«Αιματοβαμμένος μεσημβρινός», του Κόρμακ ΜακΚάρθι
Το απελπισμένο «τοκ, τοκ» που «τρώει» την ψυχή μας
Δεν χρειάζεται τίτλος σε αυτό το κείμενο. Κι αν επιμένεις, πάρε το κόκκινο και σύρε το «ο» μέχρι το «κ». Αδύνατο! Από τη μία είναι οι ατσάλινες γωνίες και από την άλλη το μεταλλικό υγρό που καίει και σκορπά μυρωδιά θανάτου. Όλα όσα αναφέρονται στο βιβλίο υπήρξαν και υπάρχουν. Κι αν μπλέκεται ο μύθος είναι για να μη χαθεί το νήμα. Η κλωστή κόβεται στη γέννηση και την άκρη της βρίσκουμε όσο περπατάμε, πέφτουμε, πετάμε. Και την πιάνουμε και αρχίζουμε να ξηλώνουμε. Να μια φλέβα εδώ! Να μια άλλη εκεί! Να ένα κομματάκι σάρκας, ποιος ξέρει πόσα γραμμάρια, που πετάγεται και καίγεται. Να ο πόνος που χαράζει το δέρμα και ανακατεύει τα εσωτερικά όργανα και να η απώλεια, ο φόνος, ο θάνατος και οι ήχοι των πουλιών που κανείς δεν αγαπά. Η κλωστή διατρέχει το σώμα και το μυαλό κάθετα και όταν φτάνει στην πηγή, στην καρδιά, τότε σαν τρελή γυρίζει. Κι αν στρέψεις το βλέμμα προς τα μέσα, θα ακούσεις έναν κούφιο ήχο, ανεπαίσθητο. Είναι μια χάντρα κοκάλινη που άρρηκτα είναι δεμένη με το νεκροζώντανο πλάσμα που κάποτε λεγόταν «άνθρωπος». Λίγο πριν γίνουν όλα σκόνη, ας ακούσουμε το άδειο, απελπισμένο, «τοκ, τοκ», που «τρώει» την ψυχή μας. Κλείστε τα μάτια και δείτε τον «Αιματοβαμμένο μεσημβρινό» (Εκδόσεις Gutenberg) του Κόρμακ ΜακΚάρθι.
Οι χαρακτηρισμοί γι’ αυτό βιβλίο περισσεύουν. Ας μείνουμε σε έναν: Επος. Ναι, ο ΜακΚάρθι έγραψε ένα έπος. Και ναι, εξυμνεί, εγκωμιάζει, τα κατορθώματα των ανθρώπων. Δύο είναι αυτά που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος: Ζωή και θάνατο. Το πρώτο μπορεί να γίνει κατά τύχη. Το δεύτερο γίνεται, συνήθως, σκόπιμα. Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας που το μέγεθος του θανάτου είναι δυσθεώρητο. Οι γραμμές του ζόφου και του αίματος ξεπερνούν τα συνηθισμένα όρια και τότε μπαίνουμε στην επικράτεια του μεγαλείου. Νεκροκεφαλές, ξεραμένα δέρματα, καμένα πτώματα, πόλεις, δερμάτινα κολιέ και ζωές που δεν περπάτησαν. Αυτά ο άνθρωπος τα κάνει και είναι αυτός που δεν μπορεί να τα αντικρίσει! Ο ΜακΚάρθι, όμως, ξέρει τι συνέβη στον τόπο του, στην ιστορία αυτού, έμαθε για τη ροή και την προέλευση του αίματος και δεν έστρεψε το βλέμμα αλλού. Όπως αναφέρει και ο εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου, είδε «Το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση». Ο Χάρολντ Μπλουμ το προσδιόρισε ως «αλησμόνητο». Σωστά. Γιατί όμως; Γιατί η πανέμορφη, σκληρή και αδιαπραγμάτευτη γλώσσα του φυσικού τοπίου βρήκε το απόλυτο ανθρώπινο ισοδύναμο: το απώτατο όριο της φρίκης. Αν η έρημος είναι απέραντη και ανίκητη, το ίδιο ισχύει και για την επιθυμία του ανθρώπου να σκοτώσει τους «βαρβάρους». Αν τα ζώα «αγκαλιάζουν» το σκοτάδι, ο άνθρωπος προσπαθεί να το ενδυθεί. Κι αν ο άνεμος σφυρίζει μέσα από τα βράχια, ο άνθρωπος ψάχνει τη μυρωδιά του αίματος κάτω από την ελεύθερη πνοή. Στον «Αιματοβαμμένο μεσημβρινό» έχουμε την αφοπλιστική έκπληξη της ομορφιάς και την αφοπλιστική έκπληξη της ανθρώπινης μανίας.
Ο ΜακΚάρθι «απλώνει» το σώμα των ΗΠΑ και δείχνει πώς καταναλώνεται σωστά ένα «γυμνό γεύμα». Ένας 14χρονος από το Τενεσί, που αναφέρεται απλώς ως το παιδί, περιπλανιέται στα σύνορα του Τέξας με το Μεξικό, στα μέσα του 19ου αιώνα. Θα συναντήσει τη διαβόητη συμμορία Γκλάντον. Θα γίνει μάρτυρας απίστευτων ωμοτήτων. Οι περιοχές που ζούσαν οι αυτόχθονες μετατρέπονται σε κόλαση. Σ’ αυτό το ανελέητο κυνήγι των Ινδιάνων πρωτοστατεί ο διαβολικός δικαστής. Επιβλητικός, πολυμαθής, φιλοσοφημένος. Ενσαρκώνει τα πιο βίαια ένστικτα του ανθρώπου.
Ο ΜακΚάρθι μας βάζει να «αγγίξουμε» την άγρια επιφάνεια του τόπου, του τοπίου. Η εξέλιξη και η πρόοδος δεν στέκονται τόσο σε μια λαμπρή σκέψη, αλλά σε μια σειρά δολοφονικών πράξεων. Η εξουσία και η αποκτήνωση τσαλαπατάνε το ιερό του τομαριού και το κάνουν μάσκα θανάτου και καταστροφής. Η ιστορία των ΗΠΑ είναι ένα άγριο γουέστερν και εκεί, στην θηριώδη πλευρά της, εκεί βρίσκει ο ΜακΚάρθι τη μελαγχολία και την οδύνη της απώλειας του ανθρώπινου. Ο συνδυασμός ακαταμάχητων περιγραφών τόπου και τοπίων και εξόρυξης των πιο μύχιων συναισθημάτων, σκέψεων, του ανθρώπου, κάνουν το έργο μοναδικό. Απόσπασμα:
Αραιές τούφες από κεχριμπαρένια φύκια σχημάτιζαν μια ελαστική γραμμή στα όρια της παλίρροιας. Μια νεκρή φώκια. Πιο πέρα, το εσωτερικό κοίλο μέρος ενός ύφαλου απλωνόταν σε λεπτή γραμμή, σαν κάτι βουλιαγμένο εκεί που το έτρωγε σιγά σιγά η θάλασσα. Κάθισε στην άμμο και χάζευε τον ήλιο πάνω στη σφυρήλατη επιφάνεια του νερού. Σ’ ανοιχτά, σύννεφα σαν νησιά γλιστρούσαν πάνω σε μια αλλόκοτη σομόν θάλασσα. Σιλουέτες θαλασσινών πουλιών. Πιο κάτω στην ακτή φούσκωναν γκρίζα κύματα. Ένα άλογο στεκόταν κι ατένιζε τα σκοτεινά νερά κι ένα νεαρό πουλάρι χοροπηδούσε και πηγαινοερχόταν τρέχοντας.
Η μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Κυριαζή και είναι εξαιρετική. Η αφηγηματική ροή δίχως εμπόδια. Η ομορφιά του λόγου εδώ. Το ύφος εδώ. Ο «Αιματοβαμμένος μεσημβρινός» είναι σημείο αναφοράς για το λογοτεχνικό γίγνεσθαι και εύκολα θα τον δείτε σε πολλές καλλιτεχνικές εκφράσεις. Εμείς διαλέγουμε τον «Νεκρό» του Τζάρμους και «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστρέδα», του Τόμι Λι Τζόουνς. Υπάρχει κι άλλη μία: Όλα τα κομμάτια των «Swans».