Αντίο, βουλεβάρτο.
Για την Πανεπιστημίου και το Rethink
Η Αθήνα βρίσκει πάλι το βουλεβάρτο της». Έτσι πανηγυρικά έγραφαν πέρυσι για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, ενώ ο Αντ. Σαμαράς θριαμβολογούσε λέγοντας πως το νέο αυτό έργο δείχνει ότι «υπάρχουν ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας μας που μέσα στο ζόφο της κρίσης οραματίζονται την Ελλάδα αλλιώς».
Σε παραδεισένιο κήπο θα μεταμορφωνόταν η Πανεπιστημίου και μάλιστα μες στο 2016, σύμφωνα με το πρόγραμμα Rethink Athens. Ωστόσο μετά το αρνητικό rethink των Βρυξελλών, το έργο μπήκε στο συρτάρι. Αντίο πλατάνια και ακακίες, ανθισμένες γιακαράντες, σιντριβάνια και ωδικά πτηνά, αντίο βουλεβάρτο. Τι τα θέλουμε τα βουλεβάρτα όταν έχουμε τα μολ;
Ο ζόφος έχει το οπτικό του ισοδύναμο: λουκέτα, ρολά κατεβασμένα, σκονισμένες βιτρίνες, σκοτεινές προσόψεις, έρημοι δρόμοι. Δεν είναι μόνο η περιοχή γύρω από την Ομόνοια που μαραζώνει. Η Σόλωνος, φέρ’ ειπείν, ένας δρόμος που κάποτε έσφυζε από ζωή μετά τις πέντε το απόγευμα θυμίζει νεκροταφείο. Όταν μια πόλη χάνει το κέντρο της, δεν ζημιώνονται μόνο οι μαγαζάτορες. Με εξαίρεση κάποιες γειτονιές-διασκεδαστήρια (Ψυρρή, Θησείο), η Αθήνα μοιάζει σαν να τη χτύπησε βόμβα νετρονίου: τα κτήρια μένουν άθικτα, αλλά η ζωή χάνεται, σέρνεται ή πλαστικοποιείται. Μια πόλη νεκροζώντανη.
Πολλές εύλογες αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, τόσο ως προς την πρακτική που ακολουθήθηκε όσο και ως προς τις πολεοδομικές και κυκλοφοριακές συνέπειες ή τις προτεραιότητες που πρέπει να δοθούν αλλού. Αλλά η Πανεπιστημίου δεν είναι μόνο ο δρόμος των ιστορικών ζαχαροπλαστείων ή της γνωστής τρίδυμης νεοκλασικής τούρτας.
Για τη γενιά της Αντίστασης, ο δρόμος αυτός ήταν «ένα πεδίο μάχης επικό», αφού εδώ άνθρωποι νέοι έχυσαν το αίμα τους, «για να καταλυθεί ο δυνάστης», όπως έγραφε η Έφη Πανσέληνου (Δρόμοι της Αθήνας). Τώρα δεν τη χαρακώνουν οι ερπύστριες των γερμανικών τανκς, αλλά την έχουνε ποτίσει τα δακρυγόνα και τα χημικά των υπηρετών των Γερμανών.
Η Πανεπιστημίου ήταν, είναι και θα είναι ο δρόμος των αγώνων, ο δρόμος της αναζήτησης της ελευθερίας. Και δεν της αξίζουν η λήθη, το σκοτάδι, ο φόβος και η αστυνομοκρατία. Της αξίζει μέρα και νύχτα να τη διαβαίνουν άνθρωποι ελεύθεροι, χαρούμενοι, περήφανοι.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΡΙΝ, “Το τέλος της αγοράς”