Trainspotting 2, η αναπόφευκτη κοινωνική «πρέζα»

Είτε με ηρωίνες… είτε όχι, η μόλυνση από τον κοινωνικό βόθρο συνεχίζεται

| 02/03/2017
★★★☆☆

«Lust for Li…» CUT! Όχι, δεν πάει μάλλον, έτσι. Τα nineties πέρασαν, είμαστε σε άλλον αιώνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισχώρησε βαθιά στο νου των πάντων ως αναγκαστική και μη αναστρέψιμη συνθήκη, ο βούρκος της κοινωνικοπολιτικής εξαθλίωσης στο οποίον κολυμπάμε καθημερινά και δεν ξέρω αν μπορούμε και παίρνουμε ανάσες είναι μπρος μας, η ΕΕ βρίσκεται σε πλήρη πολιτική κρίση και παράλληλα δεν αργοπεθαίνει και έτσι συνεχίζει να μοιράζει ψίχουλα – προγράμματα που κάποιοι τα παίρνουν καβατζωτά και νόμιμα συνεχίζοντας να μεγαλώνουν τα κεφάλαια τους και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να πιάσουν την καλή ή την ψιλή, νιώθοντας πως αξίζει έστω να κάνουν μια απατή και… μέρα με την μέρα εδώ μπροστά μας και κατάφατσα μας βρίσκονται οι οικονομικές κρίσεις, τα «Grexit», τα «Brexit» αλλά καμιά τελικά exit αλλά άλλο ένα αλυσόδεμα, ενώ και το punk έχει πεθάνει, οι ηρωίνες μόνο διέξοδος δεν ήταν, μα ποια διέξοδος τέλος πάντων; Όχι, αυτή η λέξη, δεν υπάρχει στα λεξικά. Διέξοδος δεν υπάρχει πουθενά. Τα nineties λοιπόν πέθαναν και ο 21ος αιώνας είναι εδώ παρόμοια νεκρός, σαν μια μολυσμένη πληγή από την «πρέζα» της ανέχειας. Και αυτό σημαίνει κυριολεκτικά ο τίτλος, Trainspotting…

Όποιος περιμένει μια επανάληψη για ικανοποίηση της φιλμικής του νοσταλγίας, απλά να το ξεχάσει. Ο Boyle δεν πέφτει στην μεθοδευμένη λούμπα της εμπορικής εκμετάλλευσης μιας επιστροφής στο παρελθόν προς άγραν Ευρώ, μα δομεί εκ νέου μια ιστορία χωρίς να απομακρύνεται διόλου από την αρχική βάση που έκανε (και) την πρώτη, να αξίζει ουσιαστικά και καλλιτεχνικά. Αποδομεί τον υποτιθέμενο «πρεζάκικο» μύθο, όπως με τα χρόνια προσεγγίστηκε και έχασε – είναι αλήθεια – σε δυναμική, και επαναφέρει νοηματικά την αποσιωπημένη βαθύτερη ουσία των έργων και των ημερών των Renton, Spud, Sick Boy και Begbie, αυτών των ξεβρασμένων απόβλητων της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως τους ορίζει και τους καθορίζει αυτή η ίδια.

0003

Οι τέσσερις χαμένοι ήρωες που όρισαν μια γενιά, – μια γενιά που μοιάζει παρούσα στο εδώ και τώρα, στο παρόν μας -, και η απεικόνιση εν είδει μεγεθυντικού φακού της ζωής – στα όρια του σουρεάλ τραγικού και του χιουμoρώδους πανικόβλητου ανθρώπου του τέλους του αιώνα -, επανέρχεται και δείχνει τα δόντια της στο σήμερα. Οι ήρωες αναζητούν πλέον, την οικονομική απάτη, όπως αναζητούσαν κάποτε την πρέζα και πάλι όμως αδυνατούν να βρούνε λύσεις στο κυρίαρχο τους πρόβλημα, διότι αδυνατούν να το αναγνωρίσουν, δεν το κατανοούν ως τέτοιο και που τελικά οδηγεί τον καθένα τους στη δική του ατομική επιβίωση και κατά συνέπεια στην πλήρη αποσύνθεση της συλλογικότητας. Η φιλία και προπάντων, η συντροφικότητα στο σύγχρονο κόσμο – όταν μη πολιτικά συγκροτημένη, όπως όντως συμβαίνει, είναι αλήθεια, σε τεράστιο βαθμό – είναι τελικά, απλώς πρόσχημα της μοναχικής και αδιέξοδης πορείας του καθενός προς τον κοινωνικό βόθρο. Στην τετράδα – μα και σε όλους μας -, όλα τους φταίνε, αλλά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ούτε ένα από αυτά. Και ένας νέος χαρακτήρας, μια πανέμορφη κοπελιά, προσπαθεί να τους συνδέσει, μα μάταιο και αυτό. «Μια ευκαιρία και μια προδοσία» είναι η ζωή και μοιάζει να είναι η ίδια η ζωή που το λέει. Ταυτόχρονα πόρνη και αλτρουίστρια, συγκαταβατική, γλυκιά και ξεκάθαρα ωμή. Η ρήση «Choose life…» επανερχόμενη, μοιάζει επίκαιρα παρούσα, δίχως να υπονοεί τίποτα άλλο πέρα από τη κυκλική φαύλη διαδρομή του «μηδέν εις το πηλίκον» της ύπαρξης (ή καλύτερα της ανυπαρξίας) των ατόμων στον καπιταλισμό.

Και σαφώς η πρώτη ταινία δεν ασχολούταν με τα ναρκωτικά αλλά με την πραγματικότητα μιας Βρετανίας – και ενός κόσμου -, που δεν είναι διόλου βασιλικώς λαμπρή και ευρωπαϊκώς κυριαρχούσα, αλλά φυτοζωεί μέσα στους βρώμικους μπιντέδες όπου τα όνειρα των ανθρώπων, παραμορφωτικά και παραληρηματικά είτε αναζητιούνται στην πρέζα της ηρωίνης είτε στην πρέζα της κοινωνικής επιτυχίας. Μιας χώρα που έχει ανάγκη, ανθρώπους «εξαρτημένους» στα αδιέξοδα. Και ο Danny Boyle, αυτό το καθρέφτισμα του σύγχρονου αλλοτριωμένου Ευρωπαίου, μας προσφέρει ξανά. Αυτού που γεννιέται και εισέρχεται σε αυτή την κοινωνία και αδυνατεί να την αποφύγει και ως εκ τούτου τριγυρίζει σε κύκλους και σε αλλεπάλληλες πτώσεις με προορισμό την χωματερή… αυτοκινήτων και ανθρώπων. «Από την πρώτη μαλακία, στην τελευταία μας ανάσα», κάνουμε live blogging, ποστάρουμε σε όλους την μιζέρια μας μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, νιώθοντας απελευθερωμένοι ότι διώξαμε από πάνω μας την κοινωνική πίεση και σαφώς όχι απλά δεν τα καταφέραμε αλλά θέσαμε σε βιτρίνα τη ζωή μας αποσαθρωμένη και σε σήψη – επιπέδου πρέζας! Ζωή επιλεγμένη…

Οι χαρακτήρες γέρασαν, ο σκηνοθέτης γέρασε, οι καιροί φαινομενικά άλλαξαν γι’ αυτό φαινομενικά άλλαξε και η φόρμα όπως ο φρενήρης μονταριστός ρυθμός της punk λογικής του πρώτου δημιουργήματος. Ρίχνει, πλέον, συνειδητά τα γκάζια και τίθεται σε βάσεις άλλου τύπου, πιο στέρεες ίσως και πιο σοφές – δίχως να λέω πως από το πρώτο απουσίαζε η σοφία, κάθε άλλο μάλιστα -. Η έλλειψη σπιρτάδας δεν αποτελεί σκηνοθετικό σφάλμα, αλλά απελευθέρωση της αφήγησης από τον μύθο που εγκλώβιζε τα ουσιώδη μηνύματα του βιβλίου του Irvine Welsh, του σεναριογράφου John Hodge – που έγραψε και τα δυο σενάρια – και της σκηνοθετικής ματιάς του Boyle. Δόκιμο επίσης θα ήταν να αναγνωσθεί και ως αισθητική μεταμέλεια της εντύπωσης που το πρώτο έργο άφησε, της εντύπωσης του οργισμένου coolness που παραποίησε και παρεξήγησε τις ιδέες του. Τι μας λένε λοιπόν οι δημιουργοί; Είτε έτσι (1996) είτε αλλιώς (2017), οι ταινίες μας, προβάλλουν realpolitic.

0001

Το έργο δεν πρέπει μήτε να κοιταχτεί ως sequel – αν και τα πλάνα αναφορές στο πρώτο έργο, δίνουν τον νοσταλγικό τους τόνο, λειτουργώντας όμως ταυτόχρονα σε άλλη νοηματοδότηση– μήτε ως κάτι πλήρως ανεξάρτητο και αυθύπαρκτο. Το βλέπουμε, καταρρίπτοντας κάθε σύγκριση, ως δίπτυχο που λειτουργεί στην χρονική του ενότητα. Το προσεγγίζουμε σαν δύο πίνακες του ίδιου ζωγράφου, ο ένας πλάι στον άλλον, με 20 χρόνια διαφορά, όπου ο πρώτος ο νεανικός, ο πιο νευρικός, ο πιο φωτεινός και ο δεύτερος, ο πιο «ώριμος», ο πιο σκοτεινός, ο πιο μουντός, αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από την ίδια τη κοινωνική μιζέρια και τη αυταπάτη απόδρασης που υποβόσκει βράζοντας πίσω από το φαινομενικά διαφορετικό.

Ο Boyle λοιπόν, επιστρέφει σε ένα συγκινητικά ανθρώπινο σινεμά, με τον σπιντάτο και ωμό τρόπο του, ένα σινεμά που εξανθρωπίζει και φέρνει στα ανθρώπινα μέτρα την αλητεία, την αποτυχία, την απελπισία, την έλλειψη ενότητας σκέψης και στόχου, την διάρρηξη κάθε συλλογικής ύπαρξης, φέρνει στα μέτρα τους κάτω όπως είναι, όπως θα έπρεπε να βλέπουν τους εαυτούς τους, δίνει για άλλη μια φορά στους ευρωπαίους – αλλά και σε όλους – ένα καθρέπτη για να δούνε τον πραγματικό τους εαυτό. Λύση ή διέξοδο δεν δείχνει. Θα ήταν σύγκρουση μορφής και περιεχομένου, κάτι τέτοιο. Μπροστά μας, έχουμε ένα παράδειγμα, ενός μη μηδενιστικού σινεμά αλλά με μηδενιστικό τρόπο προσέγγισης, ένας διαλεκτικός τρόπος ωμής απεικόνισης και εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής πραγματικότητας.

Όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε, όλοι θέλουμε να έχουμε την επιλογή, την ευκαιρία, όλοι προσπαθούμε να βρούμε αυτό που αξίζει, αλλά στην τελική το Trainspotting 2 σου θέτει την ακραία, πολιτική αντίληψη του Welsh. Ούτε ωραιοποιήσεις ούτε μυθογραφίες, ούτε όμως και τάσεις διαφυγής. Η τέχνη δείχνει μια οπτική και η πραγματικότητα είναι εδώ για να την κατανοήσουμε ως τέτοια και να την υπερβούμε, αν το θέλουμε και μπορούμε. Και τα δυο μέρη του έργου είναι ένας σαφής πυροβολισμός προς την Βρετανία των nineties όπως και ένας σαφής πυροβολισμός προς την Βρετανία και τον κόσμο του 21ου αιώνα. Η κοινωνική πίεση πέφτει πάνω στην τετράδα και όμως η τετράδα παραμένει αξιαγάπητη, παραμένει υποκείμενο ταύτισης. Διότι όσο και να τους πιέζουν προς τους λαβυρίνθους υποταγής και αδιεξόδων, στο πικάπ θα θέσουνε ξανά τον Iggy να ουρλιάζει “Lust for life” δίχως κανένα CUT!

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).