Αδειοδοτήσεις ΜΜΕ: Ο προαναγγελθείς θάνατος των αυτοδιαχειριζόμενων (Μέρος 3ο)
Και οι άδικοι νόμοι, που αντί να καταργούνται, εφαρμόζονται κατά το δοκούν
Το μικρό αυτό αποκαλυπτικό αφιέρωμα στη διαδικασία αδειοδότησης τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των όρων εκείνων στο πλαίσιο της υπάρχουσας νομοθεσίας που, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, προδιαγράφουν το τέλος των όποιων αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων λειτουργούν στο ραδιόφωνο. Μιας νομοθεσίας που αντί να βελτιωθεί ριζικά, όπως είχε προαναγγελθεί προεκλογικά από την νυν συγκυβέρνηση, παραμένει διάτρηση και εφαρμόζεται κατά το δοκούν. Η αρνητική εικόνα των πολιτών για τα μεγάλα ΜΜΕ και η απολύτως δικαιολογημένη επιθυμία τους να μπουν κανόνες, μοιάζει, για άλλη μια φορά, να γίνεται προσπάθεια να απαντηθεί με «στάχτη στα μάτια».
Πριν τέσσερα χρόνια, έγινε προκήρυξη για άδειες μη κερδοσκοπικών ραδιοφωνικών σταθμών αναλογικής μετάδοσης και χαμηλής ισχύος (low-power FM ή LPFM) στις ΗΠΑ. Η διαδικασία υποβολής μιας αίτησης ήταν εξαιρετικά απλή: δημιουργία μη κερδοσκοπικής εταιρείας με μια απλή αίτηση και ένα χαμηλό αντίτιμο, μια σύντομη αίτηση για χορήγηση της άδειας με ηλεκτρονική υποβολή μέσω της ιστοσελίδας της ανεξάρτητης κρατικής αρχής (FCC), μια απλή τεχνική μελέτη για να αποδειχθεί πως η εκπομπή στην επιλεγμένη συχνότητα δεν θα προκαλούσε παρεμβολές σε άλλους σταθμούς, και μηδέν παράβολο.
Μέσα σε λίγους μήνες, λάβαμε θετική απάντηση από το FCC, που μας χορήγησε προσωρινή άδεια διάρκειας έως τριών ετών για να ξεκινήσουμε τις μεταδόσεις μας. Δεν υπήρχε ούτε περιορισμός από κάποιο “χάρτη συχνοτήτων”, ούτε από την Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (την οποία επικαλούνται πολλοί συχνά και λανθασμένα στην Ελλάδα με τον ισχυρισμό ότι έχει “χορηγήσει” στην χώρα συγκεκριμένο αριθμό συχνοτήτων), ούτε δημοπράτηση των εν λόγω αδειών, ούτε υπάρχει κόστος για το δικαίωμα χρήσης της συχνότητας FM. Ο σταθμός μας εκπέμπει στην “υψηλή” συχνότητα των 105.9 MHz, χωρίς να μας λέει κανείς πως η εκπομπή μας θα κάνει τα αεροπλάνα να πέσουν από τους ουρανούς!
Στην Ελλάδα πολύ απλά δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη. Ο νόμος 3592/2007 προβλέπει κατηγορία ραδιοφωνικών αδειών για εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά δεν υπάρχει πρόβλεψη για άλλους μη κερδοσκοπικούς φορείς. Ο νόμος 4109/2013 προβλέπει την μεταβίβαση της άδειας ενός ραδιοφωνικού φορέα στους εργαζόμενους του σταθμού εφόσον είναι απλήρωτοι για τουλάχιστον τέσσερις μήνες. Βάσει αυτού του νόμου, έχουν (ξανα)βγεί στον αέρα σταθμοί όπως ο Ξένιος 94,3 (XFM), ο Flash 96, ο Best 92,6 και ο Athens Voice Stereo (πρώην Nitro Radio) στην Αττική.
Αν και πρέπει να σημειωθεί πως όλοι οι εν λόγω σταθμοί βγήκαν στον αέρα μόνο δια μέσου συνεργασιών με άλλους φορείς -όπως η εμπορική συμφωνία του Best με τις Αττικές Εκδόσεις ή η συνεργασία του Ξένιου με… ραδιοπειρατή-, ακόμα και έτσι η λειτουργία τους σίγουρα είναι καλύτερα από τη μη λειτουργία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του VFM 88.3, όπου και εκεί παρέμεινε το προσωπικό απλήρωτο αλλά κατάφερε η Τράπεζα Πειραιώς, που ανέλαβε την συχνότητα και τα χρέη του, να κρατήσει την (ληγμένη, όπως όλες τις υπόλοιπες) άδειες στα χέρια της, αν και ο σταθμός έχει περίπου τρία χρόνια να λειτουργήσει.
Σε κάθε περίπτωση, η αυτοδιαχείριση στα ραδιόφωνα οδεύει προς κατάργηση, και στην επικείμενη διαδικασία ραδιοφωνικής αδειοδότησης φαίνεται πως θα είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να αδειοδοτηθούν αυτοδιαχειριζόμενα σχήματα, μικροί κοινωνικοί φορείς, μη κερδοσκοπικοί φορείς, κλπ., για τρεις λόγους:
Πρώτον, με την δημοπράτηση των αδειών -αναλογικών και ψηφιακών- και με περιορισμένο αριθμό συχνοτήτων, θα συμβεί αυτό που έγινε και με τις τηλεοπτικές άδειες: η τιμή θα εκτοξευτεί προς τα πάνω. Θα είναι οικονομικά αδύνατο για ένα αξιόλογο διαδικτυακό ραδιόφωνο που όμως δεν διαθέτει μεγάλους οικονομικούς πόρους, ή για έναν αυτοδιαχειριζόμενο φορέα, να αντέξει το κόστος αδειοδότησης.
Δεύτερον, δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για σταθμούς μη κερδοσκοπικών φορέων ή για εκπομπή μικρής ισχύος (LPFM), ενώ, όπως αναφέρθηκε, οδεύει προς κατάργηση και το νομικό πλαίσιο για τα αυτοδιαχειριζόμενα ραδιόφωνα. Όλες οι συχνότητες θα δημοπρατηθούν και όλες θα μπορούσαν να χορηγηθούν σε εμπορικούς σταθμούς που ανήκουν σε μεγάλους ομίλους με μεγάλες τσέπες.
Τρίτον, ενώ η ψηφιακή ραδιοφωνία θεωρητικά θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση για σταθμούς που δεν μπορούν να βρουν στέγη στα αναλογικά FM, το κόστος ενοικίασης στην μονοπωλιακή “ραδιοφωνική DIGEA” που φαίνεται ότι θα συσταθεί, θα είναι μάλλον απαγορευτικό για τους περισσότερους ενδιαφερόμενους.
Σημειώνεται πως την ίδια στιγμή, πέραν από το LPFM και το non-commercial radio στις ΗΠΑ, υπάρχει νομικό πλαίσιο για μη κερδοσκοπικούς και κοινωνικούς σταθμούς σε πλήθος χωρών, από την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά, μέχρι την Ουγγαρία, την Ινδία, το Νεπάλ, τη Νιγηρία και την Νότια Αφρική. Στην Αυστραλία για παράδειγμα, φορείς της ομογένειας έχουν λάβει άδειες community radio για να μεταδίδουν ελληνόφωνο πρόγραμμα στην ελληνική κοινότητα της χώρας.
Αναξιοπιστία και υποκρισία
Πέραν από τα αναφερόμενα, η τωρινή κυβέρνηση δεν “πείθει” όσον αφορά τις προθέσεις τις για εξυγίανση του ραδιοφωνικού τοπίου, από την στιγμή που η ίδια εφαρμόζει “α λα καρτ” την υπάρχουσα ραδιοφωνική νομοθεσία.
Παραδείγματος χάριν, υπάρχει νόμος που ψηφίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2013, που επιτρέπει σε ραδιοφωνικούς σταθμούς που είχαν δηλώσει πως μεταδίδουν ενημερωτικό πρόγραμμα, να αλλάξουν κατηγορία και να μετατραπούν σε μη ενημερωτικούς σταθμούς. Το ίδιο δικαίωμα, ωστόσο, δεν παρέχεται σε δηλωμένους μη ενημερωτικούς σταθμούς που επιθυμούν να μετατραπούν σε ενημερωτικοί. Ως συνέπεια, έχει δημιουργηθεί μια κλειστή αγορά ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης.
Αντί να καταργήσει αυτό τον άδικο νόμο, η κυβέρνηση έχει προτιμήσει να κάνει τα “στραβά μάτια” εκεί που προφανώς την συμφέρει. Ενώ έχει επιβληθεί πρόστιμο στο παρελθόν από το ΕΣΡ σε επαρχιακούς σταθμούς για την μετάδοση ενημερωτικών σταθμών σε δηλωμένη μη ενημερωτική συχνότητα, ο εν λόγω νόμος δεν έχει εφαρμοστεί σε σταθμούς που τυχαίνει να είναι φιλικοί προς την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, ο νεοσύστατος σταθμός “Ραδιόφωνο 24/7” μεταδίδεται σε συχνότητες στην Αθήνα (88,6) , Θεσσαλονίκη (91,4) και Πάτρα (103,7) που ήταν δηλωμένες ως μη ενημερωτικές. Μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη, η συχνότητα 91,4 μετέδιδε τον σταθμό “Στο Μοβ” του ΣΥΡΙΖΑ, πριν μεταβιβαστεί στον όμιλο Μάρη και ξεκινήσει την λειτουργία του ο “24/7”. Στην Κομοτηνή, σταθμός που πρόσφατα δικτυώθηκε με το “24/7”, το Ράδιο Παρατηρητής, παλαιότερα αναμετέδιδε το πρόγραμμα του Αθηναϊκού “Στο Κόκκινο”.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του κομματικού ραδιοφωνικού σταθμού του ΣΥΡΙΖΑ “Στο Κόκκινο”, ο οποίος μεταδίδει ενημερωτικό πρόγραμμα και ο οποίος αναμεταδίδεται από διάφορους σταθμούς στη Θεσσαλονίκη και στην επαρχία, όπως στην Πάτρα, την Ρόδο, και την Καβάλα, που ήταν δηλωμένοι ως μη ενημερωτικοί. Ο “μητρικός” σταθμός του δικτύου, ο «Στο Κόκκινο 105,5 Αθηνών», ξεκίνησε την λειτουργία του προς το τέλος του 2005 στη συχνότητα και από τις εγκαταστάσεις στον Υμηττό μη αδειοδοτημένου (παράνομου) σταθμού.
Μάλιστα, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η ανεξάρτητη αρχή που εποπτεύει την χρήση του ραδιοφωνικού φάσματος, έκλεισε τον «Στο Κόκκινο» το 2006 εξαιτίας της παράνομης εκπομπής του. Από το 2007 και μετά όμως, παρά τις επιδρομές του ΕΕΤΤ στον Υμηττό για το κλείσιμο παράνομων σταθμών, ο «Στο Κόκκινο» παρέμεινε στον αέρα. Το 2009, ο νόμος 3801/2009 της Νέας Δημοκρατίας “νομιμοποίησε” τα κομματικά ραδιόφωνα (που ανήκαν σε κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση), και με τον εν λόγω νόμο απέκτησε “νομιμότητα” ο «Στο Κόκκινο» το 2011.
Σημειώνεται πως με τον ίδιο νόμο λειτουργεί ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΛΑ.Ο.Σ., ο «Αρτ FM 90.6» παρότι το κόμμα δεν εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο από το 2012 και 2014 αντίστοιχα. Συχνότητες δεν υπήρχαν για 66 σταθμούς το 2001, αλλά υπήρχαν για τα κομματικά ραδιόφωνα μια δεκαετία αργότερα…
Κρυφτούλι με τους αναμεταδότες
Στο μεταξύ, ένα στρεβλό νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της επαρχίας να ακουστούν ούτε… στο νομό τους. Σε ακριτικά νησιά όπως την Κάρπαθο, την Σύμη, και την Κω, τοπικοί αναμεταδότες σταθμών της Ρόδου έχουν κλείσει εδώ και πολλά χρόνια, καθώς οι εν λόγω σταθμοί φοβούνται την επιβολή προστίμου από το ΕΣΡ ή την ΕΕΤΤ. Πλέον τουρκικοί σταθμοί ακούγονται ανενόχλητοι σ’ αυτά τα νησιά. Στη Σάμο, σε επίσκεψη μου το 2000, διαπίστωσα πως οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του νησιού είχαν δικτυωθεί σε όλο το νησί, το οποίο είναι ιδιαίτερα ορεινό, με τρία σημεία εκπομπής. Σε νεότερη επίσκεψη μου στο νησί πέρυσι το καλοκαίρι, διαπίστωσα πως οι περισσότεροι αναμεταδότες είχαν καταργηθεί, και σε χωριά στα ορεινά του νησιού, καταστήματα έπαιζαν τούρκικους ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς δεν υπήρχε λήψη από ελληνικούς σταθμούς -ούτε καν της ΕΡΤ!
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτήν του Ράδιο Τριφυλία στο Νομό Μεσσηνίας, δεν επιτράπηκε σε ιδιωτικούς σταθμούς να αλλάξουν συχνότητα εκπομπής όταν στην συχνότητα τους ξεκίνησε να εκπέμπει κάποιος αναμεταδότης της ΕΡΤ. Άλλοι σταθμοί που εξακολουθούν να εκπέμπουν από δευτερεύοντες συχνότητες ή δευτερεύοντα κέντρα εκπομπής απειλούνται με τεράστια πρόστιμα και λουκέτο.
Μάλιστα, ενώ το Υπουργείο Μεταφορών κυκλοφόρησε εγκύκλιο το Ιανουάριο του 2016 επιτρέποντας στους ραδιοφωνικούς σταθμούς να τοποθετήσουν αναμεταδότες σε περιφερειακό επίπεδο, πριν από λίγες μέρες εξέδωσε νέα εγκύκλιο που… απαγορεύει την τοποθέτηση αναμεταδοτών σε περιφερειακό επίπεδο -εφόσον βέβαια προχώρησαν πρώτα αρκετοί σταθμοί σε μελέτες και έξοδα για να θέσουν σε λειτουργία τους αναμεταδότες- και επιτρέπει πλέον εκπομπή μόνο εντός του νομού όπου εδρεύει ο σταθμός και μόνο στην ίδια συχνότητα με την κεντρική.
Η τωρινή κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει σε καμία ουσιώδη κίνηση για να ξεκαθαρίσει το τοπίο για τους υπάρχοντες σταθμούς, ούτε να αποκαταστήσει τις μεγάλες αδικίες των προηγούμενων ετών και κυβερνήσεων -από το κλείσιμο αναμεταδοτών τοπικών σταθμών στην επαρχία, μέχρι το μαζικό κλείσιμο σταθμών στην Αθήνα το 2001. Αντιθέτως, φαίνεται πως επιδιώκει να καθιερώσει αυτή την κατάσταση με τη νέα ραδιοφωνική αδειοδότηση που έχει εξαγγείλει. Παράλληλα έχει αποδείξει πως είναι ικανή να εφαρμόζει το νόμο μόνο κατά βούληση και με σπασμωδικές κινήσεις.
Αντί Επιλόγου
Δυστυχώς, οι μέχρι τώρα κινήσεις της κυβέρνησης όσον αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές αδειοδοτήσεις δείχνουν μια ξεκάθαρη πρόθεση: την μείωση του αριθμού των σταθμών, την μείωση των φωνών που έχουν πρόσβαση στα ερτζιανά, και την ολική παράδοση του ραδιοτηλεοπτικού φάσματος στους ίδιους καναλάρχες τους οποίους κάποτε θα “πολεμούσε”.
Είναι γελοίο να μιλάει η τωρινή κυβέρνηση για διαφάνεια, για επαναφορά της νομιμότητας στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, και για σύγκρουση με τα “μεγάλα συμφέροντα” τη στιγμή που οι διαδικασίες αδειοδότησης, τόσο των τηλεοπτικών όσο και των ραδιοφωνικών σταθμών, δείχνουν να είναι κομμένες και ραμμένες για τα μεγάλα συμφέροντα και τις βαθύτερες τσέπες. Είναι τραγικό να μιλάει για προστασία θέσεων εργασίας στον κλάδο την ίδια στιγμή που θα αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο δεκάδες ή ακόμα και εκατοντάδες επιχειρήσεις του χώρου.
Όμως, όλα αυτά δυστυχώς δεν αποτελούν έκπληξη. Δεν αποτελούν έκπληξη αφού γίνονται από την ίδια κυβέρνηση που επαναλειτούργησε πανηγυρικά την ΕΡΤ… βάσει του ιδρυτικού νόμου της ΝΕΡΙΤ. Την ίδια κυβέρνηση που κάνει τα “στραβά μάτια” στις παρανομίες φιλικών προς αυτήν ΜΜΕ. Την ίδια κυβέρνηση που θέλει να προχωρήσει στην δημιουργία συστήματος διάθεσης και πώλησης διαφημιστικού χρόνου σε ιδιωτικά κανάλια. Την ίδια κυβέρνηση που καμαρώνει για την δημιουργία μητρώου ηλεκτρονικών μέσων, που πολύ απλά θα λειτουργήσει για να συνεχιστεί ο διεφθαρμένος θεσμός της κρατικής διαφήμισης που υπήρχε για δεκαετίες στον έντυπο τύπο.
Ίσως όμως το πιο χονδρό παράδειγμα πραγματικής ανομίας αφορά το ίδιο το ΕΣΡ, το οποίο παρέμεινε “εκτός λειτουργίας” για περισσότερο από ένα χρόνο (συμπεριλαμβανομένης της αποτυχημένης τηλεοπτικής αδειοδότησης του 2016). Του ΕΣΡ που ουσιαστικά λειτουργούσε παράνομα πριν σταματήσει εξ ολοκλήρου την λειτουργία του, και που πανηγυρικά στήθηκε εκ νέου πριν μερικούς μήνες. Πανηγυρική η επαναλειτουργία του μεν, παράνομη η σύσταση του δε.
Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος του νέου ΕΣΡ, ο Ροδόλφος Μορώνης, πρώην εκπρόσωπος τύπου επί υπηρεσιακής κυβέρνησης της νυν νομικής συμβούλου του γραφείου του πρωθυπουργού Βασιλική Θάνου, έχει ήδη ολοκληρώσει δύο θητείες στο ΕΣΡ (1991-1993 και 2002-2005) πριν από την τωρινή του θητεία, κάτι που δεν επιτρέπει ο νόμος. Για κάποιο παράξενο λόγο όμως, επίσημα βιογραφικά του κ. Μορώνη δεν αναφέρουν την πρώτη θητεία της περιόδου 1991-1993.
Δυστυχώς όμως, στην Ελλάδα μια συνηθισμένη αντίδραση στην ανομία που επικρατεί σε πολλούς τομείς της κοινωνίας είναι αυτή του άλλου άκρου, μια τρομακτικά φασιστική και ακραία νοοτροπία ότι η νομιμότητα ταυτίζεται με το να εξαντλείς την αυστηρότητα και να κλείνεις, να μειώνεις, να ισοπεδώνεις. Πολύ συχνά επικρατεί η αντίληψη ότι το νόμιμο είναι ταυτοχρόνως και το δίκαιο, το λογικό, το ηθικό και το σωστό.
Έτσι λοιπόν, ο κόσμος χαιρετίζει ένα νόμο που “θα βάλει τους καναλάρχες στην θέση τους”, χωρίς να καταλαβαίνει πως αυτός ο νόμος είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ίδιων των καναλαρχών. Δυστυχώς, νομίζει ή επιτρέπει στον εαυτό του να νομίζει ότι είναι η καλύτερη ή έστω η μοναδική δυνατή λύση, «καταπίνοντας» εύκολα ψευδή στοιχεία.
Πρόσφατα συμμετείχα σε ακαδημαϊκό συνέδριο όπου συντονιστής της δικής μου παρουσίασης έτυχε να είναι ο κ. Κρέτσος. Θα ήθελα πολύ να του θέσω όλα τα προαναφερόμενα ζητήματα, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε η δυνατότητα. Πιστεύω επίσης πως δεν θα υπήρχε η θέληση. Μέχρι στιγμής, ο κ. Κρέτσος και ο κ. Παππάς έχουν δώσει συνεντεύξεις για το ζήτημα των αδειών μόνο σε “φιλικά” προς το ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης, όπως το Ραδιόφωνο 24/7 του ομίλου 24 Media, την ΕΡΤ, το ΑΠΕ-ΜΠΕ, και τον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο. Φυσικά, ο ίδιο ακριβώς άλλωστε κάνουν και οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης: πάνε σχεδόν αποκλειστικά σε φίλα προσκείμενους σταθμούς. Δυστυχώς, σε πολύ μεγάλο έτσι λειτουργεί ο “δημόσιος διάλογος” στην Ελλάδα σήμερα.
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν “δυσκολεύθηκαν” σε αυτές τις συνεντεύξεις ο κ. Παππάς και ο κ. Κρέτσος. Ωστόσο, δεν πιστεύω πως θα αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα εχθρική αντιμετώπιση στα άλλα μεγάλα μέσα, καθώς αυτά θα επωφεληθούν από το νέο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο που επιθυμεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση. Αυτό που είναι ξεκάθαρο όμως είναι πως ο δημόσιος διάλογος και η δημόσια διαβούλευση στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι μόνο για το θεαθήναι. Έτσι λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς πως και οι επικείμενες ραδιοτηλεοπτικές αδειοδοτήσεις και η λεγόμενη εξυγίανση του χώρου, είναι και αυτές για το θεαθήναι.
*Ο Μιχάλης Νευραδάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν (Η.Π.Α.). Η διδακτορική του διατριβή αφορά την επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των νέων τεχνολογιών στην δημόσια σφαίρα και την κοινωνία των πολιτών της Ελλάδας μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ενώ επίσης έχει ερευνήσει σε βάθος το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της Ελλάδας. Είναι παρουσιαστής και παραγωγός της εβδομαδιαίας ραδιοφωνικής εκπομπής “Διάλογος“, η οποία μεταδίδεται σε περισσότερους από 25 ραδιοφωνικούς σταθμούς σε πέντε χώρες, ενώ επίσης είναι αρθρογράφος στο Mint Press News και διευθύνει αδειοδοτημένο ραδιοφωνικό σταθμό κοινωνικού χαρακτήρα στη Νέα Υόρκη.