Ένα κορίτσι με ξύλινο σπαθί μάς ταξιδεύει σε διαφορετικούς κόσμους
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διηγηθείς ιστορίες. Ιδιαίτερα όταν αυτές οι ιστορίες απευθύνονται σε παιδιά οι συγγραφείς, ιδίως των κλασσικών παραμυθίων, αλλά και κάποιοι σύγχρονοι, έχουν έναν διδακτικό τόνο με σκοπό να διαπλάσουν τα παιδιά – αναγνώστες με τις αξίες τους. Αυτό το διαπλαστικό χαρακτήρα του παιδικού βιβλίου τον έχουμε εντοπίσει όλοι όταν ήμασταν μικροί, κάποιες φορές στα αγαπημένα μας βιβλία μας έχει επηρεάσει στον τρόπο σκέψης μας, ενώ άλλες φορές μας ξένιζε χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το γιατί. Ίσως επειδή όταν είσαι παιδί σε ενδιαφέρει περισσότερο η ιστορία, οι μαγικές εικόνες, η περιπέτεια και λιγότερο το ηθικό συμπέρασμα, ενώ αντίστροφα η σκοπιά του ενηλίκου ενδιαφέρεται περισσότερο για το ποιες αξίες και ιδέες μεταλαμπαδεύει το εκάστοτε παραμύθι στο παιδί και ίσως λιγότερο ενδιαφέρεται για την ίδια την ιστορία.
Ο Σπύρος Γιαννακόπουλος, συγγραφέας εφηβικών και νεανικών αναγνωσμάτων, φαίνεται ότι έχει μια άλλη άποψη για το πώς πρέπει να γράφονται οι ιστορίες για παιδιά και εφήβους. Οι ιστορίες του δεν είναι σε καμία περίπτωση επιτηδευμένα διδακτικές. Αντιθέτως μάλλον γράφοντας περισσότερο με τη ματιά ενός παιδιού, που ανυπομονεί για περιπέτεια και δράση, θα πάρει το μέρος του άτακτου αγοριού ή κοριτσιού που θα κάνει ακριβώς το ανάποδο από αυτό που θα του ζητήσουν οι γονείς του, προκειμένου να ζήσει το δικό του παραμύθι, τη δική του περιπέτεια. Έτσι καταφέρνει ο Γιαννακόπουλος συναισθανόμενος τα ενδιαφέροντα των αναγνωστών αυτής της ηλικίας προσφέρει συναρπαστικές ιστορίες, χωρίς ίχνος βαρεμάρας από διδακτισμούς και σοβαροφάνεια.
Όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται με μια πρώτη ματιά. Η έλλειψη σοβαροφάνειας και επιτηδευμένης διδαχής στις ιστορίες του Γιαννακόπουλου, δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν προβάλλει στις ιστορίες του τον δικό του αξιακό κόσμο. Αντιθέτως δεν διστάζει να προβάλλει τις ιδέες και τις αντιλήψεις του για τα καλά και τα κακά της κοινωνίας μας, αλλά με έναν δημιουργικό τρόπο. Οι ιδέες και οι αξίες του συγγραφέα ενυπάρχουν στις ιστορίες του ως μια κοινή παραδοχή. Για παράδειγμα, η ισότητα μεταξύ των φύλων δεν είναι κάτι που διακηρύσσεται από κάποιον χαρακτήρα στις ιστορίες του, αλλά είναι ένα δεδομένο που πρέπει να το δεχτείς για να μπορέσεις να παρακολουθήσεις την ιστορία. Δηλαδή, ο συγγραφέας μας καλεί να πάρουμε ως δεδομένες αυτονόητες αρχές και αξίες, τις οποίες όμως εν έτει 2018, δυστυχώς υπάρχει ακόμα κόσμος που τις αμφισβητεί.
Με αυτή τη λογική έχει γράψει και την εξαιρετική «Νάνσι», όπου εκεί διαβάσαμε ένα πραγματικά σύγχρονο φεμινιστικό παραμύθι, στο οποίο η πριγκίπισσα δεν έχει απλά να περιμένει καρτερικά τον πρίγκιπα να τη σώσει απ’ το δράκο, να τη φιλήσει και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, αλλά αντίθετα η ίδια παίρνει τα όπλα της, τη συντροφιά της και ξεχύνεται στη μάχη ενάντια στο δράκο για τη σωτηρία αυτής και του βασιλείου της. Έτσι και εδώ, στο «Κορίτσι με το ξύλινο σπαθί» αγόρια και κορίτσια είναι ισάξια στη μάχη (όσο δυνατοί βέβαια μπορεί να είναι απέναντι σε μοχθηρούς μάγους). Και αν καμιά φορά τσακωθούν μπορεί και να τις βρέξει το κορίτσι στο αγόρι. Όλα αυτά δεν είναι αποτελέσματα κάποιας φεμινιστικής επανάστασης που γίνεται στα βιβλία του Γιαννακόπουλου. Είναι απλά η πραγματικότητα…
Το «Κορίτσι με το ξύλινο σπαθί», απ’ τις εκδόσεις Πατάκη, είναι η ιστορία της Νεφέλης, ενός κοριτσιού που βαριέται στις καλοκαιρινές της διακοπές τον Αύγουστο που έχουν φύγει όλοι της οι φίλοι διακοπές. Βαριέται την καθημερινή ρουτίνα παιδικά – βόλτα – ύπνος και ως δια μαγείας μια περιπέτεια ανοίγεται μπροστά της, όταν ταξιδεύει σε έναν μαγικό κόσμο με έναν πρίγκηπα για να αντιμετωπίσουν μια κακή μάγισσα που έχει αιχμαλωτίσει τους γονείς της. Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο περιπέτεια, χιούμορ, μουσική (οι Φάνκι πότες μας θυμίζουν το rock και metal “soundtrack” της «Νάνσι»), αλλά και καλοδουλεμένες ανατροπές, οι οποίες έρχονται τόσο νωρίς και με τέτοια συχνότητα, που δεν επιτρέπουν να πούμε τίποτα παραπάνω για την ιστορία, χωρίς να κάνουμε spoilers!
Ο μαγικός κόσμος στον οποίο ταξιδεύει η Νεφέλη ονομάζεται Γουανατόπια και είναι ένας κόσμος άμεσα, αλλά και έμμεσα επηρεασμένος από τις καλύτερες στιγμές της φανταστικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για έναν κόσμο που υπάρχει δίπλα στον δικό μας κόσμο, αλλά εμείς δεν μπορούμε να τον δούμε ή να πάμε εκεί. Μάλιστα, απ’ τη δική τους οπτική εμείς είμαστε οι “άλλοι” γι’ αυτό και ονομάζεται η δικιά μας πραγματικότητα το «Πέρα». Η ίδια η Νεφέλη προβληματίζεται με αυτή την φαινομενική παραδοξότητα:
«Ανήκε στο Πέρα. Έτσι είχε πει ο πρίγκηπας τον κόσμο της: Πέρα. Στην αρχή την είχε ξενίσει. Γιατί πίστευε ότι μόνο ένας κόσμος υπήρχε. Ο δικός της. Και δεν ήξερε αν είχε όνομα. Ηταν… ο Κόσμος.»
Με αυτόν τον απλό και γλυκό τρόπο ο συγγραφέας μας βάζει να προβληματιστούμε για τη διαφορετικότητα με έναν τρόπο out of the box. Μπορεί, τελικά, εμείς να είμαστε οι διαφορετικοί και όχι οι άλλοι! Και ξαφνικά η πλαστή αίσθηση ανωτερότητας που έχουμε όταν συζητάμε για θέματα όπως η διαφορετικότητα και ο ρατσισμός, διαλύονται συθέμελα.
Γυρνώντας στο μαγικό κόσμο του βιβλίου, οι κάτοικοι της Γουανατόπια, θυμίζουν σε κάποια πράγματα τη δική μας καθημερινότητα, με την εξαίρεση ότι πολλές καθημερινές πράξεις, τις οποίες εμείς καταφέραμε να επιτύχουμε με την εξέλιξη της τεχνολογίας, εκείνοι τις είχαν από παλιά, αφού τις είχαν κατακτήσει με τη δύναμη της μαγείας. Έτσι για παράδειγμα η videoκλήση υπήρχε στους θρύλους της Γουανατόπιας πολύ πριν τα δικά μας smartphones.
Στη δημιουργία του μαγικού παράλληλου σύμπαντος, οι καλύτερες στιγμές της φανταστικής λογοτεχνίας συνδυάζονται εξαιρετικά με τη φαντασία του συγγραφέα και μας προσφέρουν ένα πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα. Η Γουανατόπια είναι ένας μαγικός τόπος με ξωτικά οπλισμένα με τόξα, που μας θυμίζουν τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, με αγορές στις οποίες τα παζάρια είναι υποχρεωτικά για την λειτουργία τους, θυμίζοντάς μας το Ποτέ και Πουθενά του Neil Gaiman, αλλά και με άλλες αναφορές σε σημαντικά έργα της φανταστικής λογοτεχνίας, όπως στο Χρονικό της Νάρνια.
Και μάλιστα, η σχέση του βιβλίου με την nerd κουλτούρα, δεν σταματά στις αναφορές στους κλασσικούς του είδους της φανταστικής λογοτεχνίας, αλλά για μια ακόμη φορά περιλαμβάνει και τον χώρο των comics. Έτσι λοιπόν και σε αυτό το βιβλίο του Γιαννακόπουλου, την εικονογράφηση και τα πρωτογράμματα (τα οποία είναι μικρές αλλά όμορφες και αστείες λεπτομέρειες στη ροή της ανάγνωσης) τα σχεδίασε ο Πέτρος Χριστούλιας (Τριγυρνώ μες στην Αθήνα, Γυρνώ σαν νυχτερίδα, Αφού μ’ αρέσει να γυρνώ).
Εν κατακλείδι, το «Κορίτσι με το ξύλινο σπαθί» είναι ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα, που θα αφήσει ικανοποιημένους και τους μικρούς και τους μεγαλύτερους αναγνώστες. Αλλά ιδιαίτερα, όσον αφορά την παιδική και εφηβική λογοτεχνία, είναι άλλη μια ευχάριστη έκπληξη απ’ το Σπύρο Γιαννακόπουλο, ο οποίος χωρίς κανένα διδακτισμό και καμία σοβαροφάνεια, μας βάζει να σκεφτούμε διαφορετικά για να καταλάβουμε τελικά την σύγχρονη πραγματικότητα όπως είναι (ή τουλάχιστον όπως θα έπρεπε να είναι) και όχι όπως μας την παρουσιάζουν καθημερινά οι γιαγιάδες στα λεωφορεία, οι τρομολάγνοι των δελτίων των 8 και τόσοι άλλοι. Και σε αυτό τον κόσμο και σε έναν άλλο κόσμο μαγικό, που μπορεί να τον λένε Γουανατόπια, μπορεί και αλλιώς, η ελπίδα βρίσκεται στα κορίτσια που παίρνουν το ξύλινο σπαθί τους και δημιουργούν τις δικές τους περιπέτειες.
Όμως μην ξεχνάμε. Το «Κορίτσι με το ξύλινο σπαθί» είναι μια περιπέτεια γεμάτη δράση, οπότε ας θυμηθούμε τον σκοπό που τραγούδησαν οι Φάνκι Πότες στην περιοδεία τους στα πανδοχεία της Γουανατόπια:
«Οπλιστείτε, πάρτε θέσεις
Ο εχθρός είναι παρών
Πάρτε ξίφη, πάρτε τόξα
Ο εχθρός προ των πυλών.»