Στήλη: Ανομήματα

Ανομήματα: ο χειραφετητικός λόγος των ποιητριών

Σύλβια Πλαθ, η Λαίδη Λάζαρος

| 21/11/2016

Το Περιοδικό και η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου δημιουργούν τη στήλη Ανομήματα, ως έναν χώρο όπου θα αναδεικνύεται ο γυναικείος λόγος με την μορφή της ποίησης. Αυτό που οδήγησε τη σκέψη μας στη δημιουργία του χώρου αυτού μέσα στις σελίδες του Περιοδικού για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας είναι η διαπίστωση ότι ενώ οι γυναίκες γράφουν, παραμένουν περισσότερο αόρατες από τους άντρες ποιητές, ενώ συχνά χρειάζεται να μετέλθουν ένα ιδίωμα το οποίο να «αποδεικνύει» ότι είναι «ισότιμες» με τους άντρες. Θέλουμε να αναζητήσουμε τις γυναικείες φωνές που περιγράφουν σε στίχους το πώς έχουν βιώσει τη γυναικεία τους υπόσταση. Ή το πώς βιώνουν τον κόσμο γύρω τους. Θέλουμε να κάνουμε μια απόπειρα να συγκεντρώσουμε τον Λόγο που μπορεί να ταράξει την κοινή ησυχία της επανάπαυσης στα κυρίαρχα πρότυπα των φύλων. Να δούμε πόσο χειραφετητικός μπορεί να είναι ο ποιητικός λόγος. Θέλουμε να πάμε κόντρα στο συνηθισμένο σχόλιο που ακούγεται όταν κάποιος (ή κάποια) ακούει τις λέξεις «γυναικεία ποίηση». Θέλουμε να ξέρουμε τι λένε οι γυναίκες όταν μιλάνε…

Κάθε εβδομάδα, λοιπόν, θα παρουσιάζουμε ένα ή δύο ποιήματα μιας ποιήτριας, συνοδευόμενα από λίγες πληροφορίες. Ο χώρος αυτός θα οδηγήσει προς την δημιουργία μιας ανθολογίας, πολύτιμης νομίζω για να καταλάβουμε τη συνολική εικόνα του γυναικείου ποιητικού –χειραφετητικού- λόγου. Ο τίτλος της στήλης αυτής έρχεται από το ομότιτλο ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου:

 

ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν νωρίς την Ηθική
-δήθεν με νίβουν μ’ ανομήματα αιώνων-
Κι εγώ, ιέρεια στης Λαγνείας τη σπονδή
Εκάτη, Αστάρτη, ηδονών μα και δαιμόνων
σε μιαν αντίληψη του κόσμου αρσενική.

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν καιρό την Ενοχή
-δεν έχουν οι αμαρτίες μιαν όψη μόνον.
Κι εγώ, στου Ανήθικου δοσμένη τη σπουδή,
με μίση και κατάρες τόσων χρόνων,
στα φαύλα και στα κρείττω η πηγή,

είμαι η Γυναίκα, που παλεύει την πληγή…

          (2000, βιβλίο Αν-επίκαιρα Ποιήματα)

http://www.sofiakolotourou.gr/poems/5/56

  [hr]

Αυτή την εβδομάδα η Σύλβια Πλαθ. Γεννήθηκε το 1932, έπασχε από κατάθλιψη και αυτοκτόνησε το 1963. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε κυρίως μετά το θάνατό της. Σήμερα παρουσιάζουμε ένα από τα γνωστότερα ποιήματά της, το Λαίδη Λάζαρος (Lady Lazarus), σε δυο εκδοχές. Στην μετάφραση της Κλεοπάτρας Λυμπέρη και στην έμμετρη διασκευή του Θάνου Γιαννούδη. Επίσης, μπορείτε να δείτε το βίντεο όπου η Σύλβια Πλαθ διαβάζει η ίδια το ποίημά της.

 

Η ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ

Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, για το περιοδικό Poeticanet

 

Το έκανα ξανά.

Κάθε δέκα χρόνια μια φορά

Το καταφέρνω –

 

Κάτι σαν περιφερόμενο θαύμα, το δέρμα μου

Φωτεινό όπως αμπαζούρ των ναζί,

Το δεξί μου πόδι

Ένα πρες παπιέ,

Το πρόσωπό μου άμορφο, λεπτό

Εβραϊκό λινό.

 

Ξετύλιξε τη γάζα

ω εχθρέ μου.

Προξενώ τον τρόμο; –

 

Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η πλήρης σειρά των δοντιών;

Η στυφή αναπνοή

Σε μια μέρα θα χαθεί.

 

Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα

Η φαγωμένη από του τάφου τη σπηλιά

Θα είναι πάνω μου μια χαρά

 

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.

Είμαι μονάχα τριάντα χρονών.

Κι όπως η γάτα έχω να πεθάνω εννιά φορές.

 

Αυτή είναι η νούμερο «Τρία».

Τι ανοησία

Να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.

 

Πόσα εκατομμύρια κλωστές.

Το πλήθος μασουλώντας φιστίκια

Στριμώχνεται να τους δει

 

Να με ξετυλίγουν χέρια πόδια –

Το μεγάλο στριπτίζ

Κυρίες και κύριοι

 

Ιδού τα χέρια μου

Ιδού τα γόνατά μου.

Μπορεί να είμαι κόκαλο και πετσί,

 

Κι όμως είμαι η ίδια κι απαράλλαχτη γυναίκα.

Την πρώτη φορά που συνέβη ήμουν στα δέκα

Ήταν ατύχημα.

 

Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό

Να κρατήσει και να μην γυρίσω πίσω.

Λικνιζόμουν κλειστή

 

Καθώς κοχύλι.

Έπρεπε να με φωνάξουν και να με ξαναφωνάξουν

Και να μαζέψουν από πάνω μου τα σκουλήκια σαν

λιπαρά μαργαριτάρια.

 

Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως κάθε τι.

Το κάνω εξαιρετικά καλά.

 

Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.

Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.

Μπορείτε να πείτε πως διαθέτω κλίση σ’ αυτό.

 

Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.

Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω και να μείνω εκεί.

Είναι η θεατρική

 

Επιστροφή μέρα μεσημέρι

Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη

Εύθυμη κραυγή:

 

«Θαύμα»

Που μου δίνει τη χαριστική βολή.

Υπάρχει επιβάρυνση

 

Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, υπάρχει επιβάρυνση

Για ν ακούσετε την καρδιά μου

-πράγματι χτυπάει.

 

Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση

Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα

Ή για λίγο αίμα,

 

Η ένα κομμάτι απ τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.

Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.

Λοιπόν, χερ εχθρέ.

 

Είμαι το έργο σου,

Είμαι το τιμαλφές σου,

Ένα μωρό σκέτο χρυσάφι

 

Που αναλύεται σε μια στριγκλιά.

Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.

Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.

 

Στάχτη στάχτη –

Σκαλίζεις κι αναδεύεις.

Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί –

 

Μια πλάκα σαπούνι,

Μια βέρα,

Ένα σφράγισμα χρυσό.

 

Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε

Πρόσεξε

Πρόσεξε.

 

Από τη στάχτη βγαίνω

Με πορφυρά μαλλιά

Τ αντράκια τα μασάω

Τα κάνω μια χαψιά

 

 

Η ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ

Έμμετρη διασκευή: Θάνος Γιαννούδης, blog Ρεφορμιστικόν

 

Και πάλι τά κατάφερα, στα δέκα χρόνια μια φορά

εγώ τά καταφέρνω.

Κάτι σαν θαύμα ζωντανό, δέρμα ναζί μα φωτεινό,

δεξί το πόδι σέρνω.

Ένα κομμάτι χάρτινο, πρόσωπο λείο σαν το λινό

-εβραϊκό τό κόβω-

Βγάλε από πάνω το πανί. Εχθρέ μου, είμαι εγώ τρανή

και προκαλώ το φόβο;

Κι η μύτη, μάτια, δόντια σετ. Κι η ανάσα που αναστάτωσε

θα εξαφανιστούνε.

Σύντομα οι σάρκες κι η κοιλιά που καταβρόχθισε η σπηλιά

προς σπίτι μου βαστούνε.

Κι εγώ θα τίς χαμογελώ, είμαι τριάντα -έχω καιρό,

εννιάψυχη είμαι γάτα.

Κι αυτή είν’ η τρίτη μου ζωή, δεν κάνω κράτει στη ροή,

τα χρόνια παν φευγάτα.

Εκατομμύρια νήματα! Το πλήθος με συνθήματα

και με φυστίκια χίλια

κοιτά που μένω εγώ γδυτή. Κάνω στριπτήζ, όλοι δεκτοί:

και άρρενες και θήλεα!

Να τα χεράκια μου καιροί, τα γόνατά μου. Και μπορεί

κιλά να είμαι δέκα,

μα να ‘μαι άλλη απίθανον, κι έγινα (δέκα πια χρονών)

μ’ ατύχημα γυναίκα.

Τη δεύτερη φορά σ’ αυτό σκόπευα μέσα να χυθώ

-κλειστή σπηλιά η δικιά σου!-

σαν όστρακο θαλασσινό. Φωνάζαν όλο το πρωινό

να μέ ξεσκουληκιάσουν.

Το να πεθαίνεις, τελικά, θέλει μια τέχνη φυσικά

κι είν’ η ειδίκευσή μου.

Πότε τό κάνω αληθινό, πότε τον Άδη προξενώ

κατά τη θέλησή μου.

Εύκολο μέσα στο κελί, εύκολο κι αν είσαι πολύ

βαθιά σ’ αυτό κλεισμένη.

Θεατρική επαναφορά, ίδια η γη, ίδια η φορά

και μια κραυγή αναμμένη:

»Τι θαύμα, θαύμα ζηλευτό!» Πάει, μέ διέλυσε αυτό

κι εσένα θα χρεώσει

για να κοιτάξεις τις ουλές -και της καρδιάς τους χτύπους, λες-

Ποτέ δεν θα τελειώσει!

Και είν’ η χρέωση τρελή για ένα άγγιγμα ή ένα φιλί

ή μια σταγόνα αίμα

ή ένα τμήμα ρουχισμού. Herr Δόκτωρ του καταυλισμού,

Εχθρέ, δεν είναι ψέμα.

Μ’ έχεις δικό σου και λαμπρό, πολύτιμο σαν θησαυρό,

χρυσό μωρό ατόφιο,

που λιώνει με βαθιά κραυγή. Γυρνώ και καίγομαι στη γη,

εσύ μ’ έκανες ψόφιο!

Στάχτη και στάχτη. Τήν γυρνάς, κόκκαλα, σάρκα εξερευνάς.

Κενό θα βρεις. Θα βρίσεις.

Μόνο σαπούνι για σχοινί, βέρα του γάμου αδειανή,

χρυσό για να σφραγίσεις.

Herr Θεέ, Herr Διάβολε, γι’ αρχή βαρέστε μου μια προσοχή

καθώς θα πλησιάζω.

Βγαίνω απ’ τη στάχτη ως απειλή με κατακόκκινο μαλλί

κι άντρες κατασπαράζω…