Άρης Σειρηνίδης, «Όλοι στ΄ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946 – 1949»

Το αναπόδραστο της τελικής νίκης του εξανθρωπισμού του ανθρώπου

| 21/12/2022

«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».

(Καρλ Μαρξ , «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»)

Με την παραπάνω επική διαπίστωση έκλεισε ο Μαρξ το έργο του για την Παρισινή Κομμούνα. Με τα ίδια ακριβώς λόγια κλείνει και το συγκλονιστικό βιβλίο του ο Άρης Σειρηνίδης, «Όλοι στ΄ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946 – 1949», σε εξαιρετική εκδοτική φροντίδα του «ΚΨΜ».

Βάζοντας στην θέση των εξεγερμένων Γάλλων εργατών, την ανυπότακτη ταξική πρωτοπορία του ελληνικού λαού.

Όχι τυχαία.

Διότι, οι δύο αυτές επαναστατικές δηλώσεις των καταπιεσμένων, στην εποχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου, από τα φλογισμένα οδοφράγματα του Παρισιού, μέχρι τις ατίθασες κορφές των ελληνικών βουνών, ενώνονται με την κόκκινη γραμμή της ιστορικής νομοτέλειας για την τελική νίκη του εξανθρωπισμού του ανθρώπου.

Ακριβώς αυτό είναι το στοιχείο το οποίο, κατά την ταπεινή γνώμη μας, εξακοντίζει την δουλειά του Άρη Σειρηνίδη, από μια καταπλητική, επαρκέστατη επιστημονικά, ιστορική σύνοψη ενός έπους, όπως αυτό του αγώνα του ΔΣΕ, σε ένα λαμπρό, όσο και δραματικά σπανιότατο στις μέρες μας, παράδειγμα μαρξιστικής ιστοριογραφίας.

Διότι ο Άρης Σειρηνίδης, όχι μόνο έχει χειραφετηθεί από τα μεταφυσικά, αστικά ιδεολογήματα μιας αφηρημένης «αντικειμενικής» προσέγγισης στην ιστορία – προσέγγιση η οποία είναι το κέλυφος που κρύβει πάντα τις απόλυτα αντιδραστικές ταξικές θέσεις αυτής της «αντικειμενικότητας» – αλλά το έχει κάνει με έναν συναρπαστικό τρόπο και μορφή, που μπορούν να κατακτηθούν μόνο με βαθιά γνώση του Ιστορικού Υλισμού.

Απελευθερωμένος από τα αστικά ιστοριογραφικά ιδεολογήματα, λοιπόν, και έχοντας κατακτήσει πλήρως τα ερμηνευτικά εργαλεία του, ο συγγραφέας μπορεί πλέον, όχι μόνο να καθιστά σαφή στον αναγνώστη, από τον τίτλο ακόμα, την θέση του για το αντικείμενο της έρευνάς του – δίχως να κινδυνεύει από την λογική λούπα, όπως την παραθέτει ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ μέσω του Σέρλοκ Χολμς, ότι αν ξεκινάς να λύνεις μια υπόθεση με ήδη διαμορφωμένα σενάρια στο μυαλό σου, τότε κινδυνεύεις να υποτάσσεις τα στοιχεία στα σενάριά σου και όχι το αντίθετο – αλλά και να την τεκμηριώνει βήμα το βήμα, με δουλειά μυρμηγκιού, οδηγώντας τον σε μια συναρπαστική, ολοκληρωμένη αναβίωση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της Ελλάδας των δεκαετιών που προηγήθηκαν της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Έτσι, μπροστά στον αναγνώστη, αποκαλύπτεται διαδοχικά το ιστορικό παλίμψηστο, που του επττρέπει να έχει ολοκάθαρη εικόνα για τις αιτίες και τους τρόπους που μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η πρωτοπορία της ελληνικής εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς και της φωτισμένης διανόησης, έγραψε την τελευταία επαναστατική πράξη του 20ού αιώνα στην Ευρώπη.

Ο Άρης Σειρηνίδης εξηγεί και τεκμηριώνει απόλυτα τους λόγους για τους οποίους η ιστορία του για τον ΔΣΕ, είναι η ιστορία «του λαϊκού στρατού, που πραγματοποίησε την πιο ολοκληρωμένη απόπειρα επαναστατικού μετασχηματισμού της Ελλάδας, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους», όπως δηλώνεται εξαρχής στο βιβλίο.

Όχι μόνο δεν φοβάται να θέτει καίρια ερωτήματα, αλλά τα απαντά.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, δηλώνεται επίσης εξαρχής από τον ίδιο τον συγγραφέα και νομίζουμε ότι συνοψίζει την μαρξιστική αντίληψη για την ιστορία: «(…) το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας φιλοδοξεί, μέσα από την ανάδειξη και την υπεράσπιση της επαναστατικής ιστορίας, να αποτελέσει μια συμβολή στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος».

Διότι, για τους μαρξιστές, η Ιστορία πραγματώνει τον επιστημονικό και κοινωνικό ρόλο της, μόνο ως δημιουργικά ενσωματωμένη πείρα για τους σημερινούς και μελλοντικούς αγώνες.

Μόνο ως ζώσα μνήμη, μετουσιωμένη σε πλήρως αποκρυσταλλωμένη γνώση.

Αλλιώς, υπάρχουν και τα μουσεία.

Και η υπεράπιση της επαναστατιικής ιστορίας του ΔΣΕ είναι στην ουσία η υπεράσπιση της στρατηγικής του ΚΚΕ, «που άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο (…) του λαϊκού κινήματος στο προσκήνιο ως δύναμης ηγεμονικής, ως δύναμης εξουσίας» (Πρόλογος, σελ. 18).

Αυτό είναι ένα από τα τρία στοιχεία «που συνθέτουν την ιδιαίτερη οπτική του βιβλίου», όπως συνοψίζονται προλογικά, ανοίγοντας, έτσι, μέτωπο, τόσο ενάντια στην «αποϊδεολογικοποιημένη εκδοχή του “εμφυλίου” πολέμου», όσο και στη «μαξιμαλιστική και συνθηματολογική χρήση της επανάστασης».

Διότι, το βιβλίο «βλέπει την επανάσταση ως αυτό που πραγματικά είναι: ως τη βίαιη και με μαζικούς όρους σύγκρουση δύο αντίπαλων κοινωνικών συνασπισμών (ιστορικών μπλοκ) για την κατάληψη της εξουσίας» (σελ.17).

Τα άλλα δύο, είναι:

  1. Η υπεράσπιση του ΔΣΕ από τις ιδέες περί «ιστορικού λάθους» και «αδύνατης επανάστασης».
  2. Η «έμφαση στην έννοια του λαού και του λαϊκού ως πολιτικής κατηγορίας», «ως ένα ιστορικά διαμορφωμένο πλέγμα σχέσεων και παραδόσεων που βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση με τον κυρίαρχο πόλο εξουσίας και την ηγεμονική ιδεολογία» (σελ.18).

Η μεγάλη γκάμα των πρωτογενών πηγών και της βιβλιογραφίας – που δεν εξαντλούνται μόνο στα επίσημα ντοκουμέντα, αλλά και στις γραπτές μαρτυρίες των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ – οι εξαντλητικά αναλυτικές σημειώσεις και παραπομπές, η έγνοια για την όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη κάλυψη κάθε πλευράς της έρευνας, αν μη τι άλλο, απαιτούν και αναγκάζουν ακόμη και από τον πιο σκεπτικιστή αναγνώστη, να αντιπαραθέσει στις θέσεις του συγγραφέα, μια επίσης τεκμηριωμένη, ιστορικά, άποψη.

Και αυτό, από μόνο του, είναι ακόμη ένα σπουδαίο προτέρημα του βιβλίου.

 

 

Αλλά θα αδικούσαμε κατάφωρα αυτό το υπέροχο έργο, εάν αναδεικνύαμε «μόνο» την επιστημονική επάρκειά του.

Διότι ο Άρης Σειρηνίδης, δεν θέλει να γράψει ακόμη μία ιστορία για τον ελληνικό εμφύλιο.

Όσο σπουδαία και αν το κάνει.

Ούτε καν μόνο μια ιστορική μονογραφία για το έπος του ΔΣΕ.

Όσο συναρπαστικά και αν το κάνει.

Ο συγγραφέας, τολμούμε να υποθέσουμε, θέλει να προχωρήσει ακόμη πιο βαθιά.

Και να φτάσει στον πυρήνα αυτού του έπους.

Να νιώσει και να μας κάνει να νιώσουμε κι εμείς, όλο το απέραντο αξιακό και ιδεολογικό σύμπαν που κρύβεται πίσω από αυτόν τον τιτάνιο αγώνα.
Διότι, καμία πηγή, κανένα έγγραφο, κανένα ιστορικό ντοκουμέντο, δεν μπορεί να εξηγήσει, από μόνο του, πώς, πέρα και ενάντια σε κάθε λογική, σε κάθε ορθολογισμό, σε κάθε θεωρία και πρακτική και σε κάθε «μαθηματική» πρόγνωση, οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ νικούσαν εκεί που «κανονικά» οποιοσδήποτε άλλος θα έχανε, ακόμη και ηρωικά μαχόμενος:

«(…) καμία στρατιωτική ανάλυση δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει πτυχές του πολέμου που διεξηγαγε ο ΔΣΕ, ενός πολέμου λαϊκού, επαναστατικού, δίκαιου, που έκανε τους χιλιάδες μαχητές και τις μαχήτριές του ικανούς να ξεπερνούν τα ανθρώπνα όρια φτάνοντας σε πρωτόγνωρα επίπερα μαχητικότητας και αυτοθυσίας (…) Γιατί, βέβαια, όλοι οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί θα ήταν κενό γράμμα, αν δεν υπήρχε η ακατάβλητη θέληση και το υψηλό αίσθημα του καθήκοντος που χαρακτήριζαν τους χιλιάδες μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ» (σελ. 445).

Το γιατί ο συγγραφέας βασίζει την προσέγγισή του στην υπεράσπιση του αγώνα του ΔΣΕ, σχετίζεται άμεσα και βρίσκεται σε στενή διαλεκτική σχέση με το πώς οι μαχητές και οι μαχήτριές του ξεπέρασαν ακριβώς τα ανθρώπινα όρια.

Δεν υπάρχει η παραμικρή μεταφυσική.

Πρόκειται για την ίδια ακριβώς αιτία που ώθησε το προλεταριάτο, από το Παρίσι και το Σικάγο, μέχρι την Πετρούπολη και τον Ματωμένο Μάη της Θεσσαλονίκης το ‘36, να επιχειρήσει την έφοδό του στον ουρανό.

Είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο ο Άρης Σειρηνίδης «συναντά» τον Δημήτρη Φωτιάδη, εμπλουτίζοντας την επιστημονική ιστορική ανάλυση, με την ανάδειξη εκείνων των πλευρών που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει όλο το απέραντο εύρος και βάθος του επαναστατικού έπους του ΔΣΕ.

Φωτίζει εκείνες τις πλευρές που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας το ιστορικό «ηφαίστειο» στο οποίο ετοιμάζεται η «λάβα» που θα χτίσει το μέλλον της ανθρωπότητας.

Ο συγγραφέας, με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο και γλώσσα γεμάτη ζωντάνια, μας μεταφέρει σε κοινωνικές διεργασίες, όχι μόνο πρωτόγνωρες στην ελληνική κοινωνία της εποχής, αλλά «αντανακλάσεις» από το μέλλον της ταξικής απελευθέρωσης, εν γένει, που, όμως, αποτελούσαν την κατακτημένη καθημερινότητα των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ, αλλά και του λαού στις απελευθερωμένες περιοχές της χώρας.

Η πραγματική χειραφέτηση και ισότητα της γυναίκας, ο καταλυτικός ρόλος της λαϊκής συνέλευσης, το σμίλεμα της ηθικής και των αξιών του νέου, επαναστατημένου ανθρώπου, και όλα αυτά μέσα στη φωτιά της μάχης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εγχώρια αστική τάξη, είναι η ανεκτίμητη προσφορά του ΔΣΕ στο ελληνικό και το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα και ως τέτοια ακριβώς τα αναδεικνύει ο συγγραφέας.

Και το κάνει μέσα από τις πηγές, αφήνοντας τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αυτού του έπους να μας μιλήσουν μέσα από το βάθος του χρόνου, αποκαλύπτοντας, έτσι, ταυτόχρονα, τα βαθιά ανθρώπινα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζει το αντικείμενο της έρευνάς του.

Νομίζουμε ότι το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό αυτών των κριτηρίων και των επιλογών.

Βασικό μέρος της επιμελητείας του ΔΣΕ ήταν φυσικά η μεταφορά των εφοδίων. Και βασικό μέσο μεταφοράς ήταν τα ζώα. Μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα, βόδια.

Ο συγγραφέας λοιπόν παραθέτει στη σημείωση ένα συνταρακτικό απόσπασμα από ειδικό άρθρο στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» (μηνιαίο όργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ) για «Τα προβλήματα των μεταφορών»:

«Το ζώο θέλει το καλό σαμάρι, τα καλά εξαρτήματα, το καλό πετάλωμα, τα εφεδρικά του πεταλόκαρφα και πάνω απ’ όλα θέλει την περιποίηση και την αγάπη του ημιονηγού. Ένα χάιδεμα είναι ένα κουράγιο. Ένα τρίψιμο είναι ένα μπάνιο. Πόσες φορές δεν παρατηρηθηκαν δάκρυα από καβαλάρηδες ή ημιονηγούς για την κακή κατάσταση του ζώου και κόψαν το ψωμί τους και το πρόσφεραν στα ζώα. Δεν μπορείς να λέγεσαι στέλεχος και μαχητής του ΔΣΕ όταν το ζώο έρχεται από μία πορεία και δένεται σε ένα ξύλο χωρίς περιποίηση […]».

Το βιβλίο του Άρη Σειρηνίδη, «Όλοι στ΄ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946 – 1949», είναι η πιο ολοκληρωμένη, εκλαϊκευμένη και γοητευτική εισαγωγή στην πραγματική ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, για τον αμύητο, αλλά και η πιο συμπυκνωμένη σύνοψη των βασικότερων και κυριότερων – κατά την γνώμη μας – σταθμών της, για τον υποψιασμένο αναγνώστη.

Συνεπώς, είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι είναι μακράν περισσότερο από σημαντικό.

Είναι αναγκαίο.

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.