"Ένα τραγούδι για μια μαύρη πλύστρα"

Για το ποίημα του Λάνγκστον Χιουζ "A Song to a Negro Wash Woman"

| 12/12/2017

Ω,  πλύστρα
Με  τους αγκώνες βουτηγμένους  στις  άσπρες σαπουνάδες

Ψυχή πλυμένη καθαρή
Ρούχα πλυμένα καθαρά
Έχω πολλά τραγούδια να σου τραγουδήσω
Αρκεί να έβρισκα τις λέξεις.

Ήταν τέσσερις η ώρα ή έξι ένα χειμωνιάτικο απόγευμα,

Που σ’ είδα να στύβεις το τελευταίο πουκάμισο στης δεσποινίδας  Λευκής

Την κουζίνα της Κυρίας; Να ’τανε τέσσερις η ώρα ή έξι;

Δε θυμάμαι.

Ξέρω όμως, πως στις εφτά η ώρα ένα ανοιξιάτικο πρωινό ήσουνα στη Βερμόντ Στριτ με έναν μπόγο στην αγκαλιά και ξεκινούσες για μπουγάδα.

Ξέρω ακόμη πως σε είδα στον υπόγειο στη Νέα Υόρκη το σούρουπο να γυρνάς στο σπίτι απ’ τη μπουγάδα.

Ναι, σε ξέρω, πλύστρα.

Ξέρω πώς τα στέλνεις τα παιδιά σου στο σχολείο και στο γυμνάσιο και στο κολέγιο ακόμα.

Ξέρω πώς δουλεύεις και βοηθάς τον άντρα σου όταν δυσκολεύουν οι καιροί.

Ξέρω πώς χτίζεις το σπίτι σου απ’ τη σκάφη και την αποκαλείς  σπιτικό σου.

Και πώς υψώνεις τις εκκλησιές σου από άσπρες  σαπουνάδες να λατρέψουν τον Άγιο τον Θεό.

Σε είδα και να τραγουδάς, πλύστρα. Έξω, στην πίσω αυλή, κάτω απ’ τις μηλιές, να τραγουδάς, κρεμώντας ασπρόρουχα σε μακριά σχοινιά μες στο λιοπύρι.

Σε είδα ακόμα  μια Κυριακή πρωί στην εκκλησιά να ψάλλεις, να δοξάζεις τον Ιησού σου, γιατί μια μέρα σίγουρα θα καθίσεις εκ δεξιών του Υιού του Θεού και θα ξεχάσεις πως ήσουν κάποτε πλύστρα. Την πλάτη που πονά, τον μπόγο με τα ρούχα, κανένας δεν θα τα θυμάται.

Ναι, σε είδα και να τραγουδάς.

Κι έτσι για σένα,

Ω, πλύστρα που μας τραγουδάς
Για σένα, μικροκαμωμένη μελαμψή που τραγουδάς,

Μαύρη γυναίκα δυνατή που τραγουδάς

Ψηλή γυναίκα κίτρινη που τραγουδάς,

Με  τους αγκώνες βουτηγμένους στην άσπρη σαπουνάδα

Ψυχή καθαρή
Ρούχα καθαρά
Για σένα έχω πολλά τραγούδια να φτιάξω
Ας έβρισκα μόνο τις λέξεις.


‘A Song to a Negro Wash-woman’, Langston Hughes

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σήμερα, οι περισσότεροι νέγροι λίγα γνωρίζουν κι ακόμα λιγότεροι πιστεύουν στις παραδόσεις του παλιού Αμερικάνικου Νότου, γιατί βασικά ασχολούνται με το παρόν και το επαγγελματικό τους μέλλον μέσα σ’ αυτή τη πολυεθνική και άκρως ανταγωνιστική χοάνη. Η υπενθύμιση της χαμηλής θέσης που βρισκόταν κάποτε η φυλή τους, της δουλείας  και των αγώνων για ισότητα περνάει γι αυτούς, ίσως, σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, στην ιστορία της αφροαμερικάνικης κοινότητας και στη ζωή των νέγρων, ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει αναμφισβήτητα η σεβάσμια μορφή της νέγρας γυναίκας, η οποία συνεισέφερε τα μέγιστα στην οικογένειά της. Ήταν η μαύρη πλύστρα. Φυσικά από τότε πέρασαν κάποιες δεκαετίες, ένας-δύο αιώνες, κι η μηχανοποίηση του βιομηχανικού κόσμου έστειλε την πλύστρα στο περιθώριο του σήμερα. Οι απογραφές της εποχής, όμως, ήταν αποκαλυπτικές. Το 1890 αναφέρθηκαν πως υπήρχαν κάπου 150.000 πλύστρες, 220.000 το έτος 1900, και σχεδόν 400.000 το 1910. Στη δεκαετία του 1920, ωστόσο, πρέπει να υπήρχαν 280.000, αλλά έκτοτε ο αριθμός αυτός είδε σταδιακή μείωση. Η εισαγωγή στην καθ’ ημέρα πράξη του πλυντηρίου, η ταχύτητα, το καλύτερο αποτέλεσμα και το χαμηλότερο κόστος που απαιτούσε, έστρεψαν όλους μακρυά από το παραδοσιακό εκείνο επάγγελμα.

Η  νέγρα πλύστρα, στην πραγματικότητα, θυσίασε τη ζωή της για τους άλλους. Σε όλες τις περιόδους της αφροαμερικάνικης ιστορίας η ζωή της χωρίς εξαίρεση ήταν ένας αδυσώπητος διαρκής μόχθος για εκείνους που αγαπούσε. Στην ιστορία των ανθρώπων δεν υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα για να παραλληλιστεί το έργο και η προσφορά της, το φιλάνθρωπο πνεύμα και η ανιδιοτελής υπηρεσία της.

Ορισμένες  λεπτομέρειες της ιστορίας είναι ενδιαφέρουσες. Σκλάβα κυριολεκτικά του λευκού αφεντικού, κάποτε ερωμένη, έπρεπε να μοχθήσει συχνά από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Με την επιστροφή της στο σπίτι, έπρεπε να ταλαιπωρηθεί εκ νέου για να καθαρίσει μια παραμελημένη καλύβα, να προετοιμάσει το φαγητό της οικογένειας και να πλύνει τα ρούχα των εγκαταλελειμμένων παιδιών της, ενώ ο σύζυγός της, επίσης εξουθενωμένος  από την ακόμα βαρύτερη ταλαιπωρία της ημέρας, είχε το χρόνο να ξεκουραστεί. Πέρα απ’ όλα αυτά, συχνά αναλάμβανε παράλληλα κι  άλλες εργασίες, με τις  οποίες εξοικονομούσε  κάποια επιπλέον  χρήματα για να εξαγοράσει την ελευθερία της και μερικές φορές του συζύγου και των παιδιών της. Συχνά η συμπόνια της για έναν σκλάβο που διωκόταν για υπαρκτό ή πλασματικό αδίκημα, την οδηγούσαν να  χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις της για να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του με υψηλό φυσικά κόστος. Στη δουλεία του Νότου, ήταν ουσιαστικά ο αρχηγός της οικογένειας, αφού αρκετά συχνά ο σύζυγός της ήταν ‘ανύπαρκτος’. Δεν επιτρεπόταν  να παντρευτεί σύμφωνα με το νόμο, και σύντομα γνώρισε ότι  γάμος σήμαινε να ζει με κάποιον άντρα με τη συγκατάθεση του αφεντικού της, και συχνά ενάντια στη θέληση των ίδιων των δούλων. Σε κάποιες περιόδους, ο λευκός αφέντης διέταζε τις γυναίκες να συνευρεθούν με άνδρες και το αντίστροφο, με σκοπό να γεννήσουν πολυάριθμους σκλάβους και απογόνους κατάλληλους προς εργασία και πώληση και η γνώμη του φυσικά επικρατούσε πάντοτε. Σε αυτές τις περιπτώσεις πώλησης σκλάβων, εργατικών χεριών δηλαδή, η γυναίκα έμενε μόνη και σε τελική ανάλυση η φροντίδα των παιδιών έπεφτε σε αυτή, ενώ ο πατέρας εργαζόταν σε κάποια άλλη απομακρυσμένη φυτεία και το πιθανότερο έβρισκε άλλη γυναίκα. Αυτή που έμενε πίσω, αναγκαστικά έπρεπε να εργαστεί με σύνεση και ακατάπαυστα εάν ήθελε να προσφέρει στοιχειώδεις ανέσεις στην οικογένειά της, κι αν δεν μπορούσε να εξοικονομήσει χρήματα από κάπου αλλού, κατέφευγε στο πλύσιμο ξένων ρούχων. Και μπορεί όλα αυτά να συνέβαιναν πολύ παλιά, αλλά και στην προπολεμική περίοδο, ο μόχθος των μαύρων γυναικών δεν ήταν λιγότερος, αφού έπρεπε με κάποιο τρόπο να συμπληρωθεί το πενιχρό εισόδημα του συζύγου της. Κι αυτό φυσικά εργαζόμενη στις πλέον ταπεινωτικές εργασίες για τις οποίες δεν ενδιαφέρονταν οι περισσότεροι λευκοί, και μια από αυτές ήταν εν προκειμένω το πλύσιμο ρούχων. Στο Βορρά κατά τη διάρκεια αυτών των προπολεμικών χρόνων, η νέγρα πλύστρα δεχόταν ακόμη μεγαλύτερη σωματική και ψυχολογική επιβάρυνση. Στον Νότο, οι προσπάθειες της νέγρας ήταν σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικές του πενιχρού έστω εισοδήματος του συζύγου, αλλά, στον Βορρά, συχνά ήταν η μόνη που συνεισέφερε στην οικογένεια, ακόμη και όταν είχε ικανό για εργασία άντρα. Κι αυτό γιατί εκεί οι περισσότεροι νέγροι καταδικάστηκαν σταδιακά σε αδράνεια, αφού αρκετοί μετανάστες από την Ευρώπη, ειδικά τον πρώτο καιρό, κατέλαβαν ακόμα και τις πλέον αποκρουστικές και ταπεινωτικές θέσεις εργασίας, οι οποίοι για να είμαστε δίκαιοι ήταν σαφώς περισσότερο εκπαιδευμένοι από τους νέγρους.  Πάντως, ένα είναι σίγουρο. Χωρίς τη νέγρα πλύστρα, πολλοί νέγροι την προπολεμική περίοδο είτε θα πέθαιναν από την πείνα, είτε θα είχαν  αναγκαστεί από τις περιστάσεις να επιστρέψουν στην επώδυνη δουλεία στον Νότο. Συνήθως ήταν το κεντρικό πρόσωπο κι ένας σημαντικός παράγοντας της οικογένειας, και ακόμα η πραγματική εκπρόσωπος του σπιτιού στον έξω κόσμο. Εξ ίσου σημαντική ήταν η θέση της, όμως, στη ζωή και στα τρέχοντα προβλήματα της κοινότητας. Η μικρή έστω χειραφέτηση των νέγρων, αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, δεν ανύψωσε την κατάσταση των γυναικών αυτών ούτε τους πρόσφερε άμεση ανακούφιση από τα πολλά βάρη τα οποία είχαν αναλάβει. Συνέχισαν την ίδια δουλειά στα σπίτια τους, αν και σε μεγάλο βαθμό απομακρύνθηκαν από την εργασία στις βαμβακοφυτείες, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα.

Στην πορεία του χρόνου, βεβαίως, κάποια πράγματα άλλαξαν. Οι μαύροι απέκτησαν ελευθερία, και κλήθηκαν από τις περιστάσεις να αγοράσουν σπίτια, ώστε να αποκτήσουν μόνιμη σύνδεση με την κοινότητα. Και μπορεί τα οικόπεδα να ήταν φθηνά, αλλά τα διαθέσιμα χρήματα του νοικοκυριού  ήταν επίσης λιγοστά. Συνεπώς η απόσυρση της  πλύστρας από το επίπονο έργο της, φάνταζε αδύνατη, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις, κι αρκετές  φορές ήταν αυτή που έπαιρνε την πρωτοβουλία για την αγορά του σπιτιού της οικογένειας. Ακολουθούσε κατά πόδας το φιλόδοξο θέμα της εκπαίδευσης των τέκνων, στο οποίο οι μαύροι είχαν επενδύσει και ήλπιζαν πολλά. Καινούργιες επιβαρύνσεις πάλι για την οικογένεια. Τα  ιεραποστολικά σχολεία που  ιδρύθηκαν από τους δασκάλους που είχαν κατέβει από το Βορρά, απαιτούσαν την καταβολή διδάκτρων καθώς και κάποιου ποσού για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια όπου διέμεναν οι σπουδαστές. Μερικές φορές, όταν δεν υπήρχαν παιδιά να εκπαιδευτούν, ο μαύρος σύζυγος φιλοδοξούσε να γίνει δάσκαλος ή κάτι άλλο, και έτσι έπρεπε να πάει για εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία, οπότε η σύζυγος πάλι αναλάμβανε  την ευθύνη του σπιτιού με το πλύσιμο ρούχων.

Αυτή η μακρόχρονη προσπάθεια της νέγρας πλύστρας σήμερα δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί όσο πρέπει. Ο Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) από τη δική του θέση, δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος στο έργο και την ιστορία της!

James Mercer Langston Hughes, (1 Φεβρουαρίου 1902 – 22 Μαΐου 1967) Αμερικανός ποιητής

 

Oh, wash-woman/Arms elbow-deep in white suds/Soul washed clean/ Clothes washed clean—/I have many songs to sing you/ Could I but find the words.

Was it four o’clock or six o’clock on a winter afternoon/ I saw you wringing out the last shirt in Miss White/ Lady’s kitchen? Was it four o’clock or six o’clock?/I don’t remember.

But I know, at seven one spring morning you were on Vermont Street with a bundle in/ your arms going to wash clothes/ And I know I’ve seen you in a New York subway train in the late afternoon coming home/ from washing clothes.

Yes, I know you, wash-woman/I know how you send your children to school, and high-school, and even college/I know how you work and help your man when times are hard/ I know how you build your house up from the wash-tub and call it home/ And how you raise your churches from white suds for the service of the Holy God.

And I’ve seen you singing, wash-woman. Out in the backyard garden under the apple/trees, singing, hanging white clothes on long lines in the sun-shine. /And I’ve seen you in church a Sunday morning singing, praising your Jesus, because/ some day you’re going to sit on the right hand of the Son of God and forget you ever/were a wash-woman. And the aching back and the bundles of clothes will/be/unremembered then/Yes, I’ve seen you singing.

And for you/O singing wash-woman/ For you, singing little brown woman/Singing strong black woman/Singing tall yellow woman /Arms deep in white suds/ Soul clean/Clothes clean— /For you I have many songs to make/ Could I but find the words.