«Χρειαζόμαστε νέες έννοιες για τη διεκδίκηση κάποιων πραγμάτων»

Η Άντζελα Δημητρακάκη μας μιλά με αφορμή το «Αεροπλάστ»

| 12/10/2016

Η συζήτηση συντελείται με την πανεπιστημιακό και συγγραφέα Άντζελα Δημητρακάκη σχετικά με το πέμπτο κατά σειρά μυθιστόρημά της, το «Αεροπλάστ» (Εκδ. Εστία), που έκανε αίσθηση όταν κυκλοφόρησε- για το οποίο είχαμε γράψει: «Σε τούτο το διανοητικό παιγνίδι που μας εισάγει η Άντζελα Δημητρακάκη, διαβάζοντας το «Αεροπλάστ», διακρίνουμε την συνθετότητα στα πρόσωπα των ηρώων και, παράλληλα, την ανάγκη να αποφασίσουν για τη ζωή και τις δυνατότητές τους. Αυτές, ακριβώς, εξετάζει και η συγγραφέας.». Είναι η τμηματική πορεία τεσσάρων Ευρωπαίων στην προσπάθειά τους να πάρουν αποφάσεις. Καταλύτης στις επιλογές τους είναι η Αντιγόνη που υπεισέρχεται στις ζωές των υπολοίπων και αλλάζει τα δεδομένα μαζί με την περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση. Οι απαντήσεις που ακολουθούν είναι χαρακτηριστικές.

[hr]

Υπάρχει μια εγγενής εκκρεμότητα σε όλη την πλοκή του «Αεροπλάστ», ένα ιδιόμορφο σασπένς που κυριαρχεί στα  συναισθήματα των πέντε ηρώων. Αυτή η εκκρεμότητα  αποτελεί πλέον modus vivendi του κόσμου;

Δεν θα το έλεγα. Νομίζω ότι ο περισσότερος κόσμος έχει υπερβεί την εκκρεμότητα, έχει κάνει επιλογές. Ασφαλώς, οι “επιλογές” που παρέχει το παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι είναι ως επί το πλείστον καταστροφικές, φέρουν τη στάμπα της καταστροφής, όσο και αν διαφέρουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η στροφή πολλών ανθρώπων στην Ευρώπη στο νέο-φασισμό (δεν μπορούμε να το αρνούμαστε πλέον αυτό) συνιστά την προσδοκία της καταστροφής – ίσως και της αυτό-καταστροφής παρά την ψευδαίσθηση της εξουσίας, της ανάκτησης κάποιας ισχύος, που γοητεύει την φασιστική υποκειμενικότητα. Επίσης, η απόφαση των μυριάδων απελπισμένων ανθρώπων να διακινδυνεύσουν (συχνά με τα παιδιά τους, και αυτό είναι σημαντικό) τον πνιγμό στη Μεσόγειο ή τον αποκλεισμό στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνιστά μια αποδοχή της (αυτό)καταστροφής όσο και προκύπτει από μία καταστροφή.

Οι ήρωες και ηρωίδες του «Αεροπλάστ» δεν εκφράζουν την απόγνωσή τους σε αυτό το πλαίσιο. Ανήκουν σε μια εκ νέου “παλιά Ευρώπη”, είναι αρκούντως προνομιούχοι ως προς αυτό. Μπορεί να μην έχουν χρήματα – κάτι που είναι συστατικό της υποκειμενικότητάς τους -, έχουν ωστόσο την ανάμνηση μιας υπόσχεσης: της υπόσχεσης της ευρωπαϊκής ηπείρου να προστατέψει την ελευθερία της σκέψης και δράσης προς εναλλακτικά και, για τους ίδιους, προοδευτικά ή και ριζοσπαστικά μοντέλα αυτοδιάθεσης.

Το «Αεροπλάστ» φέρνει σε σύγκρουση δύο διαφορετικά πεδία πάλης ως προς αυτό – όπως τουλάχιστον τα βίωσα προσωπικά τα προηγούμενα πέντε χρόνια: τους διανοούμενους με πεδίο δράσης την πόλη (που εκπροσωπούν η Αντιγόνη και ο Ίκερ) και όσους απορρίπτουν αυτό το “δυτικό” μοντέλο και αποσύρονται στο αντι-νεωτερικό “κοινό” της φύσης (που εκπροσωπούν η Μέλανι και ο Μαρτί). Οι εκπρόσωποι του πρώτου “μοντέλου” ανακαλύπτουν ότι η υπόσχεση της Ευρώπης δεν είχε ποτέ αντίκρισμα. Ο ρόλος του Βάλτερ Μπένγιαμιν και της Άσια Λάτσις στη ζωή τους είναι ο ρόλος της ιστορικής τρόπον τινά απόδειξης. Αλλά δεν καταθέτουν τα όπλα – για την ακρίβεια, η Αντιγόνη πραγματοποιεί μια διαδρομή, εν τέλει, προς αυτά, αντιλαμβανόμενη πως η διανόηση από μόνη της δεν αρκεί ως πεδίο μεταφορικής μάχης. Ψάχνει το πραγματικό, υλικό πεδίο, και αυτό την διαφοροποιεί από τους άλλους ήρωες: η συγκεκριμένη απόφαση.

Ακόμη και στο «Αεροπλάστ» λοιπόν η εκκρεμότητα παύει κάποια στιγμή. Και ναι, και σε αυτήν την περίπτωση, η απόφαση στιγματίζεται από την καταστροφή, από έναν θάνατο στο πεδίο της μάχης, για τον οποίο η Αντιγόνη υπονοείται ως ηθικός αυτουργός για την συμβατική ηθική.

Είναι η άρνηση των πρωταγωνιστών του έργου να ωριμάσουν, να προσγειωθούν για τα καλά στην πραγματικότητα των καταστάσεων αυτό που τους κάνει να βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση;

Φυσικά όχι. Είναι οι αντικειμενικές συνθήκες. Η ανθρωπότητα είναι γενικά σε κίνηση σήμερα, συνήθως λόγω της επιταγής του κεφαλαίου. Η προοπτική ένταξης στο εργατικό δυναμικό είναι η συνθήκη της ιστορικής μας στιγμής, και συχνά συνδέεται με την απλή επιβίωση (που δεν είναι καθόλου απλή). Εξάλλου δεν είναι οι ήρωες σε κίνηση. Ο Μαρτί έχει πραγματοποιήσει μόνο ένα ταξίδι στη ζωή του. Ο Ίκερ κανένα. Η ζωή της Μέλανι γίνεται δύσκολη όταν προσπαθεί να ενταχθεί και εγκαταλείπει τα ταξίδια της. Ακόμη και ο Γερμανός καπετάνιος, ο Κάι, έχει εγκλωβιστεί στην στεριά. Θα έλεγα ότι η Αντιγόνη υπενθυμίζει σε όλους τους παραπάνω τη σημασία και τις δυνατότητες της “κίνησης”.

Πώς θα  χαρακτηρίζατε το «Αεροπλάστ» σαν μυθιστόρημα;

Δεν είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνω τη συγκεκριμένη ερώτηση. Εάν ρωτάτε για την θεματική του μυθιστορήματος, η οποία φυσικά υφίσταται σε διαλεκτική σχέση με την μορφή του (τις πέντε αφηγήσεις που το συνθέτουν), το «Αεροπλάστ» περιγράφει, σε μικροσκοπική κλίμακα, τις “απαντήσεις” που δίνουν διαφορετικά υποκείμενα στην απαξίωση της αυτοδιάθεσης που συνιστά η σύγχρονη Ευρώπη.

Πρόκειται για “απαντήσεις” που καθορίζουν τις πορείες των ηρώων.

Θα έλεγα ότι πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη είναι σήμερα σε “breaking point”, και ως προς αυτό οι πρωταγωνιστές του «Αεροπλάστ» δεν διαφέρουν. Διαφέρουν ως προς την αυτοπεποίθηση που διαθέτουν στο να αναλύσουν αυτό που τους συμβαίνει. Γνωρίζω προσωπικά τέτοιους ανθρώπους, και αν το δούμε έτσι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πιο “ρεαλιστικό” μυθιστόρημα που έχω γράψει. Ρεαλιστικό με τη στενή και κάπως παρωχημένη έννοια του όρου, καθώς ο ρεαλισμός είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο ρεύμα τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην τέχνη και στη φιλοσοφία. Για μένα, το πιο ρεαλιστικό, με μια πιο περίπλοκη έννοια, μυθιστόρημά μου, παραμένει «Το Μανιφέστο της Ήττας» (2006), καθώς, παρά τα μεταφυσικά του στοιχεία, αναφέρεται στην ανάδυση του φασισμού στη σύγχρονη Ευρώπη. Όχι ότι μπορούσα να διακρίνω όταν το έγραφα πού θα έφτανε η κατάσταση δέκα χρόνια αργότερα, το 2016.

Ποια είναι τα  διακυβεύματα που οι άνθρωποι του «Αεροπλάστ» προσπαθούν να διασώσουν;   

Πολλά. Δε νομίζω ότι μπορώ να καταθέσω μία λίστα. Δεν θα έπρεπε, γιατί αυτή η καταγραφή, η αναγνώριση του τι διακυβεύεται, ανήκει στο αναγνωστικό κοινό. Σίγουρα πάντως τα όποια διακυβεύματα δεν έχουν σχέση με τη νοσταλγία για το παρελθόν. Οι ήρωες του «Αεροπλάστ» δεν τρέφονται από την ψευδαίσθηση της επιστροφής. Και όταν αναφέρονται στο παρελθόν, μέσα από τη σχέση τους με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, είναι για να απορρίψουν το δικό τους παρόν.

Τόσο από το «Μέσα σε ένα κορίτσι σαν κι εσένα» (2009) [Εκδ. Εστία] όσο, πολύ περισσότερο, από το «Αεροπλάστ» αποδεικνύεσθε  λάτρης της φόρμας και της λεπτομέρειας.

Θα έλεγα ότι κατ’ αρχήν ως ιστορικός είμαι επηρεασμένη από την πάλη με την φόρμα που διέπει τη νεωτερικότητα, και τις πλείστες πρωτοπορίες της. Δεν μπορώ να συλλάβω τη λογοτεχνία ως κάτι πέρα από αυτή την πάλη. Ανήκω στους συγγραφείς που συνειδητά συνθέτουν το έργο τους ως σχέση με την εποχή τους. Είμαστε μια κάπως ιδιαίτερη ομάδα, σαφώς διαφορετικοί από τους συναδέλφους που καταπιάνονται με το “ιστορικό μυθιστόρημα”, ένας αγώνας με άλλους στόχους (όπως τον αντιλαμβάνομαι). Όταν η έμφαση είναι αυστηρά στο “τώρα”, ένα “τώρα” που δεν φιλτράρεται μέσα από τις δυνατότητες της “επιστημονικής φαντασίας” για παράδειγμα (που επίσης αναφέρεται στο “τώρα” αλλά διαφορετικά, ίσως αλληγορικά), αυτό που αποκαλείτε “φόρμα” είναι το μόνο όπλο που διαθέτουμε ως συγγραφείς. Αν φυσικά γράφουμε αναλυτική λογοτεχνία και όχι κείμενο απεύθυνσης προς τέρψη αναγνωστικών κοινών ως στοχευμένων καταναλωτών.

Κάθε εποχή παράγει την πολιτική αισθητική της, και την παράγει με αρκετή δυσκολία. Κι αυτό γιατί υπάρχει πάντα, λειτουργεί μέσα μας χωρίς την έγκρισή μας, αυτό που ο Fredric Jameson ονόμασε «πολιτικό ασυνείδητο». Η απόδοση περιεχομένου συνεπάγεται τη διερεύνηση της φόρμας, αν προτίθεται ο/η συγγραφέας να αποδώσει “κάτι” που δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί αλλιώς. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε την όποια ύπαρξη χωρίς μορφή. Αλλά, ακολουθώντας τον Jameson, η φόρμα που χρησιμοποιούμε κατευθύνεται και από το πολιτικό ασυνείδητο, δεν παράγεται από κάποια «ελεύθερη βούληση» της συγγραφέως.

%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b6%ce%b5%ce%bb%ce%b1-%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%ac%ce%ba%ce%b71

Το ταξίδι – επί ισπανικού εδάφους –  στο Πορ’ Μπόου, φόρος τιμής στον Βάλτερ Μπέγιαμιν που αυτοκτόνησε ή τον δολοφόνησαν στην προσπάθειά του βγει από την Ευρώπη του επελαύνοντα ναζισμού,  με το οποίο  ανοίγει και κλείνει το μυθιστόρημα, αποτελεί αφορμή να κάνετε παραλληλισμούς  του τότε με το τώρα και να δώσετε την ευκαιρία στους χαρακτήρες σας να μιλήσουν για τις δικές τους εξόδους φυγής;

Ναι, μόνο που πρέπει να διευκρινίσω ότι το για τον Καταλανό Μαρτί το ισπανικό έδαφος που λέτε δεν είναι ισπανικό, αλλά κάτι το υποταγμένο στα απομεινάρια της ισπανικής αυτοκρατορίας το οποίο οφείλει να απελευθερωθεί. Έζησα αρκετά στην Καταλονία για να το εμπεδώσω αυτό, και θλίβομαι με περιπτώσεις που η κριτική όχι απλώς προσπέρασε αλλά διάβασε κυριολεκτικά λάθος το βιβλίο ως προς αυτό. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην κριτική του κ. Περαντωνάκη στη Book Press που αναφέρεται σε έναν ανύπαρκτο «καταλανό Ικέρ». Ο Ικέρ είναι Ισπανός, όχι Καταλανός. Είναι κάτοικος της Βαρκελώνης, από γονείς της εργατικής τάξης που μετανάστευσαν από τη Νότια Ισπανία. Έχει μεγαλώσει στη Βαρκελώνη, και η προοπτική της ανεξαρτησίας της Καταλονίας απειλεί το είναι του. Καταλανός είναι ο Μαρτί, και αναφέρεται στην εθνική του ταυτότητα διαρκώς: είναι η βάση της διαφορετικής τους οπτικής, η απόρριψη των όσων εκπροσωπεί ο Ίκερ. Στην αρχή γέλασα, αλλά μετά σκέφτηκα: πώς είναι δυνατόν να έχει προσπεράσει κάποιος το συγκεκριμένο στοιχείο του μυθιστορήματος; Είναι σα να έχει διαβάσει ένα άλλο βιβλίο, που δεν έχει σχέση με τα όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη Ευρώπη, σίγουρα όχι στην Ευρώπη του «Αεροπλάστ».

Οι «έξοδοι» που επιχειρούν οι ήρωες… Μα δεν τις πραγματοποιούν όλοι, ούτε καν τις επιχειρούν. Δεν αντέχουν να τις πραγματοποιήσουν, γιατί όπως οι περισσότεροι άνθρωποι δικαιολογούν συνεχώς τις συνθήκες σκλαβιάς και σύνθλιψής τους. Η τραγικότητα των ηρώων του «Αεροπλάστ» έγκειται στο ότι φτάνουν να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του εγκλωβισμού τους. Κάποιοι καταλήγουν κωμικό-τραγικοί, όπως ο Ίκερ, που τελικά το μόνο που κάνει είναι να εγκαταλείψει μια σχέση με ένα συγγενικό του πρόσωπο (για την ώρα, χωρίς εγγύηση ότι δεν θα επιστρέψει) ενώ κατά βάθος επιθυμεί μια επανάσταση.

Το συγκεκριμένο βιβλίο ξεκίνησε (όπως το συνέλαβα αρχικά) ως μια διερεύνηση του πώς λαμβάνουμε αποφάσεις. Και συνήθως μία απόφαση αφορά στο αν θα συνεχίσουμε ή όχι με μία κατάσταση, αυτή στην οποία έχουμε βρεθεί. Αυτό το «μαύρο- άσπρο» της απόφασης ως υλοποίησης είναι το φιλοσοφικό ερώτημα του μυθιστορήματος. Το οποίο, επειδή βασίζεται σε πορείες ζωής υπαρκτών προσώπων, δεν μπορεί να απαντηθεί ιδεαλιστικά και κατά ιδανικό τρόπο. Η μόνη που παίρνει την Απόφαση (με κεφαλαίο Α) είναι η Αντιγόνη, αλλά, πιστέψτε με, είναι ο πιο «συμβολικός» και γι’ αυτό λιγότερο ρεαλιστικός χαρακτήρας του βιβλίου. Αυτή που στο τέλος τα υπαρκτά πρόσωπα αναγνωρίζουν και προστατεύουν «ως δυνατότητα», όπως λένε. Νομίζω είναι η τελευταία πρόταση του βιβλίου αυτή. Μου αρέσουν οι τελευταίες προτάσεις, και στην θεωρητική δουλειά μου: το 2013 δημοσίευσα στα αγγλικά μία φεμινιστική μελέτη της σύγχρονης τέχνης όπου η λέξη «πατριαρχία» εμφανίζεται μόνο στην τελευταία πρόταση.

Το «Αεροπλάστ» θα μπορούσε να ιδωθεί και ως μυθιστόρημα δρόμου αλλά και μύησης στα πλαίσια ενός καλώς εννοούμενου κοσμοπολιτισμού.

Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Υπάρχουν πλείστες, θετικές σε τελική ανάλυση, μελέτες για τον κοσμοπολιτισμό. Έχω διαβάσει αρκετές, και νομίζω ότι ανήκει στο παρελθόν. Νομίζω ότι η γενιά μου, του ’90, ήταν η τελευταία που μεγάλωσε με αυτό το πρότυπο στο συγκεκριμένο γεωπολιτικό πλαίσιο. Δε νομίζω ότι θα άντεχα να υπερασπιστώ τον κοσμοπολιτισμό σήμερα. Χρειαζόμαστε νέες έννοιες για τη διεκδίκηση κάποιων πραγμάτων. Δεν είναι πάντα διαθέσιμες, και η λογοτεχνία (τουλάχιστον το είδος που με ενδιαφέρει) πειραματίζεται περιγράφοντας τις συνθήκες που εκπίπτουν απ΄ το ήδη καταγεγραμμένο ώστε να φτάσουμε και στις νέες έννοιες.

Ο καθένας από τους ήρωες προσπαθεί να κάνει τις επιλογές του- το αμεσοδημοκρατικό κοινόβιο στην Μανρέσα, η επισκευή του πλοίου Realidad (Πραγματικότητα), η διατριβή για τον Μπένγιαμιν, η  ερωτική σχέση – η ανάγκη, δηλαδή, να αποφασίσουν για τη ζωή και τις δυνατότητές τους.

Όλοι οι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν τις επιλογές τους. Οι περισσότεροι όμως ζούμε τη συρρίκνωση αυτής της φαντασίωσης. Ακόμη και οι φασίστες δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια δυστυχής κι επικίνδυνη έκφανση αυτής της συρρίκνωσης. Νομίζω ο Κάι, ο καπετάνιος του Ρεαλιδάδ, θέτει αυτό το ερώτημα ξεκάθαρα: ποιοι καθόρισαν την επιλογή του να κάνει το γύρο του κόσμου και γιατί; Καταλήγει στο ότι αυτή η επιλογή ήταν επιβεβλημένη και ότι είχε έναν απώτερο στόχο: τη μη συμμετοχή του στους ουσιαστικούς αγώνες της ανθρωπότητας, αν μπορεί να τεθεί έτσι. Το λέει καθαρά, και δεν βλέπω πώς ένας κριτικός μπορεί να διαβάσει κάτι άλλο μέσα από την αφήγησή του. Και η ιστορία που αφηγείται είναι πραγματική: το New Age, που απορρόφησε την ενέργεια και τις προσδοκίες “αλλαγής” μιας ολόκληρης γενιάς, χρηματοδοτήθηκε στην Αμερική ακριβώς τη στιγμή που κάποιες μορφές κοινωνικών αγώνων δέχονταν απανωτά χτυπήματα από το κράτος. Αλλά αυτό δεν συζητήθηκε από τους κριτικούς. Μερικές φορές πραγματικά αναρωτιέμαι: πώς μπορεί κάποιος να είναι κριτικός σύγχρονης λογοτεχνίας, ή μάλλον της λογοτεχνίας που αναφέρεται αυστηρά στο σήμερα, χωρίς να είναι παράλληλα ιστορικός της παγκοσμιοποίησης, χωρίς να είναι γνώστης των πολλαπλών πτυχών της; Η λογοτεχνία αλλάζει, η κριτική όχι; Είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για τον ελληνικό χώρο αυτό, όπου παπαγαλίζεται συχνά ο “μεταμοντερνισμός” ως επεξηγηματικό πλαίσιο, κάτι που τελείωσε στη δεκαετία του ’90, το αργότερο.

Είναι όντως η Αντιγόνη καταλύτης σε όλη αυτή την παρέλαση προσδοκιών – αυτή  που ξεκλειδώνει καταστάσεις για το καλό ή το κακό – κάνει τα γρανάζια της ζωής των άλλων και της δικής της να κινούνται;

Αυτός είναι ο ρόλος της, όπως τον φαντάστηκα. Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, είναι σημαντικό το ότι είναι συγγραφέας αλλά και μητέρα. Και το ότι προέρχεται από ένα μικροαστικό περιβάλλον, το ότι δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητη αλλά το ότι η πορεία της καθορίζεται από την εξάρτηση που απορρίπτει και άρα από την επισφάλεια. Έστω κι αν λόγω μορφωτικού επιπέδου, κάποιος θα έβλεπε αρχικά αλλιώς την Αντιγόνη, η ζωή της διαμορφώνεται από την οικονομία που μετατρέπεται σε βιοπολιτική συνθήκη. Την καθορίζει σχεδόν πλήρως – έως και την απόφαση να αφήσει το παιδί της.

Το «Αεροπλάστ» δεν εξελίσσεται γραμμικά, δεν υπάρχει κάθαρση στο φινάλε, μοιάζει να μην  υπάρχει Έξοδος. Αλλά την ύστατη στιγμή η Αντιγόνη και η Μέλανι κάνουν το αποφασιστικό βήμα  καθώς πηγαίνουν στη Αυτόνομη  Επαρχία των Κούρδων, στη Ροζάβα για να συνδράμουν στον αγώνα τους, με ό, τι συνεπάγεται αυτό.

Κανένα βιβλίο μου δεν εξελίσσεται ακριβώς γραμμικά, αλλά αυτό δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Δεν διαβάζω καν «γραμμικά» αφηγήματα, εδώ και χρόνια. Δεν θα έλεγα όμως ότι δεν υπάρχει κάθαρση. Ίσως τελικά να μην υπάρχει υπέρβαση, αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Δεν πιστεύω στην υπέρβαση, πιστεύω στην κάθαρση μέσα από την εμπλοκή με τις υλικές, ιστορικές συνθήκες, όσο ακραίες και αν φαίνονται κάποιες από αυτές όταν κάποιος τις σκέφτεται (τις γράφει ή τις διαβάζει) σε ένα γραφείο ή σε ένα καναπέ, σε ένα διαμέρισμα του αστικού τοπίου ή και στην «κοινή» αυλή μιας κολεκτίβας σ΄ένα βουνό. Αλλά ο κόσμος μας είναι γεμάτος ακραίες υλικές, ιστορικές συνθήκες, και δεν ξέρω κατά πόσο η λογοτεχνία έχει το δικαίωμα να τις αγνοεί. Σίγουρα έχει την πολυτέλεια, χάρη στην κριτική συχνά. Εγώ δεν κρίνω ότι έχω αυτό το δικαίωμα.

%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b6%ce%b5%ce%bb%ce%b1-%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%ac%ce%ba%ce%b73

Η συγκεκριμένη απόφαση της Αντιγόνης στηρίχτηκε κατά πολύ σε μια προσέγγιση της Ροζάβα που την παρομοίασε με τον ισπανικό εμφύλιο, και είχα και εγώ γράψει ένα σχετικό άρθρο το 2014, πριν την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος. Στο μυθιστόρημα, με ενδιέφερε να πραγματευτώ αυτή τη φαντασίωση εκ μέρους του δυτικού υποκειμένου. Όπως καμιά φορά συμβαίνει στη ζωή, βρέθηκα πολύ πιο κοντά και έμαθα πολλά περισσότερα για την Ροζάβα (ή Ρόζαβα) και το κοινωνικό πείραμα που εξελίσσεται εκεί αφότου το «Αεροπλάστ» είχε βγει, όταν άρχισα να συνεργάζομαι με τον Ολλανδό καλλιτέχνη Jonas Staal τον Γενάρη του 2016, ο οποίος δεν γνώριζε φυσικά για το μυθιστόρημα, στο πλαίσιο του συμμετοχικού έργου του New World Summit. Συνεχίζω να μαθαίνω. Και το μόνο που θα έλεγα είναι ότι η συγγραφή κεκλεισμένων των θυρών απέναντι στο «τώρα», η συγγραφή σε συνθήκες απομόνωσης ή έστω μοναχικότητας, είναι κάτι που με αφορά όλο και λιγότερο.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.