Ένα γράμμα από το Μιλάνο στον καιρό του COVID-19
Δημοσιεύουμε στα ελληνικά και στα ιταλικά ένα γράμμα από την Alessandra Fiorencis* και τον Δημήτρη Σεραφή**, το οποίο δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα #ΜένουμεΕνεργοί
Δεν περιμέναμε μια πανδημία. Ακόμη και σήμερα, αποξενωμένοι στις σιωπηλές γειτονιές μας, προσεκτικοί/ές (για να ακούσουμε αν περνάει κάποιο ασθενοφόρο κάτω από το σπίτι), εν αναμονή της συνέντευξης τύπου των 6μμ – για τις δηλώσεις περί “πολέμου ενάντια στον αόρατο εχθρο” ή δηλώσεις αποποίησης ευθυνών – ανήσυχοι για κάποιον ασθενή συγγενή, για ένα φίλο που είναι αναγκασμένος να πάει στη δουλειά, για μια συντρόφισσα εξουθενωμένη από την εφημερία στο νοσοκομείο.
Φυσικά, με την ανακοίνωση της επιδημίας στην Κίνα κάτι είχε ήδη αλλάξει: τα κινέζικα εστιατόρια είχαν ξεκινήσει να αδειάζουν, τα ασιατικά σωματικά χαρακτηριστικά ήταν αιτία απομάκρυνσης ή και λεκτικής επίθεσης – σε μερικές περιπτώσεις όχι μόνο λεκτικής. Όμως τότε ο κορονοϊός – που δεν ονομάζονταν ακόμη COVID-19 – ήταν κάτι το εξωτικό: απίστευτο όπως ο φόβος που δίνει άρωμα σε κάτι αόρατο· και ο ιός μύριζε ήδη σφαγή, σαν τον αέρα ενός κλειστού χώρου γεμάτο με ανθρώπους και ζώα, σαν ένα μέρος που δεν εμπιστεύεσαι να πας για δείπνο γιατί δεν είσαι σίγουρος/-η για την ποιότητα του κρέατος.
Στις 21 Φλεβάρη, ανακοινώθηκε το πρώτο κρούσμα του COVID-19 στην Ιταλία: ήταν, όμως, στο Codogno, μια μικρή πόλη που εδώ στο Μιλάνο δεν θεωρείται καν πόλη. Όντως, ο ιός έφτασε, αλλά είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό και, ήδη, η σύζυγός του φαίνεται να είναι καλά, το μέρος είναι μικρό, δεν είναι δα σαν το Μιλάνο, είπαν.[1] Κι όμως…
Τα εγκαίνια του νοσοκομείου στη Fiera του Μιλάνο το πρωί της 31ης Μαρτίου, σχεδόν ένα μήνα μετά από το πρώτο εκείνο κρούσμα, σηματοδότησε ένα σημαίνον γεγονός τουλάχιστον για το μιντιακό τοπίο και, ταυτόχρονα έτυχε μιας υπερπροβολής αναντίστοιχης αυτού που η Λομβαρδία βίωνε ήδη για ένα μήνα. Πλασαρισμένο ως “η πιο μεγάλη πτέρυγα ΜΕΘ της Ιταλίας”, ή – σύμφωνα με τις πολεμικές μεταφορές που συνηθίζει η καθεστηκυία επικοινωνία – “η μεγάλη επιχείρηση”,[2] χρηματοδοτημένο με 40 εκατ. ευρώ από ιδιώτες (ανάμεσα στους οποίους ο Silvio Berlusconi), το νοσοκομείο είναι περισσότερο μια δομή συμβολικής αξίας για τις περιφερειακές αρχές και όχι μια δομή μάχης ενάντια στον ίδιο τον COVID-19. Φυσικά, σε όλη την Λομβαρδία, οι ΜΕΘ βρίσκονται υπό κατάρρευση και η ενεργοποίηση μιας ακόμη δομής δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο των αντιπαραθέσεων. Ωστόσο, το σύστημα υγείας στην Λομβαρδία, το οποίο θεωρείται ένα από τα λίκνα “αριστείας”, βρέθηκε απροετοίμαστο εκείνη την 21η Φλεβάρη. Από εκείνη τη στιγμή, η περιφέρεια της Λομβαρδίας θα αποτελούσε το χειρότερο σενάριο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο διεθνής Τύπος θα είχε στραμμένα τα βλέμματα στην πορεία των στρατιωτικών οχημάτων που έβγαιναν από την πόλη τού Μπέργκαμο για να μεταφέρουν πτώματα από το νεκροτομείο προς αποτέφρωση: Πολλοί θάνατοι στην “ιταλική Wuhan”…
Ακόμη και σήμερα είναι δύσκολο να πούμε ποια είναι η πραγματική διάσταση αυτής της επιδημίας στην συγκεκριμένη περιφέρεια. Όπως αποκαλύπτεται από μια έρευνα μιας τοπικής εφημερίδας του Μπέργκαμο, τον Μάρτη του 2020 μόνο στις περιοχές γύρω από το Μπέργκαμο πέθαναν 5.400 άτομα εκ των οποίων οι 4.500 θάνατοι αποδίδονται στον COVID-19, αλλά ο αριθμός των νεκρών που “επισήμως έχουν ταυτοποιηθεί” είναι μετά βίας ο μισός. Αυτό που πολλοί εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας, επιδημιολόγοι, ειδικοί σε πολιτικές δημόσιας υγείας και δημοσιογράφοι υποστηρίζουν είναι πως πολλοί από τους νεκρούς είναι ηλικιωμένοι που δεν τους έγινε το τεστ swab και, ως εκ τούτου δεν διαγνώστηκαν θετικοί στον COVID-19 και πέθαναν στα σπίτια τους ή σε δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων (όπως η περίπτωση της Mediglia, στα περίχωρα του Μιλάνο, όπου υπήρξαν 63 νεκροί σε μια μόνο δομή). Επιπλέον, μπορεί να είναι πολλοί εκείνοι που δεν φτάνουν καν στο νοσοκομείο γιατί η κατάστασή τους δεν θεωρείται “εξαιρετικά κρίσιμη”, ούτε τους γίνεται το τεστ swab.
Τα τεστ swab, λοιπόν… Δεν επαρκούν για όλους όσοι εμφανίζουν συμπτώματα και για όσους ήρθαν σε επαφή με άτομα που διαγνώστηκαν θετικοί στον ιό. Δεν επαρκούν για όσους και όσες εργάζονται στα νοσοκομεία, ενώ λείπουν ακόμα και οι κατάλληλες μάσκες. Η επάρκεια των μέσων προσωπικής προστασίας και, επιπρόσθετα, η υγιεινή των χώρων θεραπείας είχαν υποτιμηθεί στην καθημερινή λειτουργία ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας το οποίο υποβαθμιζόταν όλο και περισσότερο ενώ τα σκάνδαλα σχετικά με την πριμοδότηση της ιδιωτικής υγείας ήταν καθημερινά. Στην αρχική φάση, το βάρος αντιμετώπισης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης έπεσε αποκλειστικά στο δίκτυο των δημόσιων νοσοκομείων. Ο ιδιωτικός τομέας, παρά την απορρόφηση της τεράστιας χρηματοδότησης από την πλευρά της Περιφέρειας της Λομβαρδίας, κλήθηκε να συνεισφέρει πολύ αργότερα . Όμως, στους ιδιώτες δόθηκε η δυνατότητα να συνεισφέρουν στη βάση του κέρδους που θα είχαν και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες του πληθυσμού: η Περιφέρεια της Λομβαρδίας τους επέτρεψε να διαθέσουν δομές στη βάση των δικών τους προτεραιοτήτων και όχι βάσει των αναγκών του πληθυσμού.
Οι γιατροί βάσης[3] αφέθηκαν στην τύχη τους χωρίς συντονισμό και οδηγίες από την πλευρά της Περιφέρειας· κι εμείς χωρίς συνεκτικές πληροφορίες, έχουμε, αναμφίβολα, βιώσει την έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας ικανής να προσφέρει κατ οίκον φροντίδα και κοινωνική υποστήριξη. Αυτό που, από τους “άριστους της Λομβαρδίας”, περιγράφηκε ως κρίση των ΜΕΘ είναι στην πραγματικότητα μια κρίση που διαπερνά τη δημόσια υγεία. Θα έπρεπε να έχουν απαντήσει με μέτρα πρόληψης και όσο το δυνατόν λιγότερη νοσηλεία.[4] Δεν περιμέναμε μια πανδημία· και ενώ έχουμε πλήρη επίγνωση του ρόλου του κράτους και του Συστήματος Δημόσιας Υγείας, δεν περιμέναμε αυτή την κατάσταση.
Και τώρα; Αν και φαίνεται πως η κατάσταση σταθεροποιείται, πολλές είναι οι φωνές που λένε ότι δεν έχουν εκτιμηθεί σωστά οι περιπτώσεις ατόμων θετικών στον COVID-19 – και με δεδομένη τη σύγχυση λόγω του συστήματος των τεστ swab, δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Οδεύουμε προς έναν επίλογο της τωρινής κατάστασης ή είμαστε εξαιρετικά αισιόδοξοι; Και πόσο τυχαία δίνουν ώθηση σε αυτήν την ξαφνική αισιοδοξία τα οικονομικά συμφέροντα, μπροστά στα οποία η Περιφέρεια της Λομβαρδίας είναι τόσο ευαίσθητη και, τα οποία θα ήθελαν να δουν την επανέναρξη των δραστηριοτήτων στα τέλη Απρίλη; Αν και για ποια επανέναρξη μιλάμε; Έκλεισαν τα σχολεία, αλλά όχι όλοι οι χώροι εργασίας: μόνο στην πόλη του Μιλάνο, την 21η Μάρτη, καταμετρήθηκαν επιπλέον 300.000 άτομα που βγήκαν από τα σπίτια τους για “μη απαραίτητη” εργασία. Κάποιοι – πολλοί – δεν κατάφεραν να αποφύγουν να πάνε στη δουλειά τους. Άλλοι δουλεύουν με μειωμένο μισθό, άλλοι πρέπει να περιμένουν μέχρι το καλοκαίρι για να δουν αν θα χάσουν τη δουλειά τους. Μέσα σε αυτή την κρίση, οι γυναίκες φαίνεται πως θα πληρώσουν ένα παραπάνω τίμημα στο επίπεδο της εργασίας· πολλές – πάρα πολλές – ήδη πληρώνουν το τίμημα του να είναι απομονωμένες με έναν βίαιο σύντροφο, χωρίς δυνατότητα να ζητήσουν βοήθεια στα κατάλληλα κέντρα ενάντια στην έμφυλη βία, τα οποία υποχρηματοδοτούνται συνεχώς.
Υπάρχει μια κόκκινη κλωστή που δένει τα κενά (limbo) της υγείας/πρόνοιας, της εργασίας με την κοινωνική κατάσταση που βιώνουμε. Και αυτή η κλωστή είναι το κέρδος. Το κέρδος στο όνομα του οποίου το Εθνικό Σύστημα Υγείας δέχεται περικοπές εδώ και χρόνια, ενώ στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας θυσιάζεται η πρόληψη και η δημόσια υγεία για χάρη των ιδιωτών. Το κέρδος, εξαιτίας του οποίου σε περιοχές όπως η περιφέρεια της Hubei και η Pianura Padana[5] ο COVID-19 ήταν ο τελευταίος ιός ανάμεσα σε μια μακρά λίστα ασθενειών που αφορούν το αναπνευστικό, και οφείλονται στην περιβαλλοντική μόλυνση. Το κέρδος που μετέτρεψε την υγεία σε μια αγορά πλήρως εκμεταλλεύσιμη, ώστε ακόμα και στις σημερινές συνθήκες, να θεωρείται αιρετικός όταν μιλάει κανείς για την εθνικοποίηση των φαρμακευτικών εταιρειών. Το κέρδος που μας οδήγησε στην περιβαλλοντική καταστροφή της οποίας τις συνέπειες, σήμερα, ακόμη και εμείς, οι “δυτικοί προνομιούχοι”, αρχίζουμε να πληρώνουμε: αν ο COVID-19 είναι γέννημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, άλλες πανδημίες θα ακολουθήσουν.
Το βράδυ της 8ης Μάρτη η Λομβαρδία κηρύχθηκε σε κόκκινη ζώνη. Στις 9 του Μάρτη, πολλοί και πολλές από εμάς κάναμε ένα μεγάλο περίπατο, πριν την πλήρη απομόνωση: ο ουρανός δεν ήταν πορφυρός και καφέ όπως συνήθως, φαινόταν το αλπικό τόξο από τις γειτονιές μας. Και για το Μιλάνο αυτό δεν είναι φυσιολογικό. Κι ίσως αυτό είναι ένα σημάδι ότι δεν πρέπει όλα να επιστρέψουν στην “κανονικότητα”. Αν έκτακτα μέτρα λαμβάνονται για να μας σώσουν από έναν ιό, τότε μπορεί να ληφθούν αντίστοιχα μέτρα και για να αλλάξουν στη σχέση που έχουμε με το περιβάλλον και τα είδη με τα οποία μοιραζόμαστε τον πλανήτη. Αν μπορούμε να κάνουμε πράξη την αλληλεγγύη κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, μπορούμε να την κάνουμε πράξη για να παλέψουμε ενάντια στις ανισότητες που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας μέσα στη μέτρια κανονικότητά μας. Η γενιά μας είχε πρόσβαση στη γνώση που οι προηγούμενες γενιές δεν είχαν. Και ενώ γνωρίζουμε καλύτερα [σημ.: από τις προηγούμενες γενιές] το πώς λειτουργεί η κοινωνία δυσκολευόμαστε να δημιουργήσουμε δίκτυα αλλαγής και αντίθεσης στην εξουσία, από τα κάτω. Αν το τίμημα για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα είναι η ένταση της καταστολής, των ανισοτήτων και των αυταρχικών καθεστώτων, αν η κανονικότητα του καπιταλισμού είναι αυτή που μας έφτασε στο βάραθρο, τώρα είναι η στιγμή να αποφασίσουμε ποια κανονικότητα θέλουμε, στο ύψος των αγώνων μας και των ονείρων μας.
#ΜένουμεΕνεργοί #WeSpeakNow
* H Alessandra Fiorencis είναι ανθρωπολόγος και εργάζεται ως ερευνήτρια και scientific editor στο Ίδρυμα ISTUD, Μιλάνο.
** Ο Δημήτρης Σεραφής είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής και διδάσκων στο πανεπιστήμιο USI – Università della Svizzera italiana, Λουγκάνο.
Una lettera da Miano ai tempi del COVID-19
di Alessandra Fiorencis* e Dimitris Serafis**
Non ci aspettavamo una pandemia. Persino oggi ci sentiamo come estraniati, nei nostri quartieri silenti, attenti a sentire se passa un’ambulanza vicino a casa, in attesa della conferenza stampa delle 18, in ascolto di dichiarazioni di guerra a un nemico invisibile o di autoassoluzioni, nella preoccupazione per un parente malato, per un amico costretto a lavorare, per una compagna sfinita dai turni in ospedale.
Certo, con l’annuncio dell’epidemia in Cina qualcosa era cambiato: i ristoranti cinesi avevano cominciato a svuotarsi, e tratti somatici asiatici bastavano per essere allontanati o insultati – in alcuni casi, anche aggrediti. Ma allora il coronavirus – che non si chiamava ancora COVID-19 – era qualcosa di esotico: incredibile come la paura dia un odore anche a ciò che è invisibile, e il virus già odorava di macellazione, di aria soffocante di un posto chiuso e pieno di persone e animali, di posti dove non ti fidi più a cenare perché chissà che carne hanno.
Il 21 febbraio veniva dichiarato il primo caso italiano di positività al COVID-19: ma era Codogno, una piccola città che qui a Milano, quasi, non si definisce neanche una città. È vero, il virus è arrivato, ma è un caso solo, già sua moglie sembra stare bene, il posto è piccolo, mica è Milano. E invece.
L’inaugurazione dell’ospedale alla Fiera di Milano la mattina del 31 marzo, a più di un mese di distanza dal quel primo caso, ha rappresentato un momento significativo dal punto di vista mediatico, e al contempo una sovraesposizione poco allineata a quanto sta vivendo da oltre un mese la Lombardia.
Definito “il più grande reparto di terapia intensiva d’Italia”, o – più in sintonia con le metafore belliche care alla comunicazione istituzionale – la “grande impresa”, finanziato con 40 milioni di euro ricevuti da privati (tra cui Silvio Berlusconi), l’ospedale è un’opera di valore simbolico più per l’immagine dell’attuale giunta regionale che non per la lotta all’epidemia di COVID-19 in sé. Certo, in tutta la Lombardia i reparti di terapia intensiva sono prossimi al collasso, e l’attivazione di una struttura in più non dovrebbe essere al centro di polemiche. Eppure. Eppure la sanità lombarda, rivendicata come una “eccellenza”, è arrivata impreparata a quel 21 febbraio. Di lì a poco tempo, la Lombardia sarebbe divenuta il peggior scenario a livello europeo. In meno di un mese, la stampa internazionale avrebbe avuto gli occhi puntati su una fila di mezzi militari che uscivano dalla città di Bergamo per portare le salme dalla camera mortuaria della città verso i forni crematori di altre regioni: troppi i morti, nella “Wuhan italiana”.
Ancora oggi è difficile dire quale sia la reale entità di questa epidemia nella regione. Come emerge da un’inchiesta condotta da un giornale locale di Bergamo, a marzo 2020 nella sola provincia bergamasca sono morte 5.400 persone, di cui 4.500 riconducibili al COVID-19 – ma i decessi “ufficialmente certificati” come tali sono a malapena la metà. Quello diversi operatori sanitari, epidemiologi, esperti in politiche sanitarie e giornalisti sostengono è che siano in molti gli anziani a morire, senza essere stati sottoposti a tampone e quindi senza essere diagnosticati come positivi al COVID-19, nelle loro case o nelle residenze per anziani (come nel caso di Mediglia, in provincia di Milano, 63 morti in una sola struttura); e che possano essere in molti i positivi che non arrivano né al ricovero, perché le loro condizioni di salute non sono considerate “abbastanza critiche”, né al tampone.
I tamponi, ecco. Mancano per chi presenta la sintomatologia e per chi è stato in contatto con persone diagnosticate come positive. Mancano per chi lavora in ospedale, così come mancano le mascherine a norma. Le disposizioni di protezione individuale – e aggiungiamo: la salubrità dei luoghi di cura – erano già scarsamente considerate nella quotidianità di un Sistema Sanitario Nazionale sempre più sacrificato, e di un Sistema Sanitario Regionale – quello lombardo – che da decenni favorisce una sanità privata costellata di scandali, azzerando la capillarità essenziale della medicina preventiva. Nella fase iniziale, l’impatto dell’emergenza si è riversato esclusivamente sulla rete ospedaliera pubblica; il settore privato, nonostante l’assorbimento di ingenti finanziamenti regionali, è stato chiamato in ritardo a dare il suo (limitato) contributo – d’altronde, ai privati è stato permesso di strutturarsi in base al profitto, e non ai bisogni della popolazione: la regione Lombardia ha permesso ai privati di darsi una struttura interna in base al comodo loro e non in base a quello che serviva alla popolazione.
I medici di base sono stati abbandonati a loro stessi, senza un coordinamento e senza indicazioni da parte della Regione; e noi, lasciati senza informazioni coerenti, abbiamo esperito in maniera inequivocabile la carenza di servizi territoriali in grado di fornire degenze di comunità a bassa intensità, assistenza domiciliare e supporto sociale. Quella che, nella “eccellenza lombarda”, è stata descritta come una crisi della terapia intensiva è in realtà una crisi di salute pubblica e di comunità, a cui si sarebbe dovuto rispondere con misure preventive e il meno possibile con l’ospedalizzazione.[6] Non ci aspettavamo una pandemia, e per quanto consapevoli dello stato del Servizio Sanitario pubblico, non ci aspettavamo questo.
E adesso? Anche se sembra che la situazione si stia stabilizzando, molte sono le voci che parlano di una sottostima dei casi di positività al COVID-19 – e data la confusione in cui versa il sistema dei tamponi, non è difficile immaginarlo. Stiamo dunque andando verso una conclusione di questa situazione o siamo semplicemente troppo ottimisti? E quanto incidono su questo improvviso ottimismo gli interessi economici, a cui Regione Lombardia è molto sensibile, che vorrebbero una riapertura a fine aprile? E di che riapertura stiamo parlando? Sono state chiuse le scuole, ma non tutti i posti di lavoro: nella sola città di Milano, al 21 marzo si contavano ancora 300.000 persone costrette a uscire di casa per lavori “non essenziali”. Qualcuno – troppi – non hanno potuto rinunciare ad andare al lavoro. Altri lavorano con stipendio ridotto, altri ancora dovranno aspettare l’estate per sapere se perderanno il posto. In questa crisi, le donne potrebbero pagare il prezzo più alto a livello lavorativo; molte – troppe – già pagano il prezzo dell’essere isolate con un partner violento, impossibilitate a chiedere aiuto a dei centri antiviolenza sempre meno finanziati.
C’è un filo rosso che lega il limbo sanitario e quello lavorativo e sociale che stiamo vivendo, ed è il profitto. Il profitto in nome di cui il Servizio Sanitario Nazionale subisce tagli da anni, mentre quello lombardo sacrifica prevenzione e salute pubblica in favore dei privati. Il profitto grazie a cui in luoghi come la provincia di Hubei e la Pianura Padana il COVID-19 è l’ultimo arrivato in una lunga lista di patologie respiratorie esacerbate dall’inquinamento ambientale. Il profitto che ha reso la salute un mercato talmente appetibile che – persino oggi – parlare di nazionalizzazione delle case farmaceutiche è un’eresia. Il profitto che ci ha portati al disastro ambientale di cui oggi anche noi, occidentali e privilegiati, iniziamo a pagare le conseguenze: se il COVID-19 è figlio dello sviluppo capitalista, altre pandemie seguiranno.
La sera dell’8 marzo la Lombardia è stata proclamata zona rossa. Il 9 marzo, molti di noi hanno fatto una lunga passeggiata, prima che iniziasse l’isolamento vero e proprio: l’orizzonte non era violaceo e marrone come al solito, potevamo vedere l’arco alpino dai nostri quartieri. E per Milano no, non è normale. E forse questo è un segno che non tutto deve necessariamente tornare alla “normalità”. Se le misure straordinarie possono essere intraprese per difenderci da un virus, possono esserlo anche per cambiare il nostro rapporto l’ambiente e le specie con cui condividiamo il pianeta. Se possiamo praticare la solidarietà durante una pandemia, possiamo farlo anche per combattere contro le diseguaglianze che abbiamo davanti agli occhi nella nostra mediocre normalità. La nostra generazione ha avuto accesso a un’istruzione che quelle precedenti non avevano: e mentre sappiamo come funziona la società, facciamo fatica a creare reti di cambiamento e contrapposizione al potere dal basso. Se il prezzo del ritorno a quella normalità sarà l’aumento della repressione, delle diseguaglianze e dei regimi autoritari, se è la normalità del capitalismo che ci ha portato sull’orlo del baratro, adesso è il momento di decidere quale normalità vogliamo all’altezza delle nostre lotte e dei nostri sogni.
#menoumeenergoi #wespeaknow
* Alessandra Fiorencis è antropologa e lavora come ricercatrice e scientific editor presso Fondazione ISTUD, Milano
** Dimitris Serafis è un post-doc researcher e docente all’USI – Università della Svizzera italiana
[1] Έτσι παρουσιάστηκε στο δημόσιο λόγο.
[2] Στην ιταλική ο όρος impresa μπορεί να σηματοδοτεί και την στρατιωτική επιχείρηση. Εξού και μπορεί να ειδωθεί ως μεταφορά πολέμου.
[3] Θεσμός ανάλογος εκείνου του οικογενειακού ιατρού στην Ελλάδα.
[4] Στην Λομβαρδία, η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν εκείνη της νοσηλείας όλων, εξανεμιζοντας πολύ γρήγορα τις διαθέσιμες κλίνες. Στην περιφέρεια του Βένετο, αντίθετα, οι γιατροί βάσης, οι υπηρεσίες υγιεινής και οι τοπικές δομές υγείας κατάφεραν να φιλτράρουν τα περιστατικά έτσι ώστε κατέληξαν να νοσηλεύσουν μόλις το 20% των θετικών στον ιό. Κρατώντας στο σπίτι αυτούς που δεν εμφάνισαν συμπτώματα, στην περιφέρεια του Βένετο, απέφυγαν το συνωστισμό των νοσοκομείων και την εξάπλωση του ιού.
[5] Στον ιταλικό Βορρά
[6] In Lombardia la strategia è stata quella di ricoverare tutti, esaurendo molto presto i posti letto. In Veneto, invece, i medici di base, i servizi di igiene e le strutture sanitarie territoriali hanno fatto da filtro, tant’è che è stato ricoverato solo il 20% dei positivi. Tenendo a casa gli asintomatici, in Veneto hanno evitato il sovraffollamento delle strutture ospedaliere e la diffusione del contagio.