Ανομήματα: η γυναικεία χειραφέτηση στην ποίηση
Λίνα Κάσδαγλη: WOMEN’S LIB

Η στήλη «Ανομήματα» δημιουργήθηκε πριν από ένα περίπου χρόνο από τη Σοφία Κολοτούρου, με στόχο να μας γνωρίσει τον χειραφετημένο γυναικείο ποιητικό λόγο. Μέσα από το ταξίδι που έκανε, ήρθαμε σε επαφή με γυναίκες που μιλούσαν για γυναίκες. Σκεφτήκαμε να δοκιμάσουμε να εμπλουτίσουμε τη στήλη αυτή και να συνεχίσει το ταξίδι της και μέσα από άντρες που μιλούν για γυναίκες. Για το λόγο αυτό, εδώ και λίγους μήνες, υπεύθυνη και υπεύθυνος για τα Ανομήματα θα είναι η Σοφία Κολοτούρου και ο Νίκος Γεωργόπουλος. Μαζί θα επιλέγουν ποιήματα, μικροκείμενα, σκέψεις ή / και αποσπάσματα από πεζά, στα οποία θα διαφαίνεται η προσπάθεια του ή της συγγραφέα να προσεγγίσει τη γυναικεία υπόσταση. Δίνουμε τον λόγο σε ένα ζευγάρι ποιητών, θεωρώντας πως η σύνθεση της αντρικής και της γυναικείας ματιάς θα μας ανοίξει έναν ευρύτερο ορίζοντα…
Αυτή τη φορά παρουσιάζουμε τη Λίνα Κάσδαγλη.
Η Λίνα Κάσδαγλη (1921–2009) ήταν συγγραφέας, επιμελήτρια βιβλίων και μεταφράστρια. Έγραψε κυρίως ποιήματα και μετέφρασε πολλά έργα ξένων λογοτεχνών. Συμμετείχε στο περίφημο βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα» στο οποίο δημοσιεύτηκαν τα κείμενα 18 αντιφρονούντων συγγραφέων μεσούσης της δικτατορίας (1970).
Γράφουμε στη μηχανή – και δεν μας αναγνωρίζετε
σπρωχνόμαστε το πρωί στο λεωφορείο – και δεν μας προσέχετε
κάνουμε διαδήλωση για τα αντισυλληπτικά και μας φοβάστε.
Κι εμείς φοβόμαστε, μάνα, από τότε που χάσαμε το χέρι σου με το φτενό δαχτυλίδι
φοβόμαστε, γιατί αν κοιτάξουμε μέσα μας δεν γνωρίζουμε κι εμείς τον εαυτό μας
κι αν κοιτάξουμε πιο βαθιά βλέπουμε εσένα μες στο σκοτεινό καθρέφτη
και τότε δεν ξέρουμε αν είμαστε εσύ.
Μήπως δεν πονέσαμε κι εμείς στον έρωτα στη γέννα στην αρρώστια
μήπως δεν ξεριζώθηκε από τη σάρκα μας εκείνο το παιδί
όταν το πήρε ο ξένος τόπος κι ο άνθρωπος με τα ξένα μάτια;
Εσύ κεντούσες, έπλεκες, άλλαζες μωρά
εμείς χτυπάμε μηχανές, τρέχουμε να προφτάσουμε
τρέχουμε να προφτάσουμε
εσένα πολεμούσε ο γιος σου κι οι ριπές τρυπούσανε τον ύπνο σου
εσένα; Εμένα; Τίνος ήταν το παιδί;
Τίνος ήταν το όνειρο που κεντούσες με κλωστές μεταξωτές;
Τίνος ήταν η αγρύπνια και ο καημός της ξενιτιάς;
«Ξενιτεμένο μου πουλί» τραγουδούσε εκείνη η σπασμένη μορφή
-χίλια πρίσματα- στο Μουσείο
«η ξενιτειά σε χαίρεται» κι ακόμα αποχαιρετάει η μαρμαρένια
γυναίκα τον έφηβο λουσμένη σε αθάνατο φως
-πόσες φορές, μητέρα, κούνησες το μαντίλι σου καμένο από τα δάκρυα
τούτο το πικρό μαντίλι που μου πυρώνει τα δάχτυλα;
Μες το σκοτεινό καθρέφτη ο ίσκιος σου ο ίσκιος μου ο ίσκιος μας
πλέκεις
μαγειρεύεις
ανασταίνεις μωρά
γράφω
τρέχω
χτυπώ μηχανές
πλέκουμε
τρέχουμε
γράφουμε
τρέχουμε
τρέχουμε
τρέχουμε
-πονάμε
Από Τα ποιήματα, εκδόσεις Άγρα 2002