Ανομήματα: ο χειραφετητικός λόγος των ποιητριών
Ζέφη Δαράκη: Σαν μια παλιά χαλκογραφία | {άτιτλο}
Το Περιοδικό και η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου δημιουργούν τη στήλη Ανομήματα, ως έναν χώρο όπου θα αναδεικνύεται ο γυναικείος λόγος με την μορφή της ποίησης. Αυτό που οδήγησε τη σκέψη μας στη δημιουργία του χώρου αυτού μέσα στις σελίδες του Περιοδικού για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας είναι η διαπίστωση ότι ενώ οι γυναίκες γράφουν, παραμένουν περισσότερο αόρατες από τους άντρες ποιητές, ενώ συχνά χρειάζεται να μετέλθουν ένα ιδίωμα το οποίο να «αποδεικνύει» ότι είναι «ισότιμες» με τους άντρες. Θέλουμε να αναζητήσουμε τις γυναικείες φωνές που περιγράφουν σε στίχους το πώς έχουν βιώσει τη γυναικεία τους υπόσταση. Ή το πώς βιώνουν τον κόσμο γύρω τους. Θέλουμε να κάνουμε μια απόπειρα να συγκεντρώσουμε τον Λόγο που μπορεί να ταράξει την κοινή ησυχία της επανάπαυσης στα κυρίαρχα πρότυπα των φύλων. Να δούμε πόσο χειραφετητικός μπορεί να είναι ο ποιητικός λόγος. Θέλουμε να πάμε κόντρα στο συνηθισμένο σχόλιο που ακούγεται όταν κάποιος (ή κάποια) ακούει τις λέξεις «γυναικεία ποίηση». Θέλουμε να ξέρουμε τι λένε οι γυναίκες όταν μιλάνε…
Κάθε εβδομάδα, λοιπόν, θα παρουσιάζουμε ένα ή δύο ποιήματα μιας ποιήτριας, συνοδευόμενα από λίγες πληροφορίες. Ο χώρος αυτός θα οδηγήσει προς την δημιουργία μιας ανθολογίας, πολύτιμης νομίζω για να καταλάβουμε τη συνολική εικόνα του γυναικείου ποιητικού –χειραφετητικού- λόγου. Ο τίτλος της στήλης αυτής έρχεται από το ομότιτλο ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου:
ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ
Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν νωρίς την Ηθική
-δήθεν με νίβουν μ’ ανομήματα αιώνων-
Κι εγώ, ιέρεια στης Λαγνείας τη σπονδή
Εκάτη, Αστάρτη, ηδονών μα και δαιμόνων
σε μιαν αντίληψη του κόσμου αρσενική.
Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν καιρό την Ενοχή
-δεν έχουν οι αμαρτίες μιαν όψη μόνον.
Κι εγώ, στου Ανήθικου δοσμένη τη σπουδή,
με μίση και κατάρες τόσων χρόνων,
στα φαύλα και στα κρείττω η πηγή,
είμαι η Γυναίκα, που παλεύει την πληγή…
(2000, βιβλίο Αν-επίκαιρα Ποιήματα)
http://www.sofiakolotourou.gr/poems/5/56
[hr]
Η Ζέφη Δαράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939 και ήταν η σύζυγος του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη, που απεβίωσε στις 6/8/2014. Το δεύτερο ποίημα έχει γραφεί την ημέρα του θανάτου του, προφανέστατα ως αποχαιρετισμός σε εκείνον.
Σαν μια παλιά χαλκογραφία
Το επίφοβο βλέμμα στέρεψε στα χαλίκια
πέτρινα χείλη πέτρινα φύκια
κι ο κόσμος φεγγάρι θανάτου γυρνούσε κουρασμένα
«Τί παράφωνη αυγή…» ψιθύριζες μπροστά στις τραβηγμένες κουρτίνες
Πράγματι, μαύροι και κίτρινοι ίσκιοι σαν άτεχνα βαμμένο δέρμα
…Ό,τι κι αν πιάσω βρίσκω εσένα —
το χερούλι της πόρτας ζεστό ακόμη από το άγγιγμά σου
Τί παιδικά που μοιάζουνε τα δάχτυλά σου…
Και λυπημένα αναρριχητικά τα μάτια σου ας μ’ οδηγούσαν κάπου
Μόνο τα χέρια σου επάνω στη δικογραφία
σαν μια παλιά χαλκογραφία
Το επίφοβο βλέμμα χαμένο στα νερά
Θάλασσες σαν γριές βαμμένες λικνίζονται στα λουλακιά
Ω θανάσιμο κύμα…
βαθύ της έλξης το μνήμα
Το επίφοβο βλέμμα όστρακο στο βυθό
Καλύτερα να μη σε ξαναδώ μούγκριζε η λεωφόρος με τα τροχοφόρα
Στα βόρεια προάστια κατέβαινε η μπόρα.
[hr]
{άτιτλο}
μα τι να συνηθίσω να
συνηθίσω τι, μα
να συνηθίσω, τι
Επειδή το χέρι σου
έσφιγγε το τέλος της ζωής μες στο δικό μου
Επειδή όσα ζήσαμε παγώνουν σιγά σιγά
το χρόνο των ποιημάτων που δεν τα ενδιαφέρει
η αθανασία
αλλά το πώς θα διαπλεύσουμε αυτή τη σχισμή
του παγερού ρίγους που μας διασχίζει,
εσένα, ως το επέκεινα του αποχαιρετισμού
που κλέβει απ’ το σήμαντρο τη φωνή του
κι εμένα,
ως το επέκεινα ενός μισοφαγωμένου κατόπτρου
που στο εξής θα αποκαλείται ζωή
Και το ότι δεν θα ξανααπελπιστείς πια
μεσ’ απ’ τα μαύρα σεντόνια του λόγου
που σε τύλιγε σε ξετύλιγε αγάπη μου
ο εξ ύψους εφιάλτης,
ας είναι αυτό, ο παράδεισός σου
(6.8.2014)
[Από τη συλλογή H σπηλιά με τα βεγγαλικά, Νεφέλη, Αθήνα 2014.]
*κεντρική φωτογραφία: The Damnation, Bela Tarr