«Αμερικάνικη αγωγή», του Μπεν Λέρνερ
Περιμένοντας την Αμερική να ενηλικιωθεί
Τα παιδιά θα μένουν πάντα παιδιά και η Αμερική θα θριαμβεύει, θα καταστρέφει και θα αυτοκαταστρέφεται! Αν δεν βρίσκεται σύνδεση μεταξύ των δύο παραδοχών, ας αντιγράψουμε μια φράση από το βιβλίο που παρουσιάζουμε: «Η Αμερική είναι μια ατέρμονη εφηβεία». Ο Μπεν Λέρνερ υιοθετεί το εφηβικό πνεύμα, την εικόνα του Πήτερ Παν και ίπταται, λογοτεχνικά, πάνω από τη χώρα του. Ο ενθουσιασμός και η καθαρή ματιά αποκαλύπτουν την ισχύ και την αδυναμία των ΗΠΑ, μας δίνουν το πρόσωπο και το σώμα της υπερδύναμης, εστιάζουν στον ασύγχρονο βηματισμό και αφουγκράζονται την αρρυθμία του κακομαθημένου γίγαντα. Ο Μπεν Λέρνερ σταματά για λίγο τον απρόσωπο εξουσιαστή, τον καθίζει στην πολυθρόνα, τον ψυχαναλύει και αυτό που μένει είναι το «Αμερικανική αγωγή» (Εκδόσεις Δώμα). Εδώ τα είδωλα δεν σπάνε, δεν είναι τοποθετημένα σε ψηλά βάθρα και δεν έχουν την αγωνία της επιβίωσης, της διάσωσης της συνείδησης και της τιμής. Εδώ μετρά η ικανοποίηση του εγωισμού και η κατανόηση της άγριας γλώσσας του. Το «θέλω το παιχνίδι μου» γίνεται «θέλω το όπλο μου» και ο πρώτος λόγος, ο ανώριμος, γίνεται ο μόνος λόγος, αυτός που επιβάλλει και επιβάλλεται. Τα λόγια σε αυτή τη χώρα, σε αυτόν τον ασθενή, αποδεικνύονται η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση και η μεγαλύτερη δύναμή της https://rivnepost.rv.ua/news/montazh-livnevoy-kanalizacii-chto-nuzhno-znat#google_vignette.
Ο Λέρνερ, με όχημα τον λόγο, τον γραπτό και τον προφορικό, διατρέχει την αμερικανική κοινωνία και κατ’ επέκταση την αμερικανική οικονομία και τον σύγχρονο αμερικανικό πολιτισμό. Η επικοινωνία, που είναι άμεση ανάγκη και μόνο την αθωότητα υπηρετεί στα πρώτα βήματά μας, μετατρέπεται σε μέσο ελέγχου, χειραγώγησης, ενδυνάμωσης, απειλής, κυριαρχίας. Πριν έρθουν οι ανελέητες, εφαρμοστέες, πολιτικές, τα έντονα ηχητικά, οπτικά, μηνύματα και οι βόμβες, ο λόγος ο αμείλικτος είναι που προηγείται και στρώνει το έδαφος για τους αιώνιους έφηβους των ΗΠΑ. Και η δεύτερη φράση που συμπυκνώνει τα αμέτρητα λόγια, τα χιλιοειπωμένα, τα εντυπωσιακά, τα «πρωτότυπα», είναι «είμαι ο κυρίαρχος!». Αυτό φυσικά προχωρά και στον πληθυντικό αριθμό και το «είμαι» γίνεται «είμαστε οι κυρίαρχοι!». Αυτό είναι το όριο των λόγων και επαναλαμβάνεται και μπαίνει στο μυαλό και στη συνείδηση εφήβων, νέων, ενηλίκων, γίνεται εντολή που πρέπει να εκτελείται στο διηνεκές. Και η Αμερική μεγαλώνει και καταπίνει χώρες, λαούς και τον ίδιο της τον εαυτό. Η εκπλήρωση κάθε κατασκευασμένης επιθυμίας φτιάχνει ισχυρούς εξωτερικά ανθρώπους, μα κούφιους εσωτερικά. Ο Λέρνερ στρέφει τη δύναμη του λόγου στους συμπατριώτες του, στον εαυτό του και περιμένει την ενηλικίωση της πατρίδας του. Το βιβλίο του είναι αντικειμενική παρατήρηση των όσων βιώνει, εκφράζει, ο μέσος, λευκός, Αμερικανός.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και, παρά το υποτιθέμενο «τέλος της Ιστορίας» και τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού, τα νέα αρσενικά της βαθιάς Αμερικής δείχνουν αποπροσανατολισμένα. Ο εκνευρισμός είναι διάχυτος, οι ρωγμές εμφανείς. Επικρατεί ο φόβος ότι μια μεγάλη βία όπου να’ ναι θα ξεσπάσει. Πρωταγωνιστής της ιστορίας ο Ανταμ Γκόρντον, τελειόφοιτος του Λυκείου της Τοπήκα. Το δικό του πεδίο δράσης-δοκιμασίας είναι η προσπάθεια του να μάθει πώς ένα αγόρι γίνεται άντρας στις ΗΠΑ, στις μεσοαστικές, μεγαλοαστικές γειτονιές. Ο εγκλωβισμός του στο υβριδικό ον «αντρόπαιδο» αποτυπώνει τις νευρώσεις, τις παθογένειες και τα απειλητικά μηνύματα μιας γενιάς, ενώνει το «χθες» με το «σήμερα» και δίνει ήχο στον αθόρυβο πόνο της αμερικανικής κοινωνίας. Οι λευκοί που δεν έχουν καταλάβει υψηλά αξιώματα, αλλά τα ονειρεύονται, αυτοί που δεν ζουν φυσικά στο περιθώριο αλλά επιζητούν την αποδοχή, με κάθε τρόπο, αυτοί παγιδεύονται στην εύθραυστη εικόνα τους, στην αυτοαναφορικότητά τους, στην άστοχη μίμησή τους, στα άλυτα οικογενειακά τους προβλήματα. Η κοινωνική κριτική του Λέρνερ είναι αμείλικτη, η πρόζα του καλά μελετημένη και η αόρατη απειλή άψογα μοιρασμένη. Η «Αμερικανική αγωγή» έχει κάτι από το πνεύμα του Τζόναθαν Φράνζεν (πιο ευθύβολη όμως) και τη λεπτή αιχμηρότητα των ταινιών του Χάνεκε (Λευκή Κορδέλα). Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στην Παλμύρα Ισμυρίδου. Η επιμέλεια είναι των Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Θάνου Σαμαρτζή.