Mauvais Sang, του Leos Carax

8ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, 12-23 Νοεμβρίου 2014. Ταινιοθήκη της Ελλάδος

| 08/11/2014

Με αφορμή την επίσκεψη του Leos Carax στην Αθήνα και του αφιερώματος στο έργο του στο πλαίσιο του 8ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, αξίζει να σταθούμε στην ταινία του Mauvais Sang, που έχει εξέχουσα θέση στη φιλμογραφία του, καθώς αποτελεί μια από τις πιο ποιητικές κινηματογραφικές αποτυπώσεις του τρόπου ύπαρξης μιας άγριας νεολαίας της δεκαετίας του 1980 που έζησε στα άκρα.

Με επίκεντρο τη φιγούρα γρίφο του «tongue-tied» Alex (Denis Lavant, ως επί της οθόνης alter-ego του Carax), ξεδιπλώνεται μια γκονταρικών επιρροών neo-noir ιστορία με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, στην οποία οπτικοποιείται η συνάφεια ανάμεσα στον έρωτα και στο θάνατο. Σε ένα γκρίζο Παρίσι, ο Alex έχει μόλις αφήσει πίσω την παλιά ζωή του, έχει χωρίσει από την έφηβη Lise (η Julie Delpy που εμφανίζεται στα 16 της) και ετοιμάζεται να «απογειωθεί» και να ξαναβρεί το «επιταχυνόμενο χαμόγελό» του. Η ευκαιρία τού παρουσιάζεται, όταν ο Marc (Michel Piccoli) και ο Hans, δυο μεσήλικες ανακατεμένοι με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, προσπαθούν να βρουν τρόπο να ξεπληρώσουν το χρέος τους στην αδίστακτη «Αμερικάνα», τρομοκρατημένοι από το θάνατο του συνεταίρου τους και πατέρα του Alex. Εναποθέτουν λοιπόν, τις ελπίδες τους στα «ευέλικτα χέρια» του Alex και του αναθέτουν να κλέψει το εμβόλιο που καταπολεμά τη θανατηφόρα μάστιγα της εποχής και βρίσκεται κλειδωμένο στο χρηματοκιβώτιο μιας φαρμακευτικής πολυεθνικής. Η (ήδη αχαλίνωτη) ορμητικότητα του νεαρού θα παροξυνθεί, όταν θα ερωτευτεί παράφορα την  Anna (Juliette Binoche), την πιστή σύντροφο του Marc.

Η αίσθηση που αναδίδει η ταινία είναι πως ο έρωτας αποτελεί λόγο για να ζει κάποιος και η μη εκπλήρωσή του μπορεί να έχει ως εύλογη απόληξη τον θάνατο, ως ύστατο τρόπο υπέρβασης της καθημερινής μετριότητας των περισσότερων ανθρώπινων καταστάσεων. Η αρχική προσέγγιση μιας θέσης όπως η παραπάνω γίνεται πρώτα από όλα από το ίδιο το σενάριο μέσω της πληροφόρησης σχετικά με την ασθένεια. Η ασθένεια που ονομάζεται STBO (μία πρώτη νύξη σχετικά με το AIDS την εποχή της εμφάνισής του), μεταδίδεται, όπως μαθαίνουμε, ανάμεσα σε εραστές που κάνουν sex χωρίς να είναι ερωτευμένοι. Ακόμα και ένας από το ζευγάρι να μην αγαπά τον άλλον, μολύνεται το αίμα και των δύο και σταδιακά πεθαίνουν. Η ακριβής απόδοση του τίτλου της ταινίας είναι «Μολυσμένο Αίμα» και ήδη μέσω αυτού ο Carax υπαινίσσεται μια διάσταση κατάπτωσης του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς με τον ίδιο ακριβώς τίτλο ονομάζει και ο Arthur Rimbaud το δεύτερο μέρος του έργου Μία Εποχή στην Κόλαση. Κυρίως, όμως, η αίσθηση κατάπτωσης πηγάζει μέσα από λυρικά δοσμένες εικόνες. Τα συνεχή close-ups, το ελλειπτικό montage, η ευφυής χρήση του ήχου και ο αριστουργηματικός έλεγχος των χρωμάτων αξιοποιούνται ευρέως, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το story, για χάρη της ανάδειξης πιο προσωπικών συναισθηματικών στιγμών των ηρώων, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και μια απόλαυση των δυνατοτήτων που παρέχει το μέσο το ίδιο. Έτσι, προκύπτουν σκηνές απαράμιλλης αισθητικής. Η αξέχαστη χορευτική έκρηξη του Alex στους νυχτερινούς δρόμους υπό τον ήχο του Modern Love (David Bowie). Τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα στα οποία επιδίδεται για να σταματήσει τα δάκρυα της Anna. Αλλά και όταν τη σηκώνει στα χέρια για να την προφυλάξει από την καυτή άσφαλτο. Όταν βουτά στο κενό να τηn σώσει στην ελεύθερη πτώση από το αεροπλάνο και την κοιτά σιωπηλά και με λατρεία, καθώς αιωρούνται αγκαλιασμένοι. Όταν η Anna στο τέλος ανοίγει τα χέρια και τρέχει και είναι σαν να πετάει. Είναι εικόνες που αποδίδουν το ανείπωτο.

Η παραπάνω αίσθηση εντείνεται μέσα από τους χαρακτήρες που έχει χτίσει ο Carax και τις αντίστοιχες ερμηνείες του Lavant και της Binoche. Από τη μια ο Alex, ενσαρκώνεται ως ένας γεμάτος ενέργεια, εκφραστικότητα και εκρήξεις ήρωας. Διαπνέεται από μια ακατάλυτη επαναστατικότητα. Όχι από αυτήν που έχει να κάνει με την πολιτική, αλλά από αυτήν που λαχταρά μια ζωή βιωμένη μέχρι το μεδούλι. Τα ερωτήματα που τον βασανίζουν δεν έχουν λογικές απαντήσεις και αυτό τον οδηγεί στο να σωματοποιεί αυτά που νιώθει ψάχνοντας απαντήσεις. Έτσι, βλέπουμε να υποβάλει το γεμάτο ευλυγισία κορμί του σε ένα σωρό δοκιμασίες που αποπνέουν έκσταση. Η Binoche από την άλλη (με το κόκκινο ζακετάκι, τη μπλε ρόμπα, την κόμμωση, το όνομα να παραπέμπουν στο στιλ της μούσας του Godard, Anna Karina), στέκει εύθραυστη, σχεδόν πορσελάνινη ανάμεσα στο πάθος και τη μελαγχολία, αταλάντευτα αφοσιωμένη στο σύντροφό της για τον οποίο μιλάει με θαυμασμό και με μια υφέρπουσα παιγνιώδη και τρυφερή διάθεση που ψάχνει αφορμή να εξωτερικευτεί. «Silence keeps us», τής λέει κάποια στιγμή ο Alex και νιώθουμε πως τα νεανικά τους πρόσωπα δίπλα-δίπλα, μαζί με όλα αυτά που δε λένε συμπυκνώνουν το ασύλληπτα σύνθετο φάσμα συναισθημάτων που γεννάει η συνάντησή τους.

Η παραληρηματική κλιμάκωση τής -χωρίς σταματημό- πορείας που διαγράφει ο  Alex, από ένα σημείο και μετά παύει να εκπορεύεται από τον στόχο που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας και φαίνεται να οφείλεται σε μια ιερή μανία που τον έχει κυριεύσει. Μια μανία να υπερβεί το γεγονός ότι όλα μέσα του τα σκιάζει η αίσθηση της στέρησης, η οδύνη, η θλίψη, η χωρίς ανταπόδοση ερωτική προσδοκία. Μια μανία να υπερβεί την κυριαρχία της ασθένειας που «μολύνει το αίμα», της έλλειψης δηλαδή αγάπης ή της αδιέξοδης ανισομετρίας της. Λίγο πριν το τέλος, στο επιταχυνόμενο αυτοκίνητο, τα μάτια του Alex, που αιμορραγεί, είναι άδεια. Η άνευ ορίων ένταση τής σύντομης ζωής του δεν αρκούσε για να τα γεμίσει. Ο θάνατος έρχεται ως λύτρωση.

Ο Δημήτρης Κεχρής είναι φωτογράφος και επιμελητής. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Είναι συνιδρυτής του κόμβου θεωρίας και κριτικής της φωτογραφίας ALDEBARAN και εργάζεται ως επιμελητής στο MedPhoto Festival. Κείμενά του για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί σε επιθεωρήσεις, σε συλλογικούς τόμους και στον ημερήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.