Tι να κάνουμε, Νικολάι Τσερνισέφσκι.

Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, Εκδόσεις Τόπος

| 27/09/2014

COVER-TSERNITSEFSKI-400Είναι απορίας άξιο πώς αυτό το βιβλίο δεν είχε κυκλοφορήσει έως τώρα στον τόπο μας. Γιατί το «Τι να Κάνουμε» του Νικολάι Γαβρίλοβιτς Τσερνισέφσκι (1828-1889) θεωρείται ίδιας επίδρασης με έργα του Ντοστογιέφσκι, του Τουργκένιεφ και του Τολστόι. Εμβληματικοί επαναστάτες όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Αλεξάνδρα Κολοντάι, ο Πιότρ Κροπότκιν ή ο φιλόσοφος Γκεόργκι Πλεχάνοφ επηρεάστηκαν σφόδρα από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού που εξέφραζε ο Τσερνισέφσκι. Αλλά και ο Λένιν γράφει το περίφημο «Τι να κάνουμε» με το μυθιστόρημα του Ρώσου στοχαστή στη σκέψη. Ενώ η γνωστή αναρχική Έμα Γκόλντμαν ιδρύει μια κοοπερατίβα με τις συλλογικές δομές του ραφτάδικου που αναφέρεται στο  βιβλίο.

Το «Τι να κάνουμε», καθαρά κοινωνικό αφήγημα, θέλει να μιλήσει για μια άλλη κοινωνία που εδράζεται στην ισότιμη σχέση γυναίκας και άνδρα και, μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, σε κοινοβιακές δομές ζωής. Είναι η ιστορία της γενναίας Βέρα Πάβλοβνα και των δυο, στη σειρά, συντρόφων της –Λοπουχόφ και Κιρσάνοφ- του στρατευμένου επαναστάτη Ραχμέτοφ, μερικών μικροαστών άμεσων συγγενών και πλήθους εργαζόμενων γυναικών. Γιατί το όραμα της μικρής σε ηλικία Βέρας είναι να απελευθερωθεί από την αυταρχική και συμφεροντολόγα μάνα της και να ζήσει διατηρώντας τήν προσωπική της αυτονομία σε ένα εργασιακό περιβάλλον που θα προωθεί την ισοτιμία και την δημοκρατία. Στήνει ένα ραφτάδικο όπου οι εργαζόμενες, ύστερα από διαδικασίες συναποφάσεων, παίρνουν όλες ίδιο μισθό μοιράζοντας τα κέρδη. Η κολεκτίβα σύντομα αποκτά αυτο-οργάνωση· η Βέρα παύει να είναι ιδιοκτήτρια και γίνεται μέλος της ομάδας. Οι αποφάσεις των ραφτρών λαμβάνονται ομόφωνα και πολύ σύντομα αποφασίζουν να ζήσουν όλες μαζί σε ένα κτίριο. Αποκορύφωμα της ιστορίας αποτελεί η  πράξη να διαβάζει κάποια μεγαλόφωνα ένα βιβλίο σε ώρα εργασίας και να πληρώνεται το ίδιο με τις υπόλοιπες!

Ελευθεριακός διανοούμενος ο Τσερνισέφσκι -κριτικός, συγγραφέας και ακτιβιστής, διευθυντής του  σημαντικού για την εποχή του περιοδικού Σοβρεμένικ, επηρεασμένος από τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ και τους ουτοπιστές σοσιαλιστές Ρόμπερτ Όουεν και Αλεξάντερ Χέρτζεν- συνελήφθη από το τσαρικό καθεστώς το 1862 και κλείστηκε στο φρούριο του Πετροπαβλόσκ. Εκεί γράφει το «Τι να κάνουμε» σαν απάντηση στο «Πατέρες και παιδιά» του Τουργκένιεφ. Στη συνέχεια μεταφέρεται σε καταναγκαστικά έργα και εξορίζεται στη Σιβηρία. Το 1883 αφήνεται  ελεύθερος.  Με κλονισμένη υγεία πεθαίνει έξι χρόνια μετά.

Ο Τσερνισέφσκι επιδιώκει συνειδητά να εκθέσει τις απόψεις του ουτοπικού σοσιαλισμού σε συνδυασμό με αυτές του ρωσικού αγροτικού κοινοτισμού. Σαν φόρμα στο μυθιστόρημα χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές: ο συγγραφέας είναι πανταχού παρών -παρεμβάλλεται λέγοντας τις απόψεις του, κριτικάρει και προβλέπει ενίοτε τις αντιδράσεις των ηρώων και γενικά διανθίζει την χαλαρή πλοκή του έργου με δικές αλλά και αλλότριες ιστορικές και φιλοσοφικές θέσεις. Προχωρά την ίντριγκα και ύστερα αποστασιοποιείται από αυτή, και πάλι μέσα από προτάσεις και πολιτικές ιδέες. Βάση είναι οι συναισθηματικές σχέσεις των ανθρώπων -κάπου θυμίζει Λακλό και «Επικίνδυνες Σχέσεις»- αλλά σε αντίθεση με τον τελευταίο που επιμένει καθαρά στο ερωτικό στοιχείο, ο Τσερνισέφσκι τις χρησιμοποιεί σαν αφορμή για να εκθέσει τις κοινωνικές του ιδέες. Ίσως η εργαλειακή χρήση της μορφής πάνω στο περιεχόμενο των πολιτικών απόψεων να ξενίζει κάπως, αλλά είναι με αυτό τον τρόπο που το βιβλίο έτυχε πολύ μεγάλης αποδοχής.

Τέλος, να σημειώσουμε το περιεκτικό και αναλυτικό επίμετρο για την ιστορία του «Τι να κάνουμε» από τον Άρη Μαραγκόπουλο.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.