Στήλη: Ανομήματα

Ανομήματα: ο χειραφετητικός λόγος των ποιητριών

Έμιλι Ντίκινσον, Ποιήματα 640 και 903

| 07/11/2016

Το Περιοδικό και η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου δημιουργούν τη στήλη Ανομήματα, ως έναν χώρο όπου θα αναδεικνύεται ο γυναικείος λόγος με την μορφή της ποίησης. Αυτό που οδήγησε τη σκέψη μας στη δημιουργία του χώρου αυτού μέσα στις σελίδες του Περιοδικού για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας είναι η διαπίστωση ότι ενώ οι γυναίκες γράφουν, παραμένουν περισσότερο αόρατες από τους άντρες ποιητές, ενώ συχνά χρειάζεται να μετέλθουν ένα ιδίωμα το οποίο να «αποδεικνύει» ότι είναι «ισότιμες» με τους άντρες. Θέλουμε να αναζητήσουμε τις γυναικείες φωνές που περιγράφουν σε στίχους το πώς έχουν βιώσει τη γυναικεία τους υπόσταση. Ή το πώς βιώνουν τον κόσμο γύρω τους. Θέλουμε να κάνουμε μια απόπειρα να συγκεντρώσουμε τον Λόγο που μπορεί να ταράξει την κοινή ησυχία της επανάπαυσης στα κυρίαρχα πρότυπα των φύλων. Να δούμε πόσο χειραφετητικός μπορεί να είναι ο ποιητικός λόγος. Θέλουμε να πάμε κόντρα στο συνηθισμένο σχόλιο που ακούγεται όταν κάποιος (ή κάποια) ακούει τις λέξεις «γυναικεία ποίηση». Θέλουμε να ξέρουμε τι λένε οι γυναίκες όταν μιλάνε…

Κάθε εβδομάδα, λοιπόν, θα παρουσιάζουμε ένα ή δύο ποιήματα μιας ποιήτριας, συνοδευόμενα από λίγες πληροφορίες. Ο χώρος αυτός θα οδηγήσει προς την δημιουργία μιας ανθολογίας, πολύτιμης νομίζω για να καταλάβουμε τη συνολική εικόνα του γυναικείου ποιητικού –χειραφετητικού- λόγου. Ο τίτλος της στήλης αυτής έρχεται από το ομότιτλο ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου: 

ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν νωρίς την Ηθική
-δήθεν με νίβουν μ’ ανομήματα αιώνων-
Κι εγώ, ιέρεια στης Λαγνείας τη σπονδή
Εκάτη, Αστάρτη, ηδονών μα και δαιμόνων
σε μιαν αντίληψη του κόσμου αρσενική.

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν καιρό την Ενοχή
-δεν έχουν οι αμαρτίες μιαν όψη μόνον.
Κι εγώ, στου Ανήθικου δοσμένη τη σπουδή,
με μίση και κατάρες τόσων χρόνων,
στα φαύλα και στα κρείττω η πηγή,

είμαι η Γυναίκα, που παλεύει την πληγή…

          (2000, βιβλίο Αν-επίκαιρα Ποιήματα)

http://www.sofiakolotourou.gr/poems/5/56

  [hr] 

Αυτή την εβδομάδα, παρουσιάζουμε την σπουδαία Έμιλι Ντίκινσον, η οποία γεννήθηκε και πέθανε στη Μασσαχουσέτη των Η.Π.Α. (1830 – 1886). Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι της στο Άμχερστ της Μασσαχουσσέτης. Σπανίως έβγαινε από το σπίτι, ενώ σε ένα από τα λιγοστά της ταξίδια το 1854 γνώρισε στην Φιλαδέλφεια τον πάστορα Τσαρλς Γουάντσγορθ.  Πιστεύεται ότι πολλά από τα ρομαντικά ποιήματά της οφείλονται στον πλατωνικό έρωτα που τη συνέδεσε με τον πάστορα.

ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

[640]

Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου

γιατί αυτό θα ’ταν ζωή

και η ζωή μου είν’ εκεί

ακίνητη στο ράφι.

 

Ο νεωκόρος κρατάει το κλειδί

φυλάγοντας τη ζωή μας,

-την πορσελάνη του-,

σαν μια κούπα, ξεχασμένη

 

από την οικοδέσποινα, σπασμένη

ή πολυκαιρινή.

Μια πιο καινούργια τώρα

άλλη εκείνη προτιμά.

 

Δεν μπορώ να πεθάνω μαζί σου

γιατί ο ένας πρέπει να περιμένει

του άλλου να κλείσει τα μάτια –

εσύ δεν θα μπορούσες.

 

Κι εγώ πώς θα στεκόμουν

βλέποντάς σε λίγο λίγο να παγώνεις,

χωρίς να έχω δικαίωμα να παγώσω κι εγώ,

προνόμιο μόνο του θανάτου;

 

Ούτε θα μπορούσα ν’ αναστηθώ μαζί σου,

γιατί το πρόσωπό σου

θα υποκαθιστούσε το Χριστό!

Εκείνη τη νέα Χάρη

 

λαμπερή και ξένη

στο νοσταλγικό μου μάτι,

εκτός αν ήσουνα εσύ

αυτός που άστραψε πλάι μου.

 

Θα μας δικάζανε – αλλά πώς;

Γιατί υπηρέτησες τους ουρανούς – ξέρεις,

ή τουλάχιστον το ζήτησες·

εγώ δεν θα μπορούσα.

 

Γιατί θα διαπότιζες το βλέμμα μου

κι εγώ δεν θα είχα μάτια πια

για τη μίζερη τελειότητα

σαν αυτή του Παραδείσου.

 

Κι αν χανόσουνα, εγώ θα υπήρχα,

μόλο που τ’ όνομά μου

ηχούσε εκκωφαντικά

στην ουράνια δόξα.

 

Κι αν σωζόσουνα, εγώ θα ήμουν

καταδικασμένη να υπάρχω

εκεί που δεν ήσουν εσύ.

Αυτή μου η ύπαρξη

θα ήταν και η κόλασή μου.

 

Έτσι πρέπει να μείνουμε χωρισμένοι,

εσύ εκεί, εγώ εδώ,

με μόνο την πόρτα μισάνοιχτη

στους ωκεανούς και την Προσευχή,

αυτήν τη χλωμή στήριξη.

Απελπισία!

 

Μτφ Αγγελική Σιδηρά,

στο : Έμιλυ Ντίκινσον, Ποιήματα (εκδ. Ερμείας 1996)

 

[903]

 

Κρύφτηκα μες στο άνθος μου και μπήκα

στο βάζο σου να μαραθώ,

ανύποπτος για μένα μήπως νιώσεις

κι εσύ μια μοναξιά σχεδόν.

 

Μτφ Διονύσης Καψάλης,

στο: Έμιλι Ντίκινσον, Το Μέγα Ύδωρ, εκδ. Άγρα, 2004