Ανοιξιάτικα αναγνώσματα: Vladimir Nabokov | László Krasznahorkai.

Κοινωνική εντροπία και ατμόσφαιρα ζόφου

| 01/06/2017

Έμπλεοι χαράς για την τύχη που είχαμε να διαβάσουμε βιβλία των Vladimir Nabokov και László Krasznahorkai, αναλαμβάνουμε την ευθύνη της παρουσίασής τους κάτω από το βάρος των εξαιρετικών γραφών τους.

Vladimir Nabokov, Το μάτι, μετ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Εκδ. Μεταίχμιο

Προφανώς, ένας απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου Αιώνα, ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Ναμπόκοφ, έγραψε στα 1930, “To Μάτι” (Εκδ. Μεταίχμιο)- σε άλλη μια απολαυστική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη- πιστοποιώντας την έφεση του να συνθέτει γρίφους και να προτείνει περίτεχνες λύσεις. Τόσο στην “Άμυνα του Λούζιν” (Εκδ. Μεταίχμιο), που γράψαμε πριν λίγους μήνες, πολύ, δε, περισσότερο στο “Μάτι”, ο Ναμπόκοφ αναδεικνύεται δεινός χειριστής των λέξεων, ως να είναι μόνο αυτές που καθορίζουν το κείμενο. Το στόρι είναι πολύ απλό: ο πρωταγωνιστής, ο Σμίροφ- καθώς συγχρωτίζεται με την γυναίκα κάποιου- ενώ κάνει μάθημα σε δυο παιδιά ταπεινώνεται άγρια δια χειροδικίας απ’ τον σύζυγο, τη παρουσία των μαθητών του- επιστρέφει στο μοναχικό δωμάτιό του επιθυμώντας να αυτοκτονήσει. Πυροβολεί εαυτόν και πιστεύει πως έχει επιτύχει του σκοπού του. Παρ’ όλα αυτά ο Ναμπόκοφ  δεν αφήνει τον ήρωα του στην γαλήνια πλέον ησυχία του, αλλά τον μεταμορφώνει σε ένα τεράστιο μάτι όπου παρατηρεί τον ίδιο να συνδιαλέγεται με το οικείο περιβάλλον του. Κατά καιρούς αφηγείται, είτε σε πρώτο πρόσωπο είτε σε τρίτο μιας και έχει την διακριτική ευχέρεια να μπαινοβγαίνει στην υπόστασή του. Σαν ένα φασματικό θέατρο λειτουργεί ο κόσμος γύρω του. Στο εξαιρετικό επίμετρο του Γιώργου- Ίκαρου Μπαμπασάκη δίνεται περιεκτικά το εσωτερικό κάστ των συντελεστών του βιβλίου: «Όλα συμβαίνουν στα 1924- 1925, σε ένα περιβάλλον ευκατάστατων ρώσων εμιγκρέδων, ανάμεσα στους οποίους διακρίνουμε έναν αυστηρό συνταγματάρχη, έναν διαχυτικό γλεντζέ, μια ειρηνόφιλη γιατρό, έναν εκκεντρικό βιβλιοπώλη (…)· έναν λάτρη της γερμανικής κουλτούρας…· μια ευγενή δεσποινίδα με φτηνά λογοτεχνικά γούστα» και φυσικά τον άγνωστο σε όλους Σμίροφ.

18739792_632988883557452_9028611753607892881_n

Ούτως, ο βασικός ήρωας μοιάζει να περνά απαρατήρητος -ας θυμηθούμε κάτι αντίστοιχο στην «Εφεύρεση του Μόρελ», του Aδόλφο Μπιόυ Κασάρες (Εκδ. Πατάκης), με το εγκατεστημένο φασματοσκόπιο στο έρημο νησί. Τούτων δοθέντων, «Το Μάτι» εκφράζει τη φιλοσοφική θεώρηση του ρώσου λογοτέχνη σχετικά με τον ρόλο του αναγνώστη απέναντι στο κείμενο. Είναι ο τρόπος που ο τελευταίος αντιλαμβάνεται τα γεγονότα, τα κοινωνικά δρώμενα- ενώ αυτά συμβαίνουν, τα παρατηρεί χωρίς να δύναται να παρέμβει. Το ίδιο με το σινεμά ή το θέατρο, σε αυτό, μάλιστα, οι ηθοποιοί πολλές φορές αλλάζουν ρούχα και ρόλους για να αποκαλύψουν έτσι διαφορετικές πλευρές του εαυτού τους. Το ίδιο και ο Σμίροφ: αλλάζει ιδιότητες μέσα από τα μάτια των άλλων. Άλλοτε ένας ευαίσθητος, μυστηριώδης ποιητής, άλλοτε θαρραλέος γυναικάς και άλλοτε φιλοπόλεμος αξιωματικός των Λευκοφρουρών. Ο Ναμπόκοφ, θαυμάσιος πλάστης των λέξεων, παίζει ακατάπαυστα με αυτές χτίζοντας εικόνες και λοξά νοήματα μέσα από καθημερινές καταστάσεις. Η ευφυΐα του έγκειται στο να δημιουργεί ονειρικά σχεδόν σκηνικά στα οποία ο βασικός χαρακτήρας όντας απόμακρος, σχεδόν άυλος, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια της Ματίλντας -που  θέλει ερωτικά και που είναι με άλλον- δεν διστάζει να εισδύει λαθραίως στα ιδιαίτερα των «συμπαικτών» του, να κλέβει και να παραβιάζει την αλληλογραφία τους όπως βρει αποδείξεις, ή, να συνευρίσκεται ερωτικά με την υπηρέτρια ως ένας αντικατοπτρισμός, ένα υποκατάστατο της ποθούμενης γυναίκας. Ο Σμίροφ αντιπροσωπεύει, μάλλον, τον πυρετικό άνθρωπο του μεσοπολέμου στην Γερμανία -εικονογραφεί την απελπισία  και την ανημποριά  του να δράσει και να αλλάξει την ζωή του. Συναισθηματικά πληγωμένος, εθνικά εξαρτώμενος, άνεργος ή με τον φόβο της ανεργίας, ψυχικά κουρασμένος, σε θλίψη- γίνεται έρμαιο της όποιας δημαγωγίας και του ρεβανσισμού. Ζει την παρακμή της κοινωνίας και αισθάνεται ένα τίποτα και με «τρικ» του ματιού νιώθει προστατευμένος από τον χώρο και τον χρόνο. Ορά τα πάντα, κυκλοφορεί προστατευμένος, παρανομεί. Τώρα, αν μεταφέρουμε το θέμα του «ματιού» στα καθ’ ημάς δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε μπροστά σε έναν συγγραφέα, έναν διανοούμενο, που με το δικό του εσωτερικό τρόπο μίλησε για πράγματα που θα συνέβαιναν στο μέλλον.

18839131_632988980224109_8084143341855026242_n [hr]

Laszlo Krasznahorkai, H μελαγχολία της αντίστασης, Μετ.: Ιωάννα Αβραμίδου, Εκδ. Πόλις

18814252_632998726889801_4715148456209942265_nΔιαβάζουμε στο λήμμα για  την εντροπία πως πρόκειται για «κατάσταση μέσω της οποίας μετράται η αταξία, της οποίας η μέγιστη τιμή αντικατοπτρίζει την πλήρη αποδιοργάνωση και ισοδυναμεί με την παύση της ζωής ή αλλιώς της εξέλιξης». Ακριβώς με βάση τον ορισμό του δεύτερου θερμοδυναμικού νόμου όλα τα πράγματα ή καλύτερα τα συστήματα,  υπόκεινται σε μια συνεχή αποδιάρθρωση τελικό στάδιο της οποίας είναι η αυτοκαταστροφή τους. Στη σκέψη μας ήρθαν τα παραπάνω καθώς διαβάζαμε το σχετικά πρόσφατα εκδοθέν μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι, «H μελαγχολία της αντίστασης» ( Εκδ. Πόλις) – σε εξαιρετική και πάλι μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου. Σε αυτό, ο εξέχων ούγγρος λογοτέχνης δημιουργεί ένα σκηνικό σε φανταστική πόλη της πατρίδας του στα Καρπάθια Όρη. Ατμόσφαιρα ζόφου περιτυλίγει το μέρος καθώς η κοινωνική εντροπία είναι εμφανής: τα σκουπίδια ξεχειλίζουν απ’ τους κάδους και σχηματίζουν βουνά στους δρόμους, τα σπίτια μοιάζουν να αποδομούνται σιγά-σιγά,  ρωγμές σχηματίζονται στους τοίχους. Το κρύο είναι τσουχτερό, οι δρόμοι παντελώς έρημοι και μόνο ο ταχυδρόμος Βάλουσκα περιδιαβαίνει τις θεοσκότεινες λεωφόρους της πόλης. Ένας ελαφρύς άνθρωπος, με παιδική σκέψη που θαυμάζει την αρμονία των αστερισμών και έχει πάντοτε στραμμένη ψηλά την ματιά του αρνούμενος, κατ’  αυτόν τον  τρόπο, να δεχθεί την επίγεια, σκληρή πραγματικότητα. Αφήνοντας για λίγο στην άκρη τους υπόλοιπους βασικούς ήρωες προχωρούμε στο γεγονός της άφιξης στην κεντρική πλατεία της πόλης μιας πελώριας φάλαινας, ενός μισοζώντανου κήτους που το περιφέρουν εν είδη ατραξιόν. Χαρακτηριστική είναι η πομπή της έλευσης του στους άδειους δρόμους και του όχλου από τις πέριξ περιοχές που το ακολουθεί. Ουρές περιέργων στήνονται για να δουν, με εισιτήριο, το αλλόκοτο θέαμα ενώ η ατμόσφαιρα γεμίζει ανησυχία. Το τσούρμο των παρείσακτων δέχεται εντολές από τον Πρίγκιπα που μαζί με τον Διευθυντή αποτελούν το πλήρωμα του τσίρκου. Ο πρώτος είναι άφαντος αλλά είναι αυτός που προτρέπει τον αλλότριο συρφετό σε εξέγερση και βιαιοπραγίες. Οι παρίες προχωρούν σε βανδαλισμούς θύμα των οποίων είναι η μικροαστή και μικρόψυχη, κυρία Πφλάουμ -μητέρα του Βάλουσκα που τον έχει αποκηρύξει – την οποία οι κακοποιοί φονεύουν εξασκώντας βία. Εκεί είναι που αναδεικνύεται το άστρο της εξουσιομανούς κυρίας Έστερ στελέχους της διοίκησης που συνδέεται ερωτικά με τον αλκοολικό και ανίκανο διευθυντή  της αστυνομίας-  εφόσον αυτή αναλαμβάνει την εξουσία και με την βοήθεια του στρατού συλλαμβάνει και φυλακίζει τους υπαίτιους κηρύσσοντας άτυπα στρατιωτικό νόμο. Ούτως η συνεχής παρακμή της παλαιάς κοινωνίας γεννά ανεξέλεγκτες αντιδράσεις κατά δικαίων και αδίκων όπου καταστέλλονται με  επέμβαση και  εγκαθίδρυση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η νέα κατάσταση πραγμάτων βρίσκει τον Βάλουσκα φυλακισμένο καθώς έμπλεξε άθελά του με το λεφούσι και την κυρία Έστερ να εγκαθίσταται ξανά -με τον εραστή της- στο οικογενειακό της σπίτι από όπου την είχε διώξει ο σύζυγό της. Στο οποίο, ο κύριος Έστερ, -έχοντας παραιτηθεί από διευθυντής του Ωδείου- ζει αποτραβηγμένος και απογοητευμένος από  τους ανθρώπους, εμφορούμενος από την ανάγκη όπως δημιουργήσει πάλι την αρχική φυσική αρμονία, στο πιάνο. Ολοκληρώνοντας τον κύκλο των βασικών χαρακτήρων επιστρέφουμε στον Βάλουσκα που συνδέεται ιδιαιτέρως με τον κύριο Έστερ γιατί είναι αυτός που φέρνει απ’ τον έξω κόσμο,  πληροφορίες και τροφή στον ηλικιωμένο συνθέτη με αντίτιμο την πνευματική και συναισθηματική του προστασία.

18765720_632989113557429_3360023135299483337_n

Η ατμόσφαιρα αποτυπώνεται έξοχα στο φιλμ του Μπέλα Ταρ, «Οι Αρμονίες του Werckmeister»- με τίτλο δανεισμένο απ’ το δεύτερο κεφάλαιο της «Μελαγχολίας»-  ενώ είναι γνωστό πως σκηνοθέτης και συγγραφέας τους έχουν συνεργαστεί σε αρκετές ταινίες. Αυτό, βέβαια, που χαρακτηρίζει τον Κρασναχορκάι είναι οι τεράστιες φράσεις του με πλήθος από κόμματα και παρενθέσεις τις οποίες καλείται ο αναγνώστης να προσπαθεί πάντοτε να κρατά το νήμα των νοημάτων σε εγρήγορση- δες και την παρουσίαση του προηγούμενου,  “Πόλεμος και πόλεμος” (Εκδ. Πόλις). Τούτων δοθέντων, το αφήγημα του ούγγρου συγγραφέα διατυπώνει γλαφυρά την φιλοσοφία του. Γραμμένο λίγο πριν το τέλος του λεγόμενου Υπαρκτού Σοσιαλισμού σκιαγραφεί  μια κοινωνία σε πλήρη διάλυση, με τις υπαρξιακές φοβίες, τις διάφορες δεισιδαιμονίες -την απογοήτευση και την έλλειψη οράματος σε πλήρη ανάπτυξη- μια δυστοπία που υπερβαίνει την τοπικότητα και γίνεται παγκόσμια. Άπαξ και εισχωρήσει κανείς στο λεκτικό σύμπαν του Κρασναχορκάι, αν αφεθεί στα αλλεπάλληλα κύματα των προτάσεων του, ανακαλύπτει όχι μόνο το υποδόριο καυστικό χιούμορ αλλά και τα φιλοσοφικά θέματά του. Ένα εκ των οποίων είναι και κείνο της αέναης κοινωνικής εντροπίας – η οποία στο τέλος του βιβλίου παραλληλίζεται με την λεπτομερή  βιοδιάσπαση του σώματος της κυρίας Πφλάουμ- καθώς ο κόσμος ακολουθεί διαρκώς την πορεία καταστροφής του, χωρίς αποκαλυψιακές συντέλειες και τελικές κρίσεις – αυτοκαταστρέφεται  για να αρχίσει πάλι από το μηδέν. Έτσι είναι,  κατ’ αυτόν, και οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τον αλλάξουν.

18813411_632989343557406_7413077102447475686_n

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.