«Ένα για τον δρόμο», του Θεοδόση Μίχου

Ιστορίες κερασμένες για τα αλάνια των πόλεων

| 06/10/2024

Το λαϊκό άσμα λέει: «βάλτε μου να πιω και ξαναβάλτε μου». Κάπου αλλού παίζει αυτό: «δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια, σβήνω στο ουίσκι τα δικά σου τα σημάδια». Και λίγο πριν ξημερώσει, ο ανώνυμος ξενύχτης τραγουδάει για τον εαυτό του: «Παιδί της νύχτας μια ζωή, δεν το αντέχω το πρωί…». Γιατί, όμως, η επιλογή του λαϊκού, όταν η φάση είναι ροκ; Γιατί στο γνήσιο, από καρδιάς άσμα, εκεί που η πενιά είναι ευαγγέλιο, εκεί συναντώνται οι κόσμοι αυτών που «διαφέρουν». Κάποτε ήταν οι υπόγειες ταβέρνες, τα καπηλειά και τα ημιφωτισμένα στέκια των ρεμπετών. Οι εποχές άλλαξαν, οι χώροι προσαρμόστηκαν (;) στις νέες οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες και αυτοί που μια ζωή στους δρόμους άφησαν, στα φιλόξενα μπαρ κατέφυγαν. Ο μπάρμαν, η μπάρα, οι καπνοί και το αλκοόλ στέκουν ατάραχοι, αμετακίνητοι και σίγουροι γι’ αυτό που θα δώσουν στον άνθρωπο που πονάει και την ψυχή του πασχίζει να σώσει. «Ρε φίλε, βάλε άλλο ένα και κράτα την πληγή μου, το δάκρυ μου, τη μελαγχολία μου ενέχυρο». Και αυτός που έχει μάθει να ακούει και να συγχωρεί, θα πει: «Ρε μάγκα, κερασμένο από μένα». Εμείς θα πάρουμε τις λέξεις και δίχως πάγο θα τις κατεβάσουμε στον λάρυγγα. «Ένα για τον δρόμο» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) και φύγαμε.

Ο Θεοδόσης Μίχος τραβά μια γερή τζούρα από το όνειρο της ζωής που σαρκώνεται μες τη νύχτα και αποφαίνεται: «Αν ποτέ αμφιβάλλεις, για σένα, για κάποιον άλλο, για οτιδήποτε, πιες ένα ποτό και προχώρα». Εντάξει, δική μας παρατήρηση-συμπέρασμα είναι αυτό, αλλά η ατμόσφαιρα, η συνθήκη της εξομολόγησης, της αυτοκριτικής, της αναμέτρησης με τα λάθη, με τον εαυτό, εκεί μας οδηγούν. Αυτό είναι το μεγάλο κατόρθωμα του Μίχου. Κάνει τον αναγνώστη σύντροφο στο ξενύχτι του άλλου. Γινόμαστε συμπότες, συνακροατές, συμπολεμιστές απέναντι στο προσωπικό χάος και συνοδοιπόροι στη μάχη να διατηρηθεί η αιτία που μας κρατά ζωντανούς: το μοίρασμα.

Ο συγγραφέας μοιράζεται αυτά που ξέρει, αυτά που έχει ζήσει, αυτά που έχει φανταστεί, αυτά που έχει χάσει και αυτά που έχει κερδίσει. Βέβαια, εδώ δεν έχουμε τις ιστορίες του Μίχου. Εδώ είναι οι ιστορίες όσων συναντώνται μαζί του και όσων θα συναντηθούν μαζί του. Το προσωπικό πάει στο συλλογικό και όλα καταλήγουν σε δυο σταράτες κουβέντες κι ένα καθαρό ποτό. Και μπορεί τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια να έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια, όμως τι ζωή θα κάναμε χωρίς αυτά;

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. «Στο κέντρο της Αθήνας εδώ και αιώνες υπάρχει ένα μπαρ όπου όλα είναι μελετημένα». Αυτό είναι η καρδιά του βιβλίου. Ένας ιερός χώρος, μια αστική εκκλησία, ένα καταφύγιο, ένα χαράκωμα για τους περιπλανώμενους, τους ταπεινούς, τους προκλητικούς, τους ευαίσθητους, τους κακούς. Και οι ιστορίες του Μίχου διαθέτουν την αστική ευγένεια και κάτι από τη συμπεριφορά των γλυκών τσόγλανων. Αμεσότητα, παραστατικότητα και να πώς βλέπουμε τη γλυκιά συμμορία του Μίχου, τα άγνωστα-γνωστά ποόσωπα που μας συστήνει: Γάμησέ τους όλους. Αν δεν με υπολογίζουν μία φορά, δεν τους υπολογίζω δέκα. Ας’ τα να παν’ στον διάολο. Τι χρωστάς όμως και εσύ να τ’ ακούς όλα αυτά… Ένα ποτό ήρθες να πιεις σαν άνθρωπος και σ’ έχω πάρει μονότερμα με τα δικά μου. Με συγχωρείς δηλαδή κιόλας, αλλά σε είδα έτσι μόνο σου και λέω, δεν μπορεί, δικός μου είναι αυτός. Πώς και κάθεσαι όμως μόνο σου παρασκευιάτικα; [σ.149].

Σε αυτά τα διηγήματα ξεδιπλώνεται η αναζήτηση του νοήματος της ζωής και η αναγνώριση του αληθινού εαυτού. Άνετα, ήσυχα, απλά, αθόρυβα, όπως κυλάει το ποτό και οι νυχτερινές κουβέντες.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις