Αντάρτικο2: μια ποιητική συλλογή για τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το παντοτινό θέλγητρο της εξέγερσης

«Είπαμε, ο ένας θα φτιάχνει τις λέξεις, ο άλλος θα βάζει φωτιά στο φυτίλι και θα τις πετάει.»

| 16/02/2019

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει καταφέρει με ποικίλους τρόπους να επιδράσει στο συλλογικό ασυνείδητο. Μετά το πέρας δέκα ετών συσσωρευμένων ηττών σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο, η τέχνη βρέθηκε σε αυτό το διάστημα σε μια κατάσταση μουδιάσματος και κατέληξε άλλοτε να αναπαράγει παλαιότερες, ξεπερασμένες καλλιτεχνικές φόρμες ενώ άλλοτε έκανε θαρρετά αλλά άνευρα βήματα να ψηλαφίσει την κοινωνική κατάσταση στον ύστερο καπιταλισμό. Η πολιτιστική παραγωγή αυτών των χρόνων καθορίζεται από το μηδενικό budget, ωστόσο αναδεικνύει έναν πλούτο από καλλιτεχνικές προσλαμβάνουσες και τείνει να εκφράζει με τον πιο άμεσο τρόπο την περιρρέουσα μελαγχολία και αποξένωση που προκαλεί ο σύγχρονος (αστικός) τρόπος ζωής στις μεγαλουπόλεις. Το Αντάρτικο2 -των Δημήτρη Γκιούλου και Κωνσταντίνου Παπαπρίλη Πανάτσα, από τις Ελευθεριακές εκδόσεις Κουρσάλ- είναι γέννημα-θρέμμα της κρίσης και παρουσιάζει αθρόες σκέψεις πολιτικών υποκειμένων που σε ελεύθερη απόδοση «γλύφουν τις πληγές» τους και θυσιάζουν μόνο «μερικές τρίχες των μαλλιών τους στην κανονικότητα των τριάντα».

Όσο και αν δεν θέλουμε να μιλάμε για «χαμένες γενιές», υπάρχει πάντα η υπενθύμιση της πολιτικής γενιάς που θήτευσε και ατσαλώθηκε στους μαζικούς αγώνες του ’06-’07, για να συνεχίσει με το Δεκέμβρη του 2008 και αργότερα να καταλήξει στις μαζικές «πλατείες», χώρια το υπόλοιπα φοιτητικά-εκπαιδευτικά κινήματα. Αυτή η γενιά «συνήθισε» τους πολιτικούς, επιμέρους νικηφόρους αγώνες και φαίνεται να «χάρισε» πολύ εύκολα αυτό το διάχυτο ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης στις κοινοβουλευτικές εκτονώσεις. Ποτέ όμως δεν σταμάτησε να προσμένει σε μια συνολική και ποιοτικά αναβαθμισμένη αμφισβήτηση του υπάρχοντος συστήματος. Αυτή η γενιά διατρέχει τις σελίδες του Αντάρτικου και μοιάζει στοιχειωμένη από τα φαντάσματα ενός συγκρουσιακού παρελθόντος που διαδέχτηκε αυτό το ανιαρό παρόν.

Ε,
σου μιλάω.
Σου φωνάζω βασικά.
Μ’ ακούς;
Τελειώνει η δεκαετία του ‘10 και στεκόμαστε εδώ.
Εδώ, μια φορά ακόμη, για το φθινόπωρο και τους χειμώνες, για τους ουρανούς που πήραν φωτιά, για τους ανήσυχους ύπνους και τις αγρύπνιες. Εδώ, για μια πρόβα ανταρτοπόλεμου και εφτά κεφάλαιά του. Εδώ, για εκείνους που μας έπλασαν περίεργους κι εκείνες που ‘δώσαν σχήμα στις αγκαλιές μας. Εδώ, για τις μέρες και τα χρόνια μας, για τα ξημερώματα τ’ αλλιώτικα, για τον έρωτα και τον πόλεμο, για τη δίψα που σκάβει ακόμα τα χείλη, για τ’ αδέρφια που παίρνουν τα βουνά στων πόλεων τις καρδιές, που τσιμεντένιες πια, κρέμονται από φανοστάτες.
Εδώ, για της νύχτας τα φώτα.

Για ένα αντάρτικο δικό μας.
Ψήσου να σ’ το γνωρίσω.

 

Αυτή η διαδικασία αναστοχασμού που ανασύρονται πολιτικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την συλλογική μνήμη και έπειτα μετουσιώνονται σε ποιητική έκφραση, είναι ομολογουμένως αρκετά δύσκολη και ψυχοφθόρα. Έτσι ασυνείδητα εμπλέκονται και τα θραύσματα των αναμνήσεων διαπροσωπικών, κυρίαρχα ερωτικών σχέσεων, που είτε έμειναν ανεκπλήρωτες είτε πλήρωσαν το βαρύ τίμημα του χρόνου και βούλιαξαν στην κανονικότητα. Ισόποσα δύσκολη είναι και η συλλογική φόρμα του ποιητικού διαλόγου που επιλέγεται ανάμεσα στον Δημήτρη Γκιούλο και τον Κωνσταντίνο Παπαπρίλη Πανάτσα, ακριβώς επειδή προϋποθέτει  κοινό ρυθμό και μέτρο. Διαρθρωμένη σε οχτώ ενότητες, αυτή η ανταλλαγή διήρκησε οχτώ βράδια και κάθε βράδυ ξεκινούν από την αρχή την αναμέτρησή τους με τα υπαρξιακά ερωτήματα, τις αγωνίες και τις ματαιώσεις τους, με λόγο και ροή τέτοια που ο αναγνώστης δεν αντιλαμβάνεται την εναλλαγή των αφηγηματικών προσώπων. Λόγος στρωτός και καθημερινός, χωρίς ακαδημαϊσμούς και ελιτισμό, πραγματικά λαξεμένος από τις πιο μύχιες σκέψεις και επιθυμίες μας. Ροή γοργή, πολλές φορές νευρωτική που δεν ασθμαίνει κάτω από το βάρος των προσωπικών και συλλογικών απογοητεύσεων. Λέξεις, βαθιά χαραγμένες στο σώμα των καταπιεσμένων υποκειμένων, εμπεδωμένες μέσα από την φρίκη της συνειδητοποίησης ότι τα τριανταφεύγα δεν θα είναι μόνο για νούμερο παπουτσιού.

Σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι εναλλαγής ρόλων που οι ενήλικες αποκαλούν «ζωή», τέτοιες προσπάθειες ραγίζουν τα γύψινα στρώματα άμυνας που χτίζει ο καθένας «για να την παλέψει» και συγχρονίζονται με τους πιο υπόκωφους χτύπους της καρδιάς, με τις πιο πολυδαίδαλες διαδρομές του ατομικού και συλλογικού νου. Ο Δημήτρης Γκιούλος και ο Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας παραδίδουν σύντομα μαθήματα συγκρουσιακής κουλτούρας για όλα εκείνα που μας μένουν απωθημένα και δεν θα ειπωθούν ποτέ σε πολιτικές διαδικασίες, ούτε θα απασχολήσουν ποτέ τον ιστορικό του μέλλοντος.