Ni Le Pen, Ni Macron: #OnVautMieuxQueCa

Η βαρβαρότητα στην κάλπη και η αμφισβήτηση των διλημμάτων

| 06/05/2017

Την Κυριακή το βράδυ, οι Γάλλοι και  όλοι οι υπόλοιποι θα ξέρουμε τον νέο ένοικο των Ηλυσίων Πεδίων. Μετά από ένα εντελώς αναμενόμενο αποτέλεσμα στον α’ γύρο προ δύο εβδομάδων.  Και όχι  μόνο επειδή το αποτύπωναν οι δημοσκοπήσεις. Αλλά επειδή το προδιέγραφαν οι εξελίξεις στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνία της Γαλλίας.

Ποτέ πριν στη γαλλική πολιτική ιστορία δεν υπήρξε τόσο σαφώς καταγεγραμμένη η απαξίωση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού της γαλλικής αστικής τάξης. Μιλώντας για τη γαλλική ακροδεξιά στη γράφουσα και στο 13ο τεύχος του περιοδικού «Δημοσιογραφία»[i], ο Ζαν Υβ Καμύ, Διευθυντής του Παρατηρητηρίου πολιτικού ριζοσπαστισμού -Observatoire des Radicalités Politiques (ORAP)-, και ερευνητής του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων – Institut de Relations Internationales et Stratégiques (IRIS)-  εξειδικευμένος στην ακροδεξιά, επισήμαινε ότι υπάρχει  εντεινόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης ολοένα μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα, τους σοσιαλδημοκράτες και τους συντηρητικούς. «Στη Γαλλία δεν υπήρχε ποτέ τόσο μεγάλη απόρριψη της κυρίαρχης πολιτικής σκηνής: 4 στους 5 Γάλλους  λένε ότι οι πολιτικοί δεν ασχολούνται με το τι σκέφτονται οι πολίτες, 2 στους 3 θεωρούν ότι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι και μόνο ένα 12% έχει εμπιστοσύνη στα κόμματα» σημείωνε, στο ίδιο άρθρο, η καθηγήτρια κοινωνιολογίας και πολιτειολόγος Νόνα Μάγιερ, Ομότιμη Διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας –Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS)[ii].

manif2_16-3025313

Κουστουμαρισμένη καπιταλιστική βαρβαρότητα και ρετουσαρισμένη ρατσιστική φασιστική βαρβαρότητα.

Από την μία, ένας «αυτοδημιούργητος» τραπεζίτης που αναρωτιόταν «γιατί οργίζονται οι νέοι της Γαλλίας και δεν θέτουν στόχο να γίνουν εκατομμυριούχοι» (τόσο μακριά από την πραγματικότητα), ένας τεχνοκράτης  που σε επίπεδο εντυπώσεων δεν έχει σχέση με την παλιά πολιτική τάξη, ο γνήσιος εκπρόσωπος όσων ζητούσαν να βγει εκτός νόμου η CGT, το καλοκαίρι, ως «τρομοκρατική οργάνωση» λόγω των εργατικών κινητοποιήσεων. Και από την άλλη η κόρη ενός μπαμπά σε οικογενειακό κόμμα που θεωρεί ότι για όλα φταίνε οι ξένοι, οι «pieds noir», οι πιο αδύναμοι από τους αδύναμους και η ξένη ολιγαρχία (προς θεού όχι η γαλλική γιατί είναι άμεμπτη και απλώς θεατής στο δράμα). Δύο πρόσωπα που πλασάρονται, το καθένα με το δικό του τρόπο, ως «αντισυστημικά». Αυτό είναι το δίδυμο του β’ γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Κι όμως ήταν αναμενόμενο.

Ο Ζαν Υβ Καμύ εκτιμούσε εδώ και καιρό ότι η Λε Πεν θα περάσει στον β’ γύρο με 26 – 28% όπου και θα ηττηθεί συγκεντρώνοντας όμως ποσοστό ρεκόρ μεταξύ 40 – 45%. Αντιστοίχως, η Νόνα Μάγιερ θεωρούσε δεδομένο τον β’ γύρο για την Λε Πεν και διόλου απίθανο ένα τελικό 38 – 42% για την κυρία της γαλλικής ακροδεξιάς.  Και οι δύο συμφωνούσαν ότι η «νέα ακροδεξιά» είναι γεγονός στη Γαλλία και στην Ευρώπη, διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, και εκμεταλλεύεται τη λαϊκή δυσφορία από τις ακολουθούμενες πολιτικές και τη βαθιά έλλειψη δημοκρατίας εντός και εκτός συνόρων.

Το «συμπαθές» πρόσωπο του φασισμού

Η δυναμική του «ανανεωμένου» Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λε Πεν έχει καταγραφεί εδώ και πολύ καιρό. Και στο ενδιάμεσο δεν έχει γίνει τίποτε θα που θα μπορούσε να την ανακόψει. Το αντίθετο, έχουν γίνει όλα όσα θα μπορούσαν την ενισχύσουν:  σκληρές πολιτικές λιτότητας, κοινωνικές περικοπές, χειροτέρευση των συνθηκών ζωής των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, άνοιγμα της ταξικής ψαλίδας, προσφυγική κρίση, διαρκές καθεστώς έκτακτης ανάγκης, τρομοκρατικά χτυπήματα, αποθέωση της καταστολής ιδιαίτερα απέναντι σε εργατικές κινητοποιήσεις.

Το καπιταλιστικό σύμπαν «δούλεψε» για την Λε Πεν.  «Δούλεψαν» για αυτήν οι, μέχρι την 23η Απριλίου, κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αθέτησαν προεκλογικές υποσχέσεις, περιφρόνησαν την λαϊκή δυσφορία και δυσαρέσκεια, αγνόησαν τη διαρκή χειροτέρευση των όρων ζωής και εργασίας της πλειοψηφίας των εργαζομένων, και υιοθέτησαν τις ρατσιστικές κατασταλτικές λογικές του «Εθνικού Μετώπου» για να «καλύψουν» τα αδιέξοδα της πολιτικής τους και επικαλούμενοι δήθεν την προσπάθεια «αναχαίτισης» της ακροδεξιάς.

le pen affiche

«Δούλεψαν» γι αυτήν και τα μεγάλα κυρίαρχα ΜΜΕ τα οποία δια του infotainment συνέβαλαν τα μέγιστα στην «αποδαιμονοποίηση» του Εθνικού Μετώπου αξιοποιώντας και τις αλλαγές «βιτρίνας» και έξωθεν συμπεριφοράς που προώθησε η Λε Πεν. Έτσι, οι κραυγές περί φασιστικής απειλής, ενόψει β’ γύρου, δεν πείθουν ιδιαίτερα κανέναν.  Τόσο καιρό που η Μαρίν Λε Πεν κατείχε την μερίδα του λέοντος στην τηλεοπτική προβολή δεν υπήρχε φασιστική απειλή; Ή μήπως η υιοθέτηση των θέσεών του στην καταστολή δεν θα άφηνε το σημάδι της; Αλήθεια πείθει ο Νικολά Σαρκοζί , ο πρώτος «καλός μαθητής» του Εθνικού Μετώπου,  όταν καλεί σε συστράτευση απέναντι στην Λε Πεν;

Ποιος την ψηφίζει; Το κλασικό εκλογικό ακροατήριο της δεξιάς. Έκπληξη;  Όχι. Η πεποίθηση ότι η γαλλική εργατική τάξη ψηφίζει Λε Πεν απέχει από την πραγματικότητα. Ευτυχώς για την εργατική τάξη. Φυσικά υπάρχουν και εργάτες που την ψηφίζουν: είναι όμως μόλις ένας στους επτά.

Αντίθετα, σαρώνει στα μικροαστικά στρώματα, στους μικροεμπόρους, στους μικροβιοτέχνες, στους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες, στους αγρότες. Τα ποσοστά της εκτοξεύονται στις αγροτικές περιοχές και σε όσες φτωχές γειτονιές κυριαρχεί το μικροαστικό στοιχείο. Κατά την Νόνα Μάγιερ, που έχει διεξάγει δεκάδες σχετικές έρευνες, βασικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου είναι: το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το χαμηλό οικονομικό επίπεδο, και κυρίως οι άνδρες. Κοινός τόπος ο ρατσισμός, η ξενοφοβία. Πίσω από το περιτύλιγμα τίποτε δεν έχει αλλάξει από την εποχή του Ζαν Μαρί Λε Πεν.

Ο «αντι – Λε Πεν» τεχνοκράτης – λάτρης των αφεντικών

Από την άλλη, ο Μακρόν, η χρυσή εφεδρεία του συστήματος, ο πλέον προβεβλημένος από τα ΜΜΕ κατά τη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας (τι σύμπτωση) αποτελεί την επιτομή όλων εκείνων των πολιτικών που εκμεταλλεύεται για να «χτίσει» την προπαγάνδα της η Λε Πεν. Είναι ο άνθρωπος που δεν είναι «ούτε αριστερά ούτε δεξιά», που είναι «υπεράνω κομμάτων» γιατί βασικά είναι με τις επιχειρήσεις, το χρηματιστήριο, την λιτότητα, τον νεοφιλελευθερισμό, την ανταγωνιστικότητα.  Αν και μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (2006 – 2009), δεν δίστασε να συμμετάσχει στην επιτροπή «αναθέρμανσης της οικονομίας» επί προεδρίας Σαρκοζί. Από όπου, επίσης, δεν δίστασε να φύγει για αναλάβει καθήκοντα στελέχους στην τράπεζα Rothschild, στην οποία εξελίχθηκε σε διευθύνων εταίρος εν ριπή οφθαλμού. Το 2012, μετά τη συμφωνία που «έκλεισε» για την αγορά θυγατρικής της φαρμακευτικής Pfizer από την Nestlé έναντι, κατ’ εκτίμηση, 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ο μισθός του άγγιζε  τα 14.910 ευρώ καθαρά.

Επανήλθε στην πολιτική, ως γενικός γραμματέας και σύμβουλος του προέδρου πια Ολάντ και το 2014 έγινε υπουργός Οικονομικών. Κριτήριό του το «καλό» των επιχειρήσεων. Το πιο απτό παράδειγμα είναι ο νόμος με το όνομά του (loi Macron): χαλάρωση της νομοθεσίας ως προς τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων για την εργασία τις Κυριακές και τις νύχτες, διευκόλυνση των μαζικών απολύσεων, ξεπούλημα ποσοστού των περιουσιακών στοιχείων κρατικών επιχειρήσεων προκειμένου ν’ αποπληρωθούν χρέη κ.λπ.

Macron-et-ses-unes-final

Ο νέος εργασιακός νόμος είναι «χαλαρός» κατά τον Μακρόν και χρειάζεται επέκταση. Επίσης, πρέπει να μειωθεί η φορολογία στις επιχειρήσεις (από 33,3% στο 25%), να περικοπούν οι δημόσιες δαπάνες (ως υπουργός Οικονομίας τις  έφτασε στο 55,3% από 57,5% του ΑΕΠ, τώρα μιλά για 40%), να μειωθούν κατά 10 μονάδες οι εργοδοτικές εισφορές στον κατώτατο μισθό, να μειωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι κατά 120.000, να «αυστηροποιηθεί» το επίδομα ανεργίας καθώς το ύψος και η χορήγησή του θα εξαρτάται από το κατά πόσο «αποδεικνύει ο άνεργος ότι ψάχνει για δουλειά».

Ο Μελανσόν…

Τυπικώς, με εξαίρεση τον Μακρόν, που έκανε την παρθενική του εμφάνιση ως υποψήφιος, την μεγαλύτερη άνοδο σε ποσοστά και ψήφους κατέγραψε η κίνηση France Insoumise υπό τον Ζαν Λυκ Μελανσόν. Χωρίς ν’ αμφισβητεί τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, έθεσε ζητήματα που οι υπόλοιποι (με εξαίρεση τους δύο υποψηφίους των δύο τροτσκιστικών κομμάτων) δεν έθιξαν καν: έξοδο από το ΝΑΤΟ, μείωση των στρατιωτικών δαπανών κατά 2%, κατάργηση του νέου εργασιακού νόμου (νόμου ελ Κομρί) με αντίστοιχη ενίσχυση των κλαδικών και των γενικών συλλογικών συμβάσεων, μείωση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αύξηση του χαμηλότερου μισθού, κατάργηση της «πίστωσης φόρου για την ανταγωνιστικότητα» (δημιούργημα Μακρόν), αύξηση της φορολογίας για τα μεγάλα εισοδήματα και για τις επιχειρήσεις, εθνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας (ενέργεια, σιδηρουργία κ.λπ), ενίσχυση της συμμετοχής των εργατών στη διοίκηση των επιχειρήσεων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία και την υγεία, αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, άμεση κατάργηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, στήριξη των προσφύγων.

Η θέση του για την ΕΕ «άφησε πίσω του» τους δύο τροτσκιστές υποψηφίους. Μίλησε για επαναδιαπραγμάτευση συνθηκών κυρίως για χρέος και έλλειμμα και έθιξε το ενδεχόμενο αποχώρησης από το ευρώ ενώ οι Πουτού και Αρτώ απλώς επέκριναν την νεοφιλελεύθερη  ΕΕ χωρίς να λένε τίποτε συγκεκριμένο επ’ αυτού. Ρόλο έπαιξαν και οι θέσεις του σε συγκεκριμένα σημεία εξωτερικής πολιτικής που έχουν αντίκτυπο στην παράδοση του αντιαποικιακού αγώνα της γαλλικής αριστεράς: π.χ. σφοδρή κριτική στην ιμπεριαλιστική γαλλική πολιτική σε Συρία, Λιβύη, αφρικανικές χώρες κ.λπ, σαφή στήριξη της κυβέρνησης στη Βενεζουέλα, της Κούβας.

marche-pour-la-6-eme-republique

Ο Μελανσόν κατάφερε να κερδίσει κλασικά εργατικά προπύργια, όπως είναι η Μασσαλία, πολλά βιομηχανικά προάστια του Παρισιού, την Τουλούζη, ενώ ανέβασε σημαντικά τα ποσοστά του στις υπερπόντιες κτήσεις – στον τόπο των πρώην «σκλάβων». Προσεταιρίστηκε, με βάση το χάρτη των ψήφων ανά εκλογικό διαμέρισμα, μεγάλο μέρος της διαμαρτυρίας κατά του νέου εργασιακού νόμου (υπήρξε βασικό του προεκλογικό επιχείρημα και πήγε καλύτερα όπου έγιναν μεγάλες κινητοποιήσεις το περασμένο καλοκαίρι). Κι όλα αυτά, παρά το ότι όταν οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να τον «ανεβάζουν», τα ΜΜΕ εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση εναντίον του.

..το δίλημμα, το κίνημα και η CGT

Η άρνησή του να ακολουθήσει την πεπατημένη, δηλαδή την στήριξη του οποιουδήποτε υποψηφίου απέναντι στην απειλή της Λε Πεν, τονίζοντας ότι δεν θα επιλέξει ανάμεσα στην απειλή του φασισμού και στην απειλή των τραπεζών και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, παρά τη σαφή εναντίωσή του στην Λε Πεν, απέναντι στην οποία είχε ανοιχτό μέτωπο ήδη από το 2012, εξαγρίωσε το γαλλικό πολιτικό σύστημα (και όχι μόνο, όπως αποδεικνύεται από τις αντιδράσεις στην Ελλάδα). Άλλωστε οι περισσότερο από 7 εκατομμύρια ψήφοι του είναι σημαντικό δέλεαρ.

Αποτυπώνει, όμως, όπως φαίνεται, μια «από τα κάτω» στάση που εκφράστηκε ήδη από την νύχτα του α’ γύρου, όταν οι συγκεντρωμένοι υποστηρικτές του πριν εμφανιστεί για την πρώτη του δήλωση, φώναζαν ρυθμικά «ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον». Η τάση αυτή εκφράστηκε με διαδηλώσεις ανά τη Γαλλία ανάμεσα στον α’ και β’ γύρο κυρίως από νεολαία και αποτυπώθηκε και στην ενδεικτική ψηφοφορία που έγινε στην πλατφόρμα του France Insoumise όπου εκ των 243.128 συμμετεχόντων στη διαδικασία, το 36,12% τάσσονται υπέρ του άκυρου ή του λευκού, το 29,05% υπέρ της αποχής και το 34,83% υπέρ της στήριξης του Μακρόν.

Προφανώς μικρό δείγμα σε σχέση με τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων του, σίγουρα όμως μεγαλύτερο από αυτά των επίσημων δημοσκοπήσεων.  Αυτό που αντιλήφθηκε ο πρώην σοσιαλιστής Μελανσόν, ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής του εκστρατείας στις εργατικές συνοικίες, είναι ότι σημαντικό ποσοστό του ευρύτερου κόσμου της αριστεράς, που συμμετείχε στις μεγάλες εργασιακές κινητοποιήσεις του περασμένου χρόνου, και κυρίως μεγάλο μέρος της νεολαίας αυτού του χώρου, βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από τις υπάρχουσες ηγεσίες.  Και αποφάσισε να «καβαλήσει το κύμα». Το αν το εννοεί ή αν θα το τιμήσει μέχρι τέλους, είναι ένα άλλο θέμα.

dc3a9gagez

Αυτήν την «από τα κάτω» πραγματικότητα, αποτυπώνει και το ότι για πρώτη φορά, επίσης, το πολυπληθέστερο συνδικάτο της Γαλλίας, η CGT, δεν εξέφρασε ανοιχτά στήριξη στον υποψήφιο που είναι απέναντι από την Λε Πεν (εξέφραζε παραδοσιακά θέση στη λογική «αριστερά απέναντι στη δεξιά»), καλώντας σε «τοίχο» απέναντι στο φασισμό και πυροδοτώντας έντονες διεργασίες και στο εσωτερικό της. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τη CGT ότι «κλείνει το μάτι» στο Εθνικό Μέτωπο. Μαζί με το συνδικάτο FSU (των εκπαιδευτικών) και Solidaires (εξωκοινοβουλευτικής μη τροτσκιστικής αριστεράς) είναι οι μοναδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που από τον Ιανουάριο του 2014 βρίσκονται σε διαρκή αντιφασιστική καμπάνια με συνεχείς εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα. «Για να αποκαλύψουν ότι  πίσω από τις επιφανειακά «φιλολαϊκές» προτάσεις της Λε Πεν κρύβεται ο ρατσισμός και η διάσπαση των εργαζομένων, έτσι ώστε τελικά να ενισχύονται οι ανισότητες, αλλά και ότι όταν μιλά για εθνική οικονομία αναφέρεται στις γαλλικές επιχειρήσεις και όχι στους εργαζομένους», σημείωνε ο Πασκάλ Ντυμπέ[iii], εκπρόσωπος της CGT στη διασυνδικαλιστική κατά του Εθνικού Μετώπου.

 Το τέλος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας;

Μπορεί κανένας από τους δύο διεκδικητές της Γαλλικής Προεδρίας στον β’ γύρο να μην έχει ταχθεί υπέρ του τέλους της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας και της ριζικής συνταγματικής αλλαγής (ήταν κάτι που ο Ζαν Λυκ Μελανσόν, καταρχήν, και ο Μπενουά Αμόν, κατά δεύτερον, έθεταν μετ’ επιτάσεως τονίζοντας ότι είναι ανάγκη να τελειώσει κυρίως η προεδρική παντοδυναμία), αλλά τελικά το ζήτημα παραμένει. Ο Μακρόν (στην περίπτωση της πιθανότατης εκλογής του) για να διασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να κυβερνήσει χρειάζεται συνεργασίες στις βουλευτικές και αυτές θα έρθουν, πιθανότατα, από το χώρο της δεξιάς των Ρεπουμπλικάνων. Έτσι θα «εγκολπώσει» και τις ακροδεξιές θέσεις που αυτοί υιοθέτησαν για να «φρενάρουν» το Εθνικό Μέτωπο. Το «υβρίδιο», αν μη τι άλλο, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Η Λε Πεν δεν πρόκειται, στις βουλευτικές, να διασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πολλοί ερευνητές της ακροδεξιάς θεωρούν ότι δεν θα αυξήσει εντυπωσιακά ούτε τις έδρες της. Επίσης,  δεν πρόκειται κανείς να συνεργαστεί μαζί της. Βέβαια, το ποσοστό που θα συγκεντρώσει στο β’ γύρο των προεδρικών θα είναι σίγουρα ιστορικό υψηλό και παρακαταθήκη ακόμη πιθανότερης νίκης σε επόμενες προεδρικές αν καταφέρει να κρατήσει το κόμμα και να διατηρήσει τον «αστικοδημοκρατικό» χαρακτήρα που έχει φιλοτεχνήσει.

le pen

Η 5η Γαλλική Δημοκρατία ψυχορραγεί, αν δεν έχει ήδη πεθάνει, διότι οι συνθήκες επί των οποίων θεμελιώθηκαν οι αρχές της στα τέλη της δεκαετίας του ’50, δεν υπάρχουν πια. Και μαζί με αυτές δεν υπάρχουν, ουσιαστικά, ούτε τα δύο μεγάλα κόμματα που την υπηρέτησαν από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Τα μεγαλύτερα ποσοστά που το Σοσιαλιστικό Κόμμα εικάζεται ότι θα συγκεντρώσει, λόγω και της οργάνωσης που διαθέτει στις βουλευτικές, δεν πρόκειται να ανατάξουν τη συντριβή. Η, δε, δεξιά των Ρεπουμπλικάνων διέσωσε τα προσχήματα αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πώς θα επανέλθει σε ποσοστά νικητή όταν, στην προσπάθειά της να κρατήσει ψηφοφόρους, υιοθέτησε τον λόγο του «Εθνικού Μετώπου». Τίποτε καλύτερο από το αυθεντικό.

Με αυτά τα δεδομένα, ο β’ γύρος των προεδρικών μοιάζει ήδη ξεπερασμένος. Και η μάχη των βουλευτικών λαμβάνει κρισιμότατο πρόσημο όπως και η σύνθεση της νέας βουλής που, αναγκαστικά, θα έχει μεγαλύτερη επιρροή και ισχύ από ό,τι το σύνταγμα της 5η Γαλλικής Δημοκρατίας της εμπιστεύεται.  Κατά πολλούς, η στάση Μελανσόν – CGT «βλέπει» τις βουλευτικές κάλπες, οι οποίες, τελικά, θα είναι αυτές που θα πουν πραγματικά τον τελευταίο λόγο.  Για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, η βουλευτική αναμέτρηση αποκτά τόσο μεγάλο ενδιαφέρον καθώς επίσης και η στάση που θα κρατήσει ο όποιος νέος πρόεδρος. Δηλαδή το κατά πόσο θα σεβαστεί το κοινοβούλιο ή θα επιδιώξει να το υπερκεράσει, χρησιμοποιώντας πιθανώς ακόμη πιο προκλητικούς τρόπους, από ό,τι ο Ολάντ με τον νέο εργασιακό νόμο. Προκαλώντας, μετά βεβαιότητα, ακόμη σφοδρότερες αντιδράσεις.

[i] Δημοσιογραφία, Μπροστά στην απειλή της «νέας ακροδεξιάς», τ. 13, Άνοιξη 2017, σελ. 40 – 47

[ii] Το ίδιο

[iii] Το ίδιο

*Ο τίτλος σημαίνει: «Ούτε Λε Πεν, ούτε Μακρόν»:#Αξίζουμε περισσότερο από αυτό», σύνθημα σε διαδηλώσεις κατά και των δύο υποψηφίων στον γύρο

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.