Ένα Γλυκό Ξημέρωμα – Ψηφίδες ιστορίας από την Αθήνα της Κατοχής
Ιστορίες από την Κατοχή που φαίνονται τρομακτικά οικείες
Ο διάλογος της επιστήμης της ιστορίας με την τέχνη των κόμικς έχει σημαντικό παρελθόν, καθώς έχει προσφέρει -ανάμεσα σε άλλα πολύ σημαντικά έργα- ένα απ’ τα αριστουργήματα της 9ης τέχνης, το Maus. Αυτή η καλλιτεχνική μεταφορά των αναμνήσεων του πατέρα του Spiegelman στις σελίδες ενός κόμικ συνέβαλε καθοριστικά στο άνοιγμα μίας νέας εποχής στα κόμικς, τα οποία -μετά την αποτύπωση της φρίκης του Ολοκαυτώματος- κανείς δεν θα μπορούσε πλέον να τα ξαναχαρακτηρίσει αδιακρίτως με τον απαξιωτικό όρο «μικυμάου».
Πέρα όμως απ’ το Maus το ιστορικό παρελθόν έχει αποτυπωθεί άμεσα ή έμμεσα στις σελίδες κι άλλων πολλών κόμικς, ανάμεσα στα οποία μπορούμε να ξεχωρίσουμε και πολλά ενδιαφέροντα ελληνικά έργα. Σίγουρα δεν έχει νόημα μία στείρα απαρίθμηση διεθνών και ελληνικών κόμικς που αναφέρονται ευθέως στο ιστορικό παρελθόν, αλλά ίσως έχει μία αξία να αναφερθούν κάποιοι επιπλέον τίτλοι που εμπνέονται απ’ τη δεκαετία του ‘40: Η «Δεύτερη Γενιά» είναι εξίσου εμπνευσμένη (όπως και το Maus) απ’ τις αναμνήσεις του πατέρα του δημιουργού Michel Kichka, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρεται και το «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» που είναι η κόμικ μεταφορά της πολυδιαβασμένης ιδιαίτερα διεισδυτικής λογοτεχνικής μαρτυρίας του Χρόνη Μίσσιου, τέλος στο «Τέρμινους» ο Λευτέρης Παπαθανάσης δημιουργεί μία συνεκτική αφήγηση για τον Εμφύλιο Πόλεμο βασισμένος σε μαρτυρίες των ανθρώπων του χωριού του στην Ήπειρο.
Στη δεκαετία του ’40 επέστρεψαν 14 σκιτσογράφοι -ανάμεσά τους κάποιοι απ’ τους πιο καταξιωμένους της ελληνικής comic σκηνής- σε μία έκθεση με τίτλο «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα – Ιστορίες Κόμικς για την Ελλάδα της Κατοχής», η οποία παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 2016 στα πλαίσια του -καθιερωμένου πλέον- εορτασμού της Απελευθέρωσης της Αθήνας στα πλαίσια της διοργάνωσης «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα Ελεύθερη». Υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της έκθεσης ήταν ο Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός τέχνης, πολυγραφότατος για τα κόμικς και την ιστορία τους και συνεπιμελητής του Καρέ – Καρέ στην Εφσυν) και ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης (ιστορικός, εκ των επιστημονικών υπεύθυνων της όλης διοργάνωσης για την Απελευθέρωση της Αθήνας και ερευνητής με έντονη επιστημονική ενασχόληση με τη δεκαετία του 1940 η οποία έχει αποτυπωθεί και συγγραφικά στα βιβλία «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» και «Δεκεμβριανά 1944. Η Μάχη της Αθήνας»). Η Jemma Press ανέλαβε το έργο της έκδοσης των έργων της έκθεσης, σε ένα έντυπο στο οποίο περιλαμβάνονται επιπλέον των έργων και αναλυτικά βιογραφικά σημειώματα όλων των συντελεστών της έκθεσης, όπως και πρόλογοι απ’ τους επιμελητές της.
Ο τίτλος της έκθεσης προέρχεται από ένα αγραμμοφώνητο ρεμπέτικο τραγούδι του ΕΛΑΣίτη λοχαγού Νίκου Δημόπουλου-Τούντα, που αν και με μία πρώτη ματιά προδιαθέτει για κάτι εύθυμο κι ευχάριστο, οι στίχοι του αντιθέτως αφορούν τη φρίκη της ναζιστική βαρβαρότητας.
Φυσικά η επιλογή του θέματος της έκθεσης αλλά και τα έργα των συμμετεχόντων καλλιτεχνών δεν αντλούν απλά τα θέματά τους από το παρελθόν, αλλά -δυστυχώς- διατηρούν την επικαιρότητά τους και στο παρόν. Ο αναστοχασμός της περιόδου της ναζιστικής κατοχής της Αθήνας λειτουργεί ως μέσο για να μιλήσει η ελληνική κόμικ σκηνή για το σύγχρονο φασισμό και τους εκφραστές του, ενώ και η επιστροφήστους -μικρής ή μεγάλης κλίμακας- αγώνες του λαού στην περίοδο της Αντίστασης μπορεί να λειτουργήσει ως έμπνευση και ενθάρρυνση για τους σύγχρονους αγώνες του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Εξ’ άλλου το παρόν αναφέρεται ευθέως σε κάποια έργα της έκθεσης, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της ιστορίας «Σκιές στο Μνημείο» του Σπύρου Δερβενιώτη (Shark Nation, Yesternow, Comic Soap), ο οποίος μιλά για την ηρωική πράξη του κατεβάσματος της ναζιστικής σημαίας απ’ την Ακρόπολης αναφερόμενος τόσο στους σύγχρονους εκφραστές της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα, τους φασίστες δολοφόνους της Χρυσής Αυγής, αλλά και αντιπαραβάλλοντας την ιστορική πραγματικότητα με την προσπάθεια της υπερπροβλημένης ομάδας του «ιστορικού αναθεωρητισμού» που επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία της δεκαετίας του ’40 σβήνοντας τα σημεία που τους ενοχλούν, δηλαδή την (σχεδόν πλήρη) ηγεμονία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στον αντιστασιακό αγώνα του ελληνικού λαού.
Συνολικά, τα 14 αυτά κόμικς, καλούνται να απαντήσουν σε μία σειρά από ερωτήματα: Πώς ήταν η καθημερινότητα των κατοίκων της Αθήνας κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής; Πώς κατάφεραν οι Αθηναίοι να επιβιώσουν εν καιρώ πολέμου και ιδιαίτερα την περίοδο του μεγάλου λιμού; Τι θηριωδίες και τι είδους εγκλήματα διέπραξαν οι κατακτητές; Πώς αντιστάθηκαν οι κάτοικοι της πόλης; Ποιοι συνεργάστηκαν με τους ναζί; Ποιοι κράτησαν το στόμα τους κλειστό; Ποιοι βγήκαν στους δρόμους, με θάρρος και αυταπάρνηση σε καθεστώς απόλυτης παρανομίας για να διεκδικήσουν την ελευθερία; Και πώς φτάσαμε στην απελευθέρωση;
Οι καλλιτέχνες της έκθεσης αντλούν τα θέματα των ιστοριών τους από πολλές και διαφορετικές πηγές. Απ’ τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των ιστοριών ήταν η επιλογή κάποιων καλλιτεχνών να μεταφέρουν μέσα από τα έργα τους τις μαρτυρίες που είχαν συλλέξει από τον οικογενειακό ή τον ευρύτερο κοινωνικό τους κύκλο. Η δεκαετία του ’40 είναι μία ιστορική περίοδος στην οποία οι μαρτυρίες έχουν κομβικό ρόλο για τη διαμόρφωση της ιστορικής έρευνας, καθώς ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990 υπήρξε μία «έκρηξη»μαρτυριών από ανθρώπους που άρχισαν να εκδίδουν τις αναμνήσεις τους σε βιβλία ή με άλλους τρόπους να τις παρουσιάζουν στο δημόσιο ιστορικό διάλογο. Απ’ τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της «έκρηξης» είναι εκείνες οι χαρακτηριστικές στιγμές που οι άνθρωποι που έζησαν στην Κατοχή πήγαιναν σε ιστορικά συνέδρια και να ζητούν το λόγο για να πουν τη δική τους προσωπική αλήθεια μέσα απ’ τα βιώματά τους.Τέτοιου είδους προσωπικές μαρτυρίες έδωσαν την έμπνευση στην ιστορία της Αλεξίας Οθωναίου (Ιστορίες Που Κρύβονταν Σε Προφανή Μέρη) «Η Μπερέτα» που διηγείται ένα περιστατικό όπου κάποια παιδιά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού τους ανακάλυψαν ένα όπλο και σε εκείνη του Αλέκου Παπαδάτου «Η Καπαρντίνα» που ανακαλεί μία μικροϊστορία απ’ την Αντίσταση, στην οποία ένας νέος κατάφερε να κρύψει και να μεταφέρει πολεμικά υλικά για να ενισχύσει τον αγώνα. Αυτές οι προσωπικές μαρτυρίες οι οποίες έγιναν για πρώτη φορά γνωστές στο ευρύ κοινό και στην ιστορική έρευνα μέσα από τις σελίδες ενός κόμικ είναι μία από τις πολυτιμότερες προσφορές αυτής της έκθεσης.
Άλλοι καλλιτέχνες βασίστηκαν σε τραγικά γεγονότα της Κατοχής που έχουν χαραχτεί στη συλλογική μνήμη, όπως ήταν κατεξοχήν τα μπλόκα των κατακτητών, τα οποία τίθενται στο επίκεντρο των ιστοριών «Μαύρες Ελιές» του Tomek (Κουλούρι, The very closed circle) και «Το Πείραμα» του Δημήτρη Καμένου (World War Sapiens, Μεφίστο), ο λιμός της Αθήνας, ο τρόμος του οποίου εκτίθεται στο «Ρεβίθι» του Θοδωρή Μπαργιώτα (), και οι καταδότες οι οποίοι κάτω από μία κουκούλα πρόδιδαν στις κατοχικές δυνάμεις τους αγωνιστές της περιοχής τους, όπως κάνει και ο καταδότης της ιστορίας «Μαθημένοι» του Πέτρου Χριστούλια (Γυρνώ Σαν Νυχτερίδα, Ψηφιδωτό). Επιπλέον κάποιοι απ’ τους καλλιτέχνες επέλεξαν να αναμετρηθούν με τις προσωπικές ιστορίες πιο αμφιλεγόμενων προσώπων, όπως είναι η γυναίκα στο «Πουθενά» του Λέανδρου (Ο Παρίας, Με Μεγάλωσαν Σκυλιά), η οποία είχε αναπτύξει ερωτική σχέση με έναν Γερμανό στρατιώτη προκειμένου να επιβιώσει η ίδια και η οικογένειά της, ένας κλέφτης σαν σύγχρονος Γιάννης Αγιάννης στο «Ξεροκόμματο» του Θανάση Πέτρου (Γιαννούλης Χαλεπάς) που βασίστηκε στο μυθιστόρημα «Τα Δόντια της Μυλόπετρας» του Νίκου Κάσδαγλη, και ο Γερμανός στρατιώτης που δεν ήθελε τον πόλεμο, που πρωταγωνιστεί στο «Σουλτς και Σαχτ» του Soloup (Πειρασμοί, Αϊβαλί, Ο Συλλέκτης).
Φυσικά έμπνευση για τους καλλιτέχνες της έκθεσης αποτέλεσε και ο ηρωικός αντιστασιακός αγώνας του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν περιλαμβάνει μόνο τις μεγάλες στιγμές του κινήματος αλλά και αμέτρητες μικροϊστορίες απλών καθημερινών ανθρώπων, που η δράση πολλών από αυτούς δεν θα μας γίνει ποτέ γνωστή. Σε τέτοιες αντιστασιακές ιστορίες αναφέρονται ο Πέτρος Ζερβός (Μικρό Ψάρι) στο «Φιλί» που σκιτσάρει την βομβιστική επίθεση της Ιουλία Μπίμπα και του Αντώνη Μυτιληναίου στα γραφεία της ΕΣΠΟ το 1942, ο Tasmar (Hard Rock) που στο «Das Koastbeef» στήνει το σκηνικό της εκτέλεσης ενός καλοθρεμμένου συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών και ο Γιώργος Φαραζής που στη «Μέλπω» διηγείται μία ιστορία με πρωταγωνίστρια μία γυναίκα που δείχνει από πόσο δαιδαλώδη μονοπάτια μπορούσε να οδηγηθεί μία γυναίκας στον αντιστασιακό αγώνα την ίδια ώρα που προσπαθούσε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της Κατοχής. Ιδιαίτερη περίπτωση σε αυτή την κατηγορία είναι η ιστορία «Ο Τερματοφύλακας μιλάει για τον Μεγάλο Αγώνα» του Γιώργου Γούση (Αθώες Εποχές, Ερωτόκριτος), η οποία αφορά τη μαρτυρία ενός αγωνιστή της ΟΠΛΑ, της ένοπλης οργάνωσης περιφρούρησης του ΚΚΕ, την οποία ο Γούσης έχει αντλήσει απ’ τη σχετική έρευνα του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού «Το Τιμωρό Χέρι του Λαού», ο οποίος μάλιστα εμφανίζεται και στο κόμικ επί τω έργω της προφορικής συνέντευξης του εν λόγω αγωνιστή. Αυτή η τελευταία ιστορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς δείχνει πώς ένα βιβλίο ιστορικού και πολιτικού ενδιαφέροντος μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για έναν δημιουργό κόμικς, κάτι που τουλάχιστον δεν το βλέπουμε συχνά να συμβαίνει και αποτελεί σίγουρα μία πολύ ενδιαφέρουσα πλευρά του υπό ανάπτυξη διαλόγου της επιστήμης της Ιστορίας με την 9η τέχνη.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό η έκθεση «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα» είναι μία συλλογική προσπάθεια συνομιλίας της ιστορίας με την τέχνη των κόμικς η οποία έχει να μας πει πολλά για το χθες αλλά και για το σήμερα. Είναι μία απ’ τις πιο καλοδουλεμένες και προσεκτικά σχεδιασμένες εκθέσεις, κάτι το οποίο το χρωστάμε τόσο στην επιμέλεια του Γιάννη Κουκουλά και του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, όσο και στους πολλούς και καταξιωμένους καλλιτέχνες που αφηγήθηκαν ιστορίες πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες, με σεβασμό στους πρωταγωνιστές, με κριτική σκέψη και με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί μπορεί σήμερα να πρέπει να διαβάζουμε την ιστορία κριτικά και επιστημονικά,έχοντας ξεπεράσει την πεπαλαιωμένη θεώρηση της Ιστορίας ως ενός πάνσοφου διδάσκαλου ο οποίος γνωρίζει όλες τις συμβουλές για το παρόν και το μέλλον μας, όμως από την άλλη το πρόσφατο παρελθόν μας αποδεικνύει ότι κάποιες φορές οι άνθρωποι δεν βάζουν μυαλό εύκολα και έτσι καταλήγει η ιστορία να επαναλαμβάνεται άλλες φορές σαν τραγωδία κι άλλες σαν φάρσα. Τέτοιες εκθέσεις είναι σημαντικά όπλα για να ξεπεράσουμε την σύγχρονη τραγωδία της διεθνούς ανόδου της ακροδεξιάς και του φασισμού, ώστε να μην οδηγηθούμε σε ένα δυσοίωνο μέλλον που να θυμίζει φάρσα της δεκαετίας του 1940. Δεν μας αξίζει ένα τέτοιο μέλλον. Δεν μας αξίζει τίποτα λιγότερο από την ελευθερία και την ισότητα για τις οποίες αγωνίστηκαν όλοι αυτοί οι -λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί- αγωνιστές του παρελθόντος μας.