Αλεξάντρ Μάμκιν: Ο θρύλος της Επιχείρησης «Ζβιόζντατσκα»

Ο πιλότος που έδωσε την ζωή του, για να σωθούν τα παιδιά από τους ναζί

| 03/11/2016

Τον Χειμώνα του 1943 – 44, στην κατεχόμενη πόλη, Πόλοτσκ, της Σοβιετικής Λευκορωσίας, οι ναζί αποφασίζουν να προβούν σε μία ακόμη ασύλληπτη θηριωδία: Να χρησιμοποιήσουν τα παιδιά του Παιδικού Σταθμού Νο 1 της πόλης… σαν «δωρητές» αίματος για τους τραυματισμένους Γερμανούς στρατιώτες..!

Ο διευθυντής του παιδικού σταθμού, Μιχαήλ Στεπάνοβιτς Φόρινκο, ως επικεφαλής, ταυτόχρονα – και διατηρώντας την υπηρεσιακή του κάλυψη – της αντιστασιακής οργάνωσης, «Οι ατρόμητοι», ήταν προφανές ότι δεν θα μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Γνωρίζοντας ότι οι φασίστες δεν χαμπαριάζουν από ανθρωπιά και δεν πρόκειται να συγκινηθούν από παρακάλια, ο Φόρινκο αποφασίζει να τους «ζυμώσει» έντεχνα την πεποίθηση, ότι στην κατάσταση που βρίσκονται τα παιδιά – πεινασμένα, εξαθλιωμένα, άρρωστα – δεν θα μπορούσαν να «προσφέρουν» ποιοτικό αίμα στους κατακτητές, αφού τους έλειπαν βιταμίνες και σίδηρος. Επιπλέον, ο Παιδικός Σταθμός ήταν ουσιαστικά κατεστραμμένος. Γι’ αυτό θα πρέπει να μεταφερθούν στο κοντινότερο χωριό που έχει ισχυρή γερμανική φρουρά, εν προκειμένω το Μπέλτσιτσι, ώστε να αναρρώσουν, να ταϊστούν σωστά και να χρησιμοποιηθούν σε αυτή την φρικώδη διαδικασία.

Οι ναζί πείθονται.

Η επιλογή του συγκεκριμένου χωριού από τον αντιστασιακό διευθυντή του παιδικού σταθμού δεν ήταν τυχαία, αφού στην ευρύτερη περιοχή δρούσαν παρτιζάνικες ομάδες. Το σχέδιο ήταν να φυγαδευτούν τα παιδιά και οι παιδαγωγοί τους από το χωριό σε ελεγχόμενες, από τους παρτιζάνους, ζώνες και να απομακρυνθούν από εκεί με αεροπλάνα προς τις ελεύθερες περιοχές. Ως αεροδιάδρομος θα χρησιμοποιούνταν η παγωμένη λίμνη Βετσέλιε.

Η επιχείρηση ονομάστηκε «Ζβιόζντατσκα». «Αστεράκι» δηλαδή, προφανώς λόγω των παιδιών που έπρεπε να σωθούν…

‘Ετσι, την νύχτα της 18ης προς 19η Φεβρουαρίου του 1944, μέσα σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας και με τεράστια ρίσκα αφού επρόκειτο, στην πλειοψηφία τους, για πολύ μικρά παιδιά που θα μπορούσαν να κάνουν κάθε στιγμή θόρυβο άθελά τους, βγαίνουν από το χωριό 154 πιτσιρίκια, 38 παιδαγωγοί και μέλη των «Ατρόμητων» με τις οικογένειές τους, καθώς και παρτιζάνοι του σχηματισμού Τσαπάγεφ.

Περιμετρικά του χωριού είχαν πιάσει θέσεις παρτιζάνικα τμήματα έτοιμα να καλύψουν την φυγή σε περίπτωση που οι ναζί καταλάβαιναν τί συμβαίνει.

Ταυτόχρονα, η σοβιετική πολεμική αεροπορία έκανε χαμηλές πτήσεις πάνω από το χωριό ώστε να αποσπάσει την προσοχή του εχθρού.

Τα παιδιά, ηλικίας από τριών έως 14 ετών, πειθαρχημένα, παρά το βαρύ κρύο, το σκοτάδι και τον τρόμο, μέσα σε απόλυτη σιωπή και καθοδηγούμενα από τα μεγαλύτερα σε ηλικία, φτάνουν σώα, όπως και οι υπόλοιποι, στο προκαθορισμένο σημείο του χιονισμένου δάσους, όπου τους περιμένουν δεκάδες μεγάλα έλκηθρα.

Η επόμενη φάση ήταν και η δυσκολότερη, αφού ήταν θέμα πολύ λίγου χρόνου να καταλάβουν οι ναζί τί συνέβη και κάθε λεπτό που θα περνούσαν τα παιδιά στο δάσος μέσα σε μάχες θα ήταν κρίσιμο για την ίδια την ζωή τους.

Οι πιλότοι της 3ης αεροπορικής στρατιάς θα έλυναν αυτό το πρόβλημα με τον πλέον ηρωικό τρόπο.

Τα αεροπλάνα που θα συμμετείχαν στην επιχείρηση τροποποιήθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν σε κάθε ταξίδι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά μπορούσαν με ασφάλεια. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκαν ειδικές «κάψουλες» ακόμη και κάτω από τα φτερά. Επιπλέον, πετούσαν χωρίς πολυβολητές, ώστε να εκμεταλλευθούν ακόμη μία θέση. Στην επιστροφή μετέφεραν πολεμοφόδια για τους παρτιζάνους.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης μεταφέρθηκαν συνολικά πάνω από 500 άνθρωποι, χωρίς να ανοίξει μύτη. Η τελευταία πτήση όμως θα πρόσθετε την τραγωδία, αλλά και το ανθρώπινο μεγαλείο, σε αυτό το συγκλονιστικό, μικρό έπος.

Την νύχτα της 10ης προς 11η Απριλίου του 1944, ο 28χρονος, παρασημοφορεμένος υπολοχαγός, Αλεξάντρ Μάμκιν, πηγαίνει για ένατη φορά να μεταφέρει παιδιά από το δάσος. Τελειόφοιτος οικονομικών επιστημών προπολεμικά, ήταν ήδη έμπειρος πιλότος με τουλάχιστον 70 νυχτερινές πτήσεις στα μετόπισθεν του εχθρού.

‘Επρεπε να βιαστεί, εκτός των άλλων και διότι όσο βάθαινε η Ανοιξη, ο πάγος στην λίμνη δεν ήταν και τόσο σταθερός. Στο αεροπλάνο του, ένα R-5, ανεβαίνουν δέκα μικρά παιδιά, η παιδαγωγός τους, Βαλεντίνα Λατκό και δύο τραυματισμένοι παρτιζάνοι.

Στην αρχή η πτήση πήγαινε καλά. Ωστόσο, λίγο πριν πετάξουν πάνω από την γραμμή του μετώπου προς τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, το αεροπλάνο χτυπήθηκε από πυρά. Το R-5 είχε πιάσει φωτιά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πιλότος έπαιρνε όσο ύψος μπορούσε και εγκατέλειπε το αεροπλάνο με αλεξίπτωτο.

Οχι όμως τώρα. Τα παιδιά δεν είχαν γλιτώσει από τους ναζί για να σκοτωθούν λίγο πριν σωθούν τελειωτικά. Ο Σάσα Μάμκιν δεν επρόκειτο να το επιτρέψει αυτό.

Και δεν το επέτρεψε.

Και συνέχισε να πιλοτάρει.

Συνέχισε να πιλοτάρει ακόμη και όταν οι φλόγες έφτασαν στο πιλοτήριο.

Ακόμη και όταν άρχισαν να λιώνουν την στολή του και το κρύσταλλο από την μάσκα του.

Ο Σάσα Μάμκιν συνέχισε να πιλοτάρει, χωρίς να βλέπει τίποτα από τον καπνό, ακόμη και όταν η φωτιά άρχισε να καίει τις μπότες του και να ξεκινά να «τρώει» την σάρκα από τα πόδια του.

Τα παιδιά έκλαιγαν βλέποντας την φωτιά να τα πλησιάζει και με μόνο έναν άνθρωπο να τα χωρίζει από αυτήν. Να τα χωρίζει από τον βέβαιο θάνατο.

Ο Σάσα Μάμκιν συνέχιζε να πιλοτάρει μέσα σε ανείπωτους πόνους, με τα πόδια του ουσιαστικά να μην υπάρχουν πια, αφού είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα.

Αποφασισμένος όμως να μην φτάσει η φωτιά στα παιδιά.

Αποφασισμένος να τα προσγειώσει σώα και αβλαβή.

Και αυτό έκανε.

Κατάφερε να βρει στέρεο έδαφος στις όχθες της λίμνης και να προσγειώσει το πληγωμένο αεροπλάνο. Η φωτιά είχε φτάσει τόσο κοντά στον χώρο που ήταν τα παιδιά, που τα ρούχα τους είχαν ήδη αρχίσει να λιώνουν σιγά – σιγά από την θερμοκρασία.

Αλλά ο θάνατος δεν κατάφερε να τα βρει. Ο Σάσα Μάμκιν δεν τον άφησε. ‘Ολοι οι επιβαίνοντες σώθηκαν. Ο ίδιος κατάφερε μόνος του να βγει από το πιλοτήριο. Πρόλαβε να ρωτήσει: «Τα παιδιά είναι ζωντανά;». Και μόλις άκουσε έναν πιτσιρικά, τον Βολόντια Σισκόφ, να του απαντά «μην ανησυχείτε σύντροφε πιλότε, εγώ άνοιξα την πόρτα, όλοι ζωντανοί, βγαίνουμε», ο Μάμκιν άφησε την τελευταία του πνοή…

Η ιατρική ομάδα ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς κατάφερε ένας άνθρωπος να πιλοτάρει και να προσγειώσει με ασφάλεια ένα αεροπλάνο, με λιωμένα κρύσταλλα στο πρόσωπό του και με την φωτιά να έχει αφήσει μόνο τα κόκαλα από τα πόδια του. Από πού βρήκε την δύναμη να μην χάσει τις αισθήσεις του από έναν πόνο ο οποίος μπορεί να προκαλέσει σοκ και θάνατο.

Ο Μάμκιν κηδεύτηκε στο χωριό Μακλόκ της περιοχής του Σμολένσκ.

Εκτοτε, κάθε μέρα, μέχρι το τέλος του πολέμου και μέχρι το δικό τους τέλος, οι συμπολεμιστές του έπιναν πάντα την πρώτη γουλιά «για τον Σάσα»…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.