"Αγαπημένη μου μαμά, γίνεται χαμός εδώ." [Ένα γράμμα για τις μέρες που ζούμε v.7]
Postcards from Greece: Ημέρες δημοψηφίσματος.
Αυτές τις μέρες, νιώθουμε ότι θέλουμε να πούμε και να διαβάσουμε κάτι, πέρα από «σφιχτές αναλύσεις» ειδικών για την κατάσταση. Θέλουμε να φωνάξουμε, να μας ακούσουν πώς νιώθουμε. Θέλουμε να μπορέσουμε να σπάσουμε την απόσταση που πολλές φορές διαστρεβλώνει την ίδια την ουσία. Να μπορέσουμε να εξηγήσουμε, να μεταδώσουμε την κατάσταση εδώ στην Ελλάδα, σε δικούς μας ανθρώπους ακόμη (και ειδικά) αν μένουν πολύ μακριά…
Γι” αυτό, συντάκτες «του Περιοδικού» γράφουν ένα γράμμα σε ένα φίλο ή μία φίλη τους, με σκοπό να μιλήσουν για τις παράξενες μέρες που ζούμε αυτή την εβδομάδα. Γι” αυτό, σας καλούμε να γράψετε κι εσείς, οι αναγνώστες, ένα γράμμα σε αγαπημένο σας πρόσωπο, με αφορμή τούτες τις μέρες, και να το δημοσιεύσουμε στο Περιοδικό. Όποιος-όποια θέλει, στέλνει στο inbox της σελίδας μας στο fb.
Το έβδομο γράμμα στέλνει η Ειρήνη Γαϊτάνου, συντάκτρια του ToPeriodiko.gr
Αθήνα, 2 Ιούλη 2015
Αγαπημένη μου μαμά,
γίνεται χαμός εδώ. 5 χρόνια κρίσης μας έχουν οδηγήσει σε μια απίστευτη κατάσταση. 1,5 εκ. άνεργοι, κυρίως νέοι, 3 εκ. άνθρωποι στο όριο της φτώχειας, καθημερινές αυτοκτονίες, κατάρρευση κάθε δικαιώματος, μισθών και συντάξεων, υγείας και παιδείας. Εσύ βέβαια έφυγες το 2005. Τότε, ήταν και καλά η ψευδεπίγραφη εποχή της ευημερίας. Ανάπτυξη, ευρώ, ολυμπιακοί αγώνες, μικροαστισμός. Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες, για όσους και όσες επέμεναν να μην το βάζουν κάτω.
Θυμάμαι, που λες, πάντα δυο σκηνικά. Τα θυμάμαι κυρίως όταν φοβάμαι, λιγοψυχώ, κουράζομαι. Το πρώτο ήταν στα αντιπολεμικά του 2003. Πρώτα έτη του πανεπιστημίου εγώ, ένιωθα απόλυτα αποφασισμένη και ατρόμητη όπως είναι οι περισσότεροι/ες σε αυτή την ηλικία. Είχαμε κατέβει μαζί στην πορεία και είχαν έρθει μαζί σου κάτι συναδέλφισσες από τη δουλειά που διαδήλωναν πρώτη φορά στη ζωή τους. Είμαστε λοιπόν εκεί, και ξαφνικά κάπου μετά τον Ευαγγελισμό, μας κάνουν ένα τρελό ντου οι μπάτσοι, με χημικά και ξύλο (τότε η ριπή χημικών ήταν κάπως πιο πρωτόγνωρη, που να φανταζόμασταν τι θα επακολουθούσε), κι αρχίζει ο κόσμος να τρέχει πανικόβλητος, να πηδάει τα σκαλιά για να γλιτώσει. Κι είσαι εσύ εκεί, στο δρόμο, και προσπαθείς να κρατήσεις την αλυσίδα – από τη μια μεριά κρατάς σφιχτά εμένα, από την άλλη τις πανικόβλητες συναδέλφισσες που όμως παραμένουν. Ώσπου συνειδητοποιώ τι γίνεται, και σου λέω, ρε μαμά, έχουν φύγει όλοι, τι κάνουμε; πάμε να φύγουμε.. Και εσύ μας λες με απίστευτη ψυχραιμία, τέτοια που εμπνέει όλη την εμπιστοσύνη του κόσμου, μέσα στη μέση ενός δρόμου θολού από τα δακρυγόνα: δε σπάμε, δε σπάμε, δε φοβόμαστε – δε θα μας σπάσουν.
Το δεύτερο ήταν πάλι το 2003, στη Θεσσαλονίκη, με την Πρωτοβουλία Αγώνα, στη σύνοδο κορυφής το καλοκαίρι. Τι μέρες. Είχες ανέβει, μα δεν μπορώ να σε θυμηθώ όλο το τριήμερο, φταίει άραγε ο ενθουσιασμός μου από τη νέα εμπειρία που ένιωθα τόσο από τότε ότι θα με καθορίσει; Σε θυμάμαι όμως τόσο καθαρά την Παρασκευή, που κάναμε την πορεία στη Χαλκιδική, και ξαφνικά βατραχάνθρωποι μας πετάνε δακρυγόνα μέσα από τη θάλασσα, από τις βάρκες! Και τρέχουμε προς τα πίσω, και ξαφνικά εγώ δεν μπορώ να δω τίποτα, τα δακρυγόνα με τσούζουν στα μάτια τόσο πολύ, και περπατάμε αγκαλιά και μου λες μην αγχώνεσαι, βλέπω εγώ, περπάτα με σιγουριά, θα τα καταφέρουμε.
Άλλες εποχές τότε. Τότε ήταν, όπως και να το κάνουμε, πιο λίγοι οι περήφανοι άνθρωποι, αυτοί που δε μασούσαν από την τρομοκρατία και τα “ήθη” της νέας εποχής, που επέμεναν να παλεύουν για ένα κόσμο δικαιοσύνης, αξιοπρέπειας, ισότητας, για μια άλλη κοινωνία. Όταν η ενσωμάτωση και ο συμβιβασμός όριζαν το τοπίο. Τότε, που το πασίγνωστο δόγμα TINA -There is no alternative της σιδηράς κυρίας, φαινόταν να μας κατακλύζει και όλοι διακήρυτταν το τέλος της ιστορίας.
Σήμερα όμως, Ding dong! The wicked witch is dead! Δεν είναι πια εκείνοι/ες οι λίγοι/ες, που ύψωναν πύργο ατίθασο σε καιρούς σκοτεινούς. Σήμερα είναι ο περήφανος λαός που υψώνει κεφάλι. Μεσολάβησαν βέβαια πολλά. Είναι αυτά που σου έλεγα στην αρχή, 5 χρόνια μνημόνια, πραγματική κοινωνική καταστροφή. Είναι όμως και οι εξεγέρσεις της εποχής μας. Για μας, λίγο πιο πολύ το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007, που πολιτικοποίησε μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών και αγωνιστριών. Αυτοί/ες που σήμερα χτυπιούνται από την κρίση, την οικονομικο-πολιτική αλλά και της αριστεράς, επιμένοντας να ψάχνουν εναγωνίως πώς μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς. Από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, που όμως τους ενώνουν τα αόρατα νήματα εκείνης της εποχής, και σήμερα αυτό είναι πιο φανερό από ποτέ. Που βρίσκονται εδώ ή μετανάστευσαν μπας και καταφέρουν να επιβιώσουν, αλλά πάντα σκέφτονται πώς θα γυρίσουν. Που η στράτευση τους -μας!- στην αριστερά είναι καταστατική εαυτού, αλλά τα αδιέξοδα που ένιωσαν κατά καιρούς (πολιτικά αδιέξοδα, ξέρεις από αυτά, τα έχει ζήσει πολύ βίαια η δική σου γενιά), υπήρξαν συχνά αμείλικτα, μέσα σε μια εποχή γενικευμένης αβεβαιότητας: Πώς να σπαταληθούμε; Αξίζει; Κι ήξεραν το ίδιο λεπτό που έθεταν το ερώτημα ότι η απάντηση είχε ήδη δοθεί: χωρίς αυτή τη συλλογική στράτευση, εκείνο το τρομερό συναίσθημα κάθε φορά που τα δίνουμε όλα για όλα, που βγαίνουμε στο δρόμο, μαζί, που νιώθουμε ότι έχουμε δίκιο και μπορούμε, χωρίς αυτά η ζωή μας είναι μισή, δεν είναι καν ζωή, είναι επιβίωση και αν. Αυτό ντε, το όμορφο συναίσθημα που νιώθουμε κι αυτές τις μέρες, στην ολόψυχη μάχη του δικού μας μεγάλου ΟΧΙ. Κι ύστερα, ήρθε εκείνος ο τρομερός Δεκέμβρης του 2008, ο κύκλος της διετίας 2010-2012, οι πλατείες, οι απεργίες, οι δρόμοι που γίνονταν για λίγο ή περισσότερο δικοί μας, το κοινωνικό και πολιτικό ρήγμα που κάθε άλλο παρά έκλεινε – κάθε άλλο παρά κλείνει.
Το τέλος του τέλους της ιστορίας λοιπόν. Και σήμερα, είναι αυτός ο λαός που καλείται να πει το δικό του περήφανο ΟΧΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ, ενάντια σε κάθε μνημόνιο, το ΟΧΙ της ρήξης. Απέναντι σε όλα τα παπαγαλάκια και τους απολογητές της ιστορίας, απέναντι σε ολόκληρο το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, που έχει συνασπιστεί χωρίς προηγούμενο στο ναι της υποταγής του, με πρωτοστάτες τους τρομοκράτες των ΜΜΕ. Είναι φοβερά ταξική αυτή η μάχη, είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ. Και φαίνεται ότι αυτός ο μικρός λαός, αυτός που επιμένει να πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια, για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι, μπορεί να υψωθεί μπρος στα λιοντάρια, κοιτώντας τα ευθεία στα μάτια και ξεπερνώντας έτσι το φόβο του – θα μπορέσει, τραγουδώντας, να ραγίσει τα λιθάρια. Χαμόγελα στο δρόμο. Φόβος ακόμα, ναι, αγωνία, ναι, έλλειψη προετοιμασίας, ναι, αλλά χαμόγελα.
Έπρεπε να είμαστε πιο έτοιμοι/ες – τώρα ότι λείπει, λείπει, που θα’ λεγαν κι οι Ζαπατίστας. Μη χάσουμε το τρένο της ιστορίας από φόβο: το δρόμο τον ανοίγεις πάντα περπατώντας, όσο έτοιμος κι αν είσαι (πότε είσαι;). Αν ήσουν εδώ, θα τα συζητούσαμε όλα αυτά. Ξέρω πάντως τώρα λίγο πιο πολύ, μην ανησυχείς, περπατώ με σιγουριά, θα τα καταφέρουμε. Όχι από τη μια στιγμή στην άλλη, όχι εύκολα, όχι χωρίς παλινωδίες, λάθη και οπισθοχωρήσεις. Αλλά ξέρουμε ότι το δεν πάει άλλο δεν μπορεί να βρει το θα πάει αλλιώς, παρά μόνο αν βουτήξει τολμηρά στα βαθιά νερά της πραγματικότητας. Επιτέλους λοιπόν, απέναντι στο θάνατό τους, μια χαραμάδα ζωής. Και ξέρεις πόση δύναμη μπορεί να έχει μια χαραμάδα όταν μπαίνει από εκεί το φως. Δε φοβόμαστε – δε θα μας σπάσουν. Είναι όμορφος ο κόσμος όταν αλλάζει, είναι όμορφες οι πόλεις μας αυτές τις μέρες.
Θα αναλάβουμε το μερίδιο ευθύνης μας, θα σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά,
Δεν υποχωρούμε – Δε μασάμε σε τίποτα – ΜΕΓΑΛΟ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣ, ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΟΧΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
Ειρήνη
[hr]
Υστερόγραφο 1 :
[hr]
Καλά, αν έβλεπες τη στάση του ΚΚΕ θα τρελαινόσουν! Δεν ξέρω βέβαια κιόλας, ίσως την περίμενες, ίσως εσείς που φεύγατε τότε, στη μεγάλη δεκαετία του ’80 να νιώθατε βαθιά τι συμβαίνει. Για άλλη μια φορά, τίθεται το αμείλικτο ερώτημα, διάλεξε πλευρά…
[hr]
Υστερόγραφο 2:
[hr]
Μου αρέσουν τελικά τα υστερόγραφα. Ίσως γιατί αναιρούν την τελεία που φαίνεται τόσο οριστική, συνεχίζουν τη σκέψη, επιστρέφουν από εκεί που δεν το περιμένεις. Τι νόημα έχει το τέλος αν δε νοηματοδοτεί το ταξίδι, τι νόημα έχει ο θάνατος αν δε φωτίζει τη ζωή;
[hr]
Υστερόγραφο 3:
[hr]
“Ησύχασε” είπε η μητέρα. “Πρέπει να κάνεις υπομονή. Δες, Τομ – εμείς ο λαός θα ζούμε πάντα την ώρα που όλοι τούτοι θα ‘χουν σβήσει. Δες, Τομ, εμείς ο λαός μονάχα είμαστε άνθρωποι ζωντανοί. Δε θα μπορέσουν να μας αφανίσουν. Δες εδώ, εμείς είμαστε ο λαός – και τραβάμε όλο μπροστά”.
“Και όλη την ώρα τρώμε ξύλο”.
“Το ξέρω” είπε σαρκαστικά η μητέρα. “Μπορεί αυτό να ‘ναι που μας κάνει και θεριεύουμε. Οι πλούσιοι έρχονται μια στον κόσμο και πεθαίνουν, και τα παιδιά τους δεν αξίζουν τίποτε, και πεθαίνουν και αυτά. Μα εμείς, Τομ, δε θα στερέψουμε ποτέ. Μη συγχύζεσαι, Τομ. Έρχονται άλλοι καιροί, τα πράγματα θα αλλάξουν”.
(Τζων Στάινμπεκ, “Τα Σταφύλια της Οργής”)