσης να υποθέτεις ότι η κατοχή ενός αυτοκινήτου ή η ιδιοκατοίκηση αποτελούν τεκμήρια της σημερινής εισοδηματικής κατάστασης ενός ατόμου και όχι αυτής του παρελθόντος, όταν η βίαιη φτωχοποίηση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού έχει μεταβάλει τόσο ριζικά την εισοδηματική τους κατάσταση.

Το ακριβό σπορ της φοροαποφυγής

Η παραδοσιακή φοροδιαφυγή, αγαπητέ μου αναγνώστη, είναι για (μπακαλο)γατάκια, μιας και τα λαμόγια τα μεγάλα τα σωστά ξηγιούνται αλλιώς. Και δεν αναφέρομαι στις καραμπινάτες περιπτώσεις χαρίσματος χρεών σε ταρατατζούμ φοροφυγάδες ή καταχραστές.  Άλλωστε, το να αναγκάζεις την πολιτική ηγεσία του τόπου και την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» σε τέτοιες ασκήσεις οσφυοκαμψίας κάνει κακό στο ίματζ του αυτοδημιούργητου, του ικανού και του κοινωνικά ευαίσθητου που πουλάνε πλέον όλοι οι λεφτάδες για την αφεντιά τους. Η σωστή τακτική επιβάλλει να εκμεταλλεύεσαι κάθε πιθανό και απίθανο παράθυρο ενός νομικού πλαισίου που έχει στηθεί στα μέτρα σου για να αποφύγεις τη φορολογία και μετά να πετάς μερικά ψίχουλα σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες, οι οποίες θα προβληθούν εκτενώς από ΜΜΕ συμφερόντων σου. 

Η φοροαποφυγή (λέγε με νόμιμη φοροδιαφυγή) είναι ένα σπορ στο οποίο ασκείται παλαιόθεν το σύνολο των μεγαλοκαπιταλιστών, με πρώτους και καλύτερους τους «εφοπλιστές μας». Οι τελευταίοι είναι πάντα πιστοί στο πατριωτικό καθήκον, αρκεί αυτό να μην περιλαμβάνει την ανύψωση της ελληνικής σημαίας σε κανένα από τα καράβια τους. Γιατί είπαμε, πατριώτες-πατριώτες, αλλά όχι να πληρώνουμε και φόρους στο ελληνικό κράτος σαν κάτι κορόιδα εργαζόμενους και συνταξιούχους. Κάπως έτσι 7 στα 9 πλοία ελληνικών συμφερόντων φέρουν σημαίες-ευκαιρίας χωρών όπως η Λιβερία, ο Παναμάς και οι Νήσοι Μάρσαλ. Βλέπεις, οι σχεδόν 60 νομικά κατοχυρωμένες φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν δεν είναι αρκετές, μιας και πάντα θα υπάρχει κάποιος διατεθειμένος να πλειοδοτήσει μέχρι μηδενισμού σχεδόν της φορολογίας. Με τούτα και με εκείνα οι 800 ελληνικές εφοπλιστικές οικογένειες εκτιμάται ότι συνεισφέρουν στα κρατικά έσοδα με το πενιχρό ποσό τον 15 εκατ. ευρώ ετησίως, την ώρα που αυτοί που θαλασσοπνίγονται στα καράβια τους εκτιμάται ότι πληρώνουν 55 εκατ. ευρώ. 

Και αν για τους εφοπλιστές ήταν ανέκαθεν εύκολο να αλλάζουν σημαία και φορολογικό καθεστώς όποτε γουστάρουν, η εποχή της ελεύθερης κινητικότητας του κεφαλαίου προσφέρει ανάλογες ευκαιρίες και στους στεριανούς καπιταλιστές. Οι πολυεθνικές εταιρίες, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν τη μέθοδο των ενδοομιλικών συναλλαγών ώστε να κατευθύνουν τα κέρδη τους σε κάποια απάνεμη φορολογικά γωνιά αυτού του κόσμου. Πώς γίνεται αυτό; Αντί η θυγατρική να εμφανίσει κέρδη και να φορολογηθεί στη χώρα εγκατάστασης πληρώνει εικονικά υπέρογκα ποσά στη μητρική εταιρία για εκμετάλλευση σήματος, δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, αποπληρωμή ενδοομιλικών δανείων με υψηλό επιτόκιο, κτλ. Με τον τρόπο αυτό το σύνολο των κερδών μεταφέρεται και φορολογείται στην έδρα της μητρικής εταιρίας που βρίσκεται –τι σύμπτωση- σε κάποια περιοχή που οι συντελεστές φορολογίας είναι σχεδόν μηδενικοί. Κάπως έτσι εταιρίες όπως τα Starbucks εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται και να επεκτείνονται στη χώρα μας αν και εμφανίζουν συνεχώς ζημιές επί δέκα συναπτά έτη. Για να έχετε μία εικόνα για τι ποσά μιλάμε είναι ενδεικτικό ότι Google, Amazon, Apple, Facebook και Microsoft κατάφεραν να γλιτώσουν φόρους ύψους σχεδόν 800 εκατομμυρίων ευρώ μόνο από τη Γαλλία και μόνο για το 2011. Σε πρόσφατη έρευνα εκτιμήθηκε ότι σε επτά φορολογικούς παραδείσους όπως η Ελβετία, το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, το Λουξεμβούργο και οι Μπαχάμες βρίσκονται παρκαρισμένα 4,7 τρισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο 8% του παγκόσμιου ιδιωτικού πλούτου και των οποίων η φορολόγηση θα απέφερε ετησίως περί τα 120 δισ ευρώ στις χώρες από τις οποίες προέρχονται, λύνοντας σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με το δημόσιο χρέος τους! 

1209NOrangeStreet00

Το χαμηλό αυτό κτίριο, στον αριθμό 1209 της οδού North Orange, στο Γουίλμινγκτον του Ντελαγουέρ είναι η έδρα περίπου 230.000 εταιρειών, μεταξύ των οποίων της Coca Cola, της Ford, της General Motors, της KFC, της Intel, της Google…
Πηγή: Θάνος Ανδρίτσος Ο κλεμμένος πλούτος των offshore δραστηριοτήτων. Στην καρδιά, όχι στα όρια του συστήματος

«Η δικαιοσύνη είναι σαν τα φίδια, δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους», έλεγε ένα παλιό σύνθημα, Ε, κάπως έτσι πάει και με τη φορολογία. Το κράτος από τη μία παίζει με τα φτωχαδάκια, όπως η γάτα με το ποντίκι, αφήνοντάς τους για λίγο να νομίζουν ότι μπορούν να ξεφύγουν και να φοροδιαφύγουν πριν τους ξαναπιάσει από την ουρά, ενώ από την άλλη έχει αφήσει ορθάνοιχτα τις πόρτες και τα παράθυρα της νόμιμης φοροδιαφυγής για τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Και τότε, προς τι όλη αυτή η φασαρία για τη μικροφοροδιαφυγή; Μα γιατί η δημιουργία ενοχικών συνδρόμων στην κοινωνία, μέσω της διάχυσης μίας κουλτούρας μικροδιαφθοράς αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί το καλύτερο μέσο για να δικαιολογούνται οι γκράντε λαμογιές. Γιατί τίποτα δεν λειτουργεί πιο καταλυτικά στη νάρκωση της κοινωνίας από τη σχετικοποίηση της ευθύνης και από το να αναγνωρίζει αυτή σε κάποιες από τις καθημερινές της πρακτικές «ετούτα και εκείνα που μας φέραν ως εδώ».

10559088_10152404948398666_2100039491_n

* Γιάννης Βαρδαλαχάκης, οικονομολόγος.