Ένα Τραγούδι για την Αρμπόν – Μια μελωδία υλισμού σε fantasy σκηνικό
Οι σταυροφορίες στον κόσμο της φαντασίας
Αυτό το πολύπλοκο υφαντό σχέσεων εξουσίας μεταξύ ευγενών έρχεται να γίνει ακόμα πιο μπερδεμένο υπό το πλαίσιο της λατρείας μιας θεάς, της Ριάν. Η άνοδος της Ριάν στο πάνθεο αντικατοπτρίζει εξάλλου και τη διαφορετική αντιμετώπιση των γυναικών στη χώρα αυτή, όπου μπορούν να κατέχουν εξουσία και περιουσία. Οι γυναίκες στην Αρμπόν μπορούν να φτιάχνουν μουσική και να διαλέγουν ποιον και πώς θα αγαπούν. Βέβαια δεν είναι όλα ρόδινα, οι συνθήκες είναι ακόμα αυτές μιας μεσαιωνικής οικονομίας. Έτσι οι γυναίκες παραμένουν δέσμιες στα φεουαδαρχικά παιχνίδια συμμαχιών και γάμων.
Ωστόσο αυτή η μερική ανεξαρτησία είναι κάτι που στα μάτια όλου του υπόλοιπου κόσμου των (μόλις ) έξι χωρών μοιάζει σαν μια απαράδεκτη παρέκκλιση από τη λατρεία του πατριαρχικού Κοράννος, προστάτη της εξουσίας του πολέμου και της βίας. Μάλιστα η θρησκεία και η εντελώς αντίθετη αντιμετώπιση των φύλων είναι που υπάρχει και στη βάση της αντιμαχίας της Άρμπόν με τον βόρειο γείτονα της, τη χώρα της Γκορώ, όπου το κάψιμο «μαγισσών» είναι κάτι συνηθισμένο. Η εκτόνωση της διαμάχης αυτή αποτελεί και ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου, ενώ το υπόλοιπό (και μεγαλύτερο) είναι το κτίσιμο της.
Με ένα πρώτο λοιπόν βλέμμα, ο Κay μας δίνει μια μάλλον τυπική μάχη καλού και κακού, παρόλο που το καλό εδώ μοιάζει περισσότερο με μια μάλλον μετριασμένη ανθρωπιστική παραχώρηση, και μάλιστα προς μια αστική κατεύθυνση, μπροστά σε ένα απόλυτο κακό θρησκευτικού και πατριαρχικού φανατισμού, όπου οι γυναικοκτονίες είναι κάτι όχι μόνο αποδεκτό αλλά και επιβεβλημένο. Βέβαια το fantasy, στον πυρήνα του, παραμένει ένα συντηρητικό είδος, βασισμένο σε μύθους άλλων εποχών με στόχο να προωθηθούν άλλες ιδεολογίες, οπότε κάτι τέτοιο δε θα ήταν κάτι μη αναμενόμενο.
Ωστόσο ο Kay δεν εξελίχθηκε σε μεγάλο συγγραφέα κάνοντας τα αναμενόμενα. Έτσι σε αυτή τη θρησκευτική και πολιτισμική διαμάχη, η οποία αναγνωρίζει και ο ίδιος αλλά και οι χαρακτήρες του ότι είναι θέμα ιδεολογίας, εντάσσει ο ίδιος την αυταπόδεικτη υλική διάσταση του πολέμου, ο οποίος ενδύεται τα θρησκευτικά άμφια και ορκίζεται στον Κοράννος εκδίκηση, ενώ στην ουσία αυτό που αναζητά είναι γη για τους ευγενείς, κεφάλαιο για τους εμπόρους και τίτλους για τους ιππότες του. Την ίδια στιγμή η διαφύλαξη της εξουσίας ανδρών επί γυναικών και ο υποβιβασμός των τελευταίων ως κτημάτων φαίνεται πως δεν αγγίζει παρά τους πιο συντηρητικούς από αυτούς.
Ταυτόχρονα, εκμεταλλευόμενος τη φεουδαρχική, αποσυγκεντρωτική δομή εξουσίας, διασπά το κέντρο αφήγησης του, και αντί για την Αρμπόν και τη Γκορώ έχει δεκάδες χαρακτήρες και στα δύο στρατόπεδα, με τους δικούς τους σκοπούς ο καθένας, τις δικές τους φιλοδοξίες και στόχους.
Αυτοί οι χαρακτήρες, ευγενείς και ιέρειες, πολεμιστές και τροβαδούροι, βασιλιάδες και μητέρες, με την αξιόπιστη πένα του Kay, ζωντανεύουν, αποκτώντας ξεχωριστή ζωή και χαρακτηριστικά ο καθένας. Μάλιστα, σε αντίθεση με το κατά τα άλλα αγαπημένο Υφαντό της Φιόναβαρ, τα μοτίβα που ο καθένας εξυπηρετεί δεν αφήνονται να καταπιούν τους χαρακτήρες.
Ο καθένας τους μπορεί να υποφέρει, να ξεσπάσει, να οργιστεί, να ερωτευτεί ή ακόμα και να λειτουργήσει ως σεξουαλικός άνθρωπος, σε κάποιες περιπτώσεις βέβαια ωραιοποιημένα και αισθαντικοποιημένα, καθώς ίσως παρασύρεται και ο ίδιος ο Kay από τον ρομαντισμό των τροβαδούρων, στίχοι των οποίων βρίσκονται διάσπαρτοι στο κείμενο, δίνοντας μας και την ηχητική συμπλήρωση της εικόνας της κοινωνίας της Άρμπόν.
Φυσιογνωμίες όπως ο Μπετράν Ντε Ταλαίρ, ή η ηλικιωμένη επικεφαλής της Αρμπόν Σιν ντε Μπαρμπενταίν ξεχωρίζουν σαν ανθρώπινες, τραυματισμένες και οικείες μορφές, ακόμα και αν η ιστορία τους αναγκάζει να πάρουν σκληρές αποφάσεις, ή η οργή τους ωθεί να γίνουν τέρατα. Την ίδια στιγμή, δυστυχώς, πολλοί μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο του ρεαλιστικά φανατισμένου μισογύνη Γκάλμπερ ντε Γκαρσαίν πολλούς σημερινούς κήρυκες του μίσους, και μάλιστα σε θέσεις εξουσίας.
Ανάμεσα σε αυτέςς τις κεντρικές φιγούρες βέβαια, ο Kay δεν ξεχνά και τους απρόσωπους στρατιώτες, τροβαδούρους και δουλοπάροικους, οι οποίοι, αν και θεοσεβούμενοι, είναι περισσότερο πρόθυμοι να παλέψουν για ένα κομμάτι γης στα νότια, μια βάρκα για ψάρεμα και τελικά, ένα μερίδιο στη ζωή που έχουν ήδη, παρά για τα ουράνια σώματα και τους θεούς που αρκούνται σε δυσεπίλυτους γρίφους και θολές προειδοποιήσεις, οι οποίες κάποιες φορές πρέπει να «σπρωχτούν» από τα ιερατεία τους. Γίνεται εμφανές έτσι σε όλους πως αυτή είναι και η κινητήρια δύναμη πίσω από τη διαμάχη, η ανάγκη και όχι το μίσος για το διαφορετικό, το οποίο η πρώτη αναγκαστικά υποδαυλίζει σαν καύσιμο.
Το Ένα Τραγούδι Για Την Αρμπόν καθορίζει επίσης και τη γραφή του Κay, ο οποίος, αν και συνεχίζει τις μακρές, λυρικές πολλές φορές περιγραφές, τώρα μένει πιο κοντά στα γεγονότα, τα ακολουθεί όπως ο άνεμος το κατέβασμα ενός ξίφους αντί για έναν μακρινό, νηφάλιο τροβαδούρο που αφηγείται μια ιστορία. Πολύ πιο άμεσος, αφήνεται στο να δημιουργήσει τη δική του αίσθηση θαύματος για την Αρμπόν και καταφέρνει, μαζί με τους ζωντανούς χαρακτήρες, να πλάσει και έναν ζωντανό κόσμο, για τον οποίο μας κάνει να νοιαστούμε και να συγκινηθούμε. Τελικά, αν και στην Αρμπόν δεν υπάρχει μαγεία, με την έννοια του epic όπως στη Φιόναβαρ ή του ηρωικού ταξιδιού όπως στη Tigana, υπάρχει μια ζεστή, κοινωνική θαλπωρή, που είναι μια μαγεία εντελώς δική της.
Επιλογικά ναι, το Ένα Τραγούδι Για Την Αρμπόν όχι μόνο διατηρεί τη δύναμη του σχεδόν 30 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, αλλά καταφέρνει να είναι ίσως και πιο επίκαιρο από τη στιγμή που γράφτηκε. Αυτό βέβαια δεν οφείλεται (μόνο) στον Kay, αλλά και στις συνθήκες που ξυπνούν τέρατα από το παρελθόν και τους ζητούν να αναλάβουν τις ζωές μας. Ας δούμε λοιπόν και εμείς ιστορίες για το πως θα τα σκοτώσουμε ξανά.