Αντέχεις ρε;
Αγώνες αντοχής και συσσώρευσης στην πολιορκούμενη πόλη
Κοιτάζοντας τις πρόσφατες δεκαετίες, μπορεί κανείς να δει μια σειρά από όρους που διένυσαν ταχύτατα την απόσταση από τις κοινωνικές επιστήμες στον προγραμματικό πολιτικό λόγο κρατών και κυβερνήσεων, επεκτείνοντας την καριέρα τους από τις ερευνητικές εκθέσεις, τους τίτλους συνεδρίων και τα προγράμματα σπουδών, μέσω εφημερίδων και εκπομπών, σε κείμενα σχεδιασμού, προεκλογικούς λόγους και προγράμματα, νόμους και διατάγματα. Ας θυμηθούμε τη «βιώσιμη ανάπτυξη» που αργότερα έγινε «βιωσιμότητα» για να σωθεί από τις αντιφάσεις της, την «κοινωνική συνοχή» και την περίφημη σχέση της με την «ανταγωνιστικότητα», την πολύπαθη «πολυπολιτισμικότητα» που ήρθε έπειτα να υποκαταστήσει η «ποικιλομορφία», την «κοινωνία της πληροφορίας», την «κοινωνία της γνώσης» ή πιο πρόσφατα την «κοινωνική επιχειρηματικότητα» και βέβαια την «έξυπνη εξειδίκευση».
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, το εγχώριο διοικητικό σύστημα αλλά και η εγχώρια ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έμειναν πίσω στην κούρσα των εκάστοτε εννοιολογικών νεωτερισμών, κινητοποιούμενες άλλωστε, κατά κανόνα, από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις που έδιναν τον τόνο. Ωστόσο, μία από τις τρέχουσες μόδες, η έννοια της «ανθεκτικότητας», φαίνεται να δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο της προς τον εντός των συνόρων δημόσιο λόγο. Η πρόσφατη ένταξη των Δήμων Αθηναίων και Θεσσαλονίκης στο διεθνές πρόγραμμα 100 Ανθεκτικές Πόλεις (100 Resilient Cities) του Ιδρύματος Rockefeller και η ίδρυση “γραφείων ανθεκτικότητας” στις δύο πόλεις ίσως είναι βήματα προς την κάλυψη αυτού του κενού .
Πρόκειται άλλωστε για ένα κενό που χωράει τα πάντα, αν δεχθούμε τον ορισμό που θα συναντήσει κανείς στην ειδική ιστοσελίδα του Δήμου Αθηναίων: «Αστική Ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα κατοίκων, κοινοτήτων, θεσμών, επιχειρήσεων και δομών μιας πόλης να επιβιώνουν, να προσαρμόζονται και να εξελίσσονται ανεξάρτητα από τις χρόνιες πιέσεις και τα οξέα σοκ που τυχόν αντιμετωπίζουν». Ανάμεσα στα οξέα σοκ βρίσκουμε για παράδειγμα τους σεισμούς και τις επιδημίες. Ανάμεσα στις χρόνιες πιέσεις θα συναντήσουμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, την εγκληματικότητα, το ανεπαρκές ή υπερφορολογημένο (sic) σύστημα δημοσίων μεταφορών, την υψηλή ανεργία και τη χρόνια έλλειψη αποθεμάτων νερού. Ειδικά η Αθήνα, όπως μαθαίνουμε αν επισκεφθούμε την κεντρική ιστοσελίδα του προγράμματος στα αγγλικά, αντιμετωπίζει «προκλήσεις ανθεκτικότητας» που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τους πρόσφυγες αλλά και με τις εξεγέρσεις («riots») και τις εσωτερικές ταραχές («civil unrest»).
Ανατρέχοντας στις αντίστοιχες προκλήσεις που, κατά τους ειδικούς του ίδιου προγράμματος, αντιμετωπίζουν οι υπόλοιπες από τις 100 πόλεις ανά τον κόσμο, θα αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε ότι δεν υπάρχει κανένας τομέας στη σφαίρα των κοινωνικών ή στη σφαίρα των «φυσικών» πραγμάτων που να μην εμπίπτει στους προβληματισμούς για τις αντοχές και την ανθεκτικότητά μας. Λένε ότι έννοιες των οποίων το περιεχόμενο απλώνεται τόσο ώστε να περιλάβει τα πάντα, καταλήγουν απλά να μην είναι χρήσιμες σε τίποτα. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα με την ανθεκτικότητα δεν είναι ούτε η κενότητά της, ούτε η σύγχυση που προκαλεί, ακόμα κι αν αυτή η τελευταία είναι σκόπιμη. Είναι αντιθέτως η συγκεκριμένη οπτική, οι ιδιαίτεροι τρόποι κατανόησης των φυσικών και κοινωνικών πραγμάτων που επιβάλλει.
Το αίτημα της ανθεκτικότητας απέναντι σε κάθε είδους και προέλευσης «προκλήσεις» φανερώνει την κατανόηση της ανθρώπινης ζωής ως αθροίσματος άμεσων και έμμεσων, μικρών, μεγαλύτερων και θανάσιμων απειλών. Οφείλουμε, ατομικά και συλλογικά, να είμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση για να προστατευτούμε απέναντι σε κάθε τι που απειλεί την ύπαρξή μας ή τον τρόπο ζωής μας, είτε η απειλή είναι άμεσα παρούσα είτε εκτιμούμε ότι πρόκειται να εμφανιστεί στο μέλλον.[i] Ζώντας σε κατάσταση πολιορκίας, ανάμεσα σε ύπουλους ιούς κι επικίνδυνους τρομοκράτες, από την αύξηση της ανεργίας μέχρι τη συρρίκνωση των πάγων, από τους τους κακοποιούς που παραμονεύουν στις κρύπτες των πόλεων μέχρι τους απεγνωσμένους φυγάδες που διασχίζουν τα σύνορα και καταλαμβάνουν τον δημόσιο χώρο, από τα αποθέματα νερού μέχρι τα αποθεματικά των τραπεζών, διαπιστώνουμε, ξανά και ξανά, πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη φύση και πόσο ευάλωτη η ανθρώπινη κοινωνία. Δικαιολογημένα λοιπόν αγωνιούμε για τις αντοχές μας στις επερχόμενες συμφορές. Δικαίως το άγχος κατακλύζει τον νου του σύγχρονου ανθρώπου. Και «αυτονόητα» αναζητούμε περισσότερη εξασφάλιση, περισσότερα μέτρα ασφαλείας, από πιο εξοπλισμένους και ισχυρούς προστάτες, φύλακες και φράχτες, γιατρούς και αστυνομικούς, στρατούς, όργανα επιτήρησης και λογισμικά, νόμους και κανονισμούς.
Αλλά ας μείνουμε στο επίπεδο των πόλεων, εκεί όπου, όπως το θέτουν οι Καυκαλάς κ.ά (2015, σελ. 333):
είναι αβέβαιο τόσο το πώς μπορούν να εξελιχθούν μελλοντικά οι σημερινοί γεωγραφικοί μετασχηματισμοί, όπως είναι οι διαδικασίες αστικής συρρίκνωσης (που σε ορισμένες περιοχές συντελούνται μάλιστα ταυτόχρονα με φαινόμενα αστικής διάχυσης και προαστιοποίησης) και η αλλαγή της οικονομικής διάρθρωσης (…) και των εργασιακών σχέσεων, όσο και το ποιες μπορεί να είναι οι (νέες) αστικές αλλαγές.
Σύμφωνα με τους ίδιους συγγραφείς, απαντήσεις στην αβεβαιότητα και στη συνακόλουθη πολλαπλή «τρωτότητα» σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο επιχειρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες να δοθούν μέσα από πολιτικές αστικής αναγέννησης και αναζωογόνησης. Αυτές επιδιώκουν την αναστροφή των τάσεων εγκατάλειψης και υποβάθμισης, μετατρέποντας τους προβληματικούς τόπους που προκαλούν οι κρίσεις μιας περιόδου σε «χώρους ευκαιρίας» μιας επόμενης. Για να είναι αποτελεσματική, συνεχίζει το επιχείρημα, η αστική αναγέννηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τρία βασικά ζητήματα: την ανάπτυξη των ακινήτων και γενικότερα τις διαδικασίες επένδυσης στη γη, τη σύμπραξη φορέων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη. Αρχίζει έτσι να διαφαίνεται ότι αν, με εργαλείο την πολιτική αναγέννησης, διατρήσουμε την επιφάνεια του αιτήματος της αστικής ανθεκτικότητας, αυτό που θα συναντήσουμε στον πυρήνα του ίσως να είναι το αίτημα της ρύθμισης της οικονομικής λειτουργίας της πόλης.
Η ανθεκτικότητα έχει βρεθεί τελευταία στο επίκεντρο της ρητορικής διεθνών οικονομικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και ο ΟΟΣΑ (Neocleous 2014). Αυτό του οποίου πρέπει να καλλιεργηθούν οι αντοχές είναι αφενός το οικονομικό σύστημα, εκτεθειμένο καθώς βρίσκεται στη χρόνια ύφεση και στις «ξαφνικές» χρηματοπιστωτικές κρίσεις και αφετέρου τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Για αυτή τη λογική της αναπτυξιακής ανθεκτικότητας μπορούμε να ακούσουμε να μιλούν ειδικοί όπως οι D. Runde και C. Savoy (2014) του αμερικανικού Κεντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies): «η ανθεκτικότητα είναι βασική προϋπόθεση της μακροπρόθεσμης και καλά εδραιωμένης οικονομικής μεγέθυνσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αν δεν ενισχύσουμε τα άτομα, οι κοινότητες και οι κοινωνίες -το σύστημα στο σύνολό του- οι επενδύσεις των χορηγών και των τοπικών κυβερνήσεων κινδυνεύουν να αποδειχθούν βραχύβιες και να αποτύχουν στην αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών και επιπτώσεων που έχουν οι πιέσεις, οι συγκρούσεις και τα σοκ».[ii]
Παρόμοια επιχειρηματολογία θα συναντήσουμε και όταν πρόκειται για την ανθεκτικότητα των πόλεων στο ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κέντρο του πλανήτη. Σε μία από τις σχετικές εκθέσεις του ιδιωτικού Ινστιτούτου Αστικής Γης (Urban Land Institute, 2014), με τίτλο «Στρατηγικές ανθεκτικότητας για κοινότητες σε κίνδυνο», θα συναντήσουμε προτάσεις προτεραιότητες όπως από τη μια ο εντοπισμός περιοχών κρίσιμων για την τοπική οικονομία, την κουλτούρα, την υγεία, την ασφάλεια και την ευημερία, όπου πρέπει να κατευθυνθούν οι περιορισμένοι πόροι για προστασία και νέες επενδύσεις και από την άλλη η επανεκτίμηση του κόστους που συνεπάγεται η διατήρηση συγκεκριμένων χρήσεων γης, όπως η κατοικία, σε περιοχές υψηλού κινδύνου. Αν κανείς υποψιάζεται ότι ανάμεσα στις γραμμές διαβάζει οδηγίες χρήσης για την αναδιανομή του κεφαλαίου μεταξύ αστικών περιοχών, σύντομα επιβεβαιώνεται από τους συγγραφείς της έκθεσης που θυμίζουν ότι «το κεφάλαιο είναι η ζωτική πηγή των υποδομών και της ανάπτυξης της αγοράς ακινήτων», πριν παρουσιάσουν τις συστάσεις τους για ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία. Ανάμεσα δε σε αυτά τα τελευταία, δεν παραλείπεται η αναφορά σε μηχανισμούς χρηματοδότησης για τα φτωχότερα στρώματα, τέτοιους που να κατευθύνουν την κατασκευή σε «προσδιορισμένες ζώνες αξίας».
Οι ακαδημαϊκοί ειδικοί μπορεί να εμπλέκονται σε μακροχρόνιες συζητήσεις και πολεμικές γύρω από τη φύση, τους στόχους, τις προθέσεις και τις προϋποθέσεις της ανθεκτικότητας,[iii] αλλά κείμενα σαν αυτά μαρτυρούν ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας από την πλευρά του υπαρκτού σχεδιασμού: ανθεκτικότητα είναι η εξασφάλιση της κεφαλαιακής συσσώρευσης ενόψει ενδεχόμενων καταστροφών και μετά από αυτές. Όπως παλιότερα η βιωσιμότητα (Smith 2009), η ανθεκτικότητα αποσπάστηκε σταδιακά από την αρχική της σύλληψη, στο πλαίσιο της οικολογικής σκέψης και αφορά πλέον, όχι το μέλλον των οικοσυστημάτων, αλλά το μέλλον της κερδοφορίας. Από την πλευρά πάλι του υποκειμένου, όπως το θέτει Mark Neocleous (2014, σελ. 202) η ανθεκτικότητα συνίσταται στην «εκπαίδευση να αντέχεις οποιαδήποτε κρίση περνάει το κεφάλαιο και οποιαδήποτε πολιτικά μέτρα παίρνει το κράτος για να το σώσει», είτε χρειάζεται να γεράσεις δουλεύοντας, να τα βγάλεις πέρα με μειωμένο μισθό, να δουλεύεις απλήρωτη για την «εμπειρία» ή για μη σου κόψουν κάποιο επίδομα, να υπομείνεις τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε κάποιον καταυλισμό από κοντέινερ, να εμπιστευθείς ιδιωτικούς φρουρούς στη γειτονιά σου, να καταναλώνεις ισχυρότερα συμπληρώματα διατροφής. Ως γνωστόν το κεφάλαιο δεν στερείται επινοητικότητας.
Παρά την ποικιλία τους, μέτρα σαν αυτά δεν μοιάζουν και τόσο καινούρια. Όμως ως μοντέλο διακυβέρνησης, η ανθεκτικότητα αντιπροσωπεύει μια πραγματική καινοτομία: σε αντίθεση με το νεωτερικό πολιτικό σχέδιο, εκείνο που υποσχέθηκε στην ανθρωπότητα έναν κόσμο βασισμένο στον ορθό λόγο και καλύτερο για όλους, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σχέδιο που αποδέχεται ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλύτερα στο μέλλον. Ορθολογισμός είναι πλέον να βλέπεις ότι όλα θα πάνε προς το χειρότερο και μάλιστα όχι μόνο με τρόπους που μπορούμε να προβλέψουμε, αλλά και με άλλους, απρόβλεπτους. Είναι καλύτερα να συνηθίσουμε στο χειρότερο: ας προετοιμαστούμε για ν’ αντέξουμε κάθε επιδείνωση. Η υπόσχεση της γενικής ευμάρειας θερμάνθηκε από τους θερμοπομπούς μας, δροσίστηκε από τα κλιματιστικά, ρίζωσε στις βίλες των προαστίων μας και απόλαυσε τον ορίζοντα από το ύψος των ουρανοξυστών, ταξίδεψε εκατομμύρια φορές τον κόσμο με αυτοκίνητο κι αεροπλάνο, συντηρήθηκε στους ψυγειοκαταψύκτες και απλώθηκε στα στεγνωτήρια, έκλεισε τη μύτη της στα βουνά των απορριμάτων μας και τ’ αυτιά της στον βόμβο του πλήθους των απανταχού φυλακών, φύλαξε ένα δάκρυ για την τελευταία τίγρη της Κασπίας κι άλλα δυο για τον λιμό στη Σομαλία, αποκοιμήθηκε νωχελικά μπροστά στις τηλεοράσεις μας, αλλά όταν ξύπνησε δεν αισθανόταν πια πολύ καλά. Στη θέση της άρχισαν να στριμώχνονται υποσχέσεις, όπως ότι θα βρεθεί ο τρόπος να τη σκαπουλάρουμε από το διοξείδιο του άνθρακα και την αύξηση της θερμοκρασίας, ότι ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία θα είναι αμείλικτος, ότι θα καταφέρουμε να περιορίσουμε τις «ροές» των ανθρώπων που τρέχουν να σωθούν, ότι μπορεί η οικονομία να καταρρέει εδώ κι εκεί κάθε τρεις και λίγο, αλλά (οι πολλοί) θα μάθουμε να τα βγάζουμε πέρα. Καλωσορίσατε λοιπόν στη χιλιόχρονη βασιλεία των καταστροφών και δείξτε λίγη εμπιστοσύνη – στην κυβέρνηση, στην επιστήμη, στο κράτος, στην αγορά, στον εαυτό σας.[iv] Θα σας δείξουν πώς να αντέχετε.
Αναφορές
Bousquet, F., A. Botta, L. Alinovi, O. Barreteau et al. (2016) ‘Resilience and development: mobilizing for transformation’. Ecology and Society, 21 (3): 40. [http://dx.doi.org/10.5751/ES-08754-210340].
Briguglio L., G. Cordina, N. Farrugia and S. Vella (2008), ‘Economic vulnerability and resilience: Concepts and measurements’, WIDER Research Paper, 55. [https://www.wider.unu.edu/sites/default/files/rp2008-55.pdf].
Eraydin, A and T. Taşan-Kok (eds, 2013) Resilience Thinking in Urban Planning. Dordrecht, Heidelberg, New York, London: Springer.
Καυκαλάς, Γ., Βιτοπούλου, Α., Γεμενετζή, Γ., Γιαννακού, Α., Τασοπούλου, Α., 2015. Βιώσιμες πόλεις. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. [http://hdl.handle.net/11419/2227].
Καλλιώρας, Δ. (2012) ‘Η έννοια της ανθεκτικότητας στην περιφερειακή επιστήμη: Επισκόπηση και αποδόμηση’. Περιφέρεια, 2, σελ. 37-58.
Meerow, S., J. P. Newell and M. Stults (2016) ‘Defining urban resilience: A review’. Landscape and Urban Planning, 147, pp. 38-49. [http://dx.doi.org/10.1016/j.landurbplan.2015.11.011].
Neocleous, M. (2014) War Power, Police Police Power. Edinburgh: Edinburgh University Press.
Runde, D. and C. Savoy (2014) ‘Resilience: A critical framework for development’. Commentary on the Center for Strategic and International Studies (CSIS) webpage. [https://www.csis.org/analysis/resilience-critical-framework-development].
Smith, N. (2009) “Revanchist planet”. The Urban Reinventors Paper Series, 3. [http://urbanreinventors.net/3/smith1/smith1-urbanreinventors.pdf]
Urban Land Institute (2014) ‘Resilience Strategies for Communities at Risk’. Urban Resilience Program White Paper Series. Washington, D.C. Available at: [http://uli.org/wp-content/uploads/ULI-Documents/Resilience-Strategies-for-Communities-at-Risk.pdf].
Σημειώσεις
[i] Υπάρχουν ορισμοί της ανθεκτικότητας που αναφέρονται μονοσήμαντα στην ικανότητα επαναφοράς ενός συστήματος στην προτέρα κατάσταση πραγμάτων. Σε αυτούς αντιπαρατίθενται άλλοι ορισμοί που αποδέχονται το ενδεχόμενο της προσαρμογής του συστήματος σε νέες συνθήκες, είτε με την έννοια της μετάβασης, είτε με την έννοια του ριζικού μετασχηματισμού (Meerow et al. 2016). Ακόμα και τότε όμως, η υποψία ότι η νέα κατάσταση αναμένεται χειρότερη από την παλιά παρεισφρέει αποφασιστικά, αναγκάζοντας συγγραφείς που επιθυμούν να απεμπλακούν από το αίτημα της απλής αποκατάστασης της ισορροπίας (αναγνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να μην είναι δυνατό ή ακόμα και επιθυμητό, αν πρόκειται για επώδυνη ισορροπία), να αναζητήσουν παρόλα αυτά καταφύγιο στη δυνατότητα διατήρησης των «βασικών λειτουργιών» του συστήματος (στο ίδιο, σελ. 46). Μένει έτσι αναπάντητο το ερώτημα, τι γίνεται αν ανάμεσα στις βασικές λειτουργίες του συστήματος τυχαίνει να βρίσκονται λ.χ. η εκμετάλλευση, η παραγωγή φτώχειας, ο ρατσισμός και η υπερθέρμανση της κατώτερης ατμόσφαιρας;
[ii] Για μια σύνοψη της πρόσφατης ακαδημαϊκής συζήτησης περί αναπτυξιακής προσέγγισης της ανθεκτικότητας και της σχέσης της με την «παραδοσιακή» συστημική προσέγγιση, βλ. Bousquet et al. 2016.
[iii] Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε ακαδημαϊκές προσπάθειες να τεθεί το ζήτημα της ανθεκτικότητας από μια σκοπιά κριτικής προς τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Τέτοια είναι η απόπειρα του συλλογικού τόμου σε επιμέλεια Eraydin και Taşan-Kok (2013) όπου, έπειτα από την εισαγωγική διαπίστωση ότι «οι αστικές περιοχές γίνονται όλο και πιο ευάλωτες στα αποτελέσματα της οικονομικής αναδιάρθρωσης υπό την καθοδήγηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικοοικονομικών ιδεολογιών των πρόσφατων δεκαετιών» (στο ίδιο, σελ. 1), αυτό που προτείνεται είναι ένα άλλο -βασισμένο στην ανθεκτικότητα- μοντέλο σχεδιασμού (planning), το οποίο βλέπει «τη διαταραχή ως εγγενές στοιχείο του σχεδιασμού και προτείνει μία αναδιάταξη των προτεραιοτήτων, από εκείνες που φιλοδοξούν να ελέγξουν την αλλαγή σε εκείνες που αυξάνουν την ικανότητα του συστήματος, να αντιμετωπίσει και να κατευθύνει την αλλαγή» (στο ίδιο, σελ. 230-31, έμφαση στο πρωτότυπο). Πολύ λογικά, εφόσον το τελικό ζητούμενο δεν είναι παρά η αντοχή του «συστήματος», ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» σχεδόν εξαφανίζεται από τα συμπεράσματα του βιβλίου.
[iv] Κεντρικό ζήτημα της ανθεκτικότητας είναι η τυπικά (νεο)φιλελεύθερη μεταβίβαση της ευθύνης για τη διαχείριση των πιέσεων και των σοκ από τις κοινωνικές ομάδες και τους θεσμούς προς τα άτομα (ٔNeocleous 2014). Η κίνηση αυτή γίνεται βέβαια και αντίστροφα, με παραδοσιακούς ιδεότυπους της ατομικής ηθικής να αποδίδονται σε ευρύτερες κοινότητες, όπως όταν οι Briguglio et al. (2008, αναφέρεται στο Καλλιώρας 2011) κάνουν λόγο για “αυτοδημιούργητες χώρες” και “χώρες – άσωτους υιούς”.