Αντιστροφή, Ηλίας Λιατσόπουλος | Εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ 2019
Το πουκάμισο, αυτή τη φορά, δεν είναι αδειανό. Είναι ανοιχτό και όλα φαίνονται.
Ο Ηλίας Λιατσόπουλος γνωρίζει την ελληνική ποίηση πάρα πολύ καλά και εις βάθος. Συνεπώς μόνο τυχαία δεν είναι η επιλογή του να τιτλοφορήσει την πρώτη συλλογή του “Αντιστροφή”, προφανώς παραπέμποντας τον αναγνώστη στην “Στροφή”, την πρώτη συλλογή του Σεφέρη. Ο Σεφέρης ήταν 31 ετών και η “Στροφή” κυκλοφόρησε το 1931, ο Λιατσόπουλος είναι 34 ετών και η “Αντιστροφή” (ασχέτως της διάρκειας συγγραφής της) κυκλοφόρησε το 2019.
88 χρόνια μεσολαβούν, όσο μια καλή ηλικία για να αποδημήσει κάποιος πλήρης ημερών, που λέμε. 88 χρόνια εκτεινόμενα μέσα στο πλέον ταραχώδες ιστορικό χρονικό διάστημα για την Ελλάδα (ίσως και για την Ευρώπη). Πάντως ο Λιατσόπουλος δεν αποφεύγει να μας παραπέμψει στον Σεφέρη (θα έλεγα συνομιλώντας μαζί του και όχι αντιπαρατιθέμενος σ΄ αυτόν) και με δύο ποιήματά του: πρώτον στο ποίημα “Θεριστής” με τον στίχο “Στιγμή σταλμένη πάλι·”, που αν αφαιρέσουμε τη λέξη “πάλι” έχουμε τον πρώτο στίχο από το ποίημα “Στροφή” του Σεφέρη, και δεύτερον – και κυριότερο θα έλεγα – στο ποίημα με τον τίτλο “ για μιαν Ελένη ” (τι πιο προφανές, άλλωστε), το οποίο, ο Λιατσόπουλος, κλείνει με το εξής δίστιχο : “ για ένα πουκάμισο ανοιχτό / για μία φριχτή στην όψη Ελένη.”. Προηγούνται, όμως των καταληκτικών στίχων, ήδη δύο έτεροι (σημαντικοί, κατά την άποψή μου) στίχοι : “τραγουδώ στη φύση / τις εμπειρίες ολόκληρης της γενιάς μου ”. Εδώ λοιπόν, στοιχηματίζω (και κάθε στοίχημα δεν μπορεί παρά να εσωκλείει την προσωπική ματιά του θέτοντος το στοίχημα, και όχι αναγκαστικά και την ματιά του περί ου ο λόγος στοίχημα, αλλιώς θα κερδίζαμε συνεχώς όλοι στο προ-πο…), σ’ αυτούς, λοιπόν, τους στίχους, στοιχηματίζω και φαντασιώνομαι, βρίσκεται ένας λόγος η συλλογή του Λιατσόπουλου να τιτλοφορείται “Αντιστροφή”. Το πουκάμισο, αυτή τη φορά, δεν είναι αδειανό, δεν είναι μάταιο, δεν είναι ο αιματοβαρής πόλεμος. Το πουκάμισο (της γενιάς του Λιατσόπουλου), τώρα ακόμη χειρότερα, είναι – πια – ανοιχτό, και όλα φαίνονται, τίποτα δεν κρύβεται. Που σημαίνει, δηλαδή, πως κάποτε (αρχικά) θεωρούσαμε, ότι το πουκάμισο ήταν ανοιχτό (ας πούμε ειλικρινές), ενώ, αντιθέτως, ήταν κλειστό, και χρειάστηκε να ανοίξει (στον προτελευταίο στίχο) για να το δούμε πια ανοιχτό και (στον τελευταίο στίχο) με όψη (όχι ωραία, όπως νομίζαμε), αλλά φριχτή. Με άλλα λόγια η “Αντιστροφή” “τραγουδά στη φύση” το ξεγύμνωμα, το αντίστροφο δηλαδή από ό,τι νομίζαμε, του βασιλιά. Αντιστράφηκαν τα πράγματα. Αλλιώς τα νομίζαμε, αλλιώς ίσως τα ελπίζαμε (με πόθους ; με πάθος ;), μα μόλις άνοιξε το πουκάμισο, μόλις έπεσαν οι μάσκες, μόλις τελικά είδαμε τι κρυβόταν μέσα, καταλάβαμε την φριχτή όψη εκείνων, οι οποίοι το φορούσαν και ίσως ευαγγελίζονταν και πάλι (ιδού η λέξη “πάλι” από το ποίημα “Θεριστής”) μια στροφή στα πράγματα. (Βέβαια, από την άλλη, μια αντίστροφη, στα ως άνωθι λεχθέντα, ματιά θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο τίτλος της συλλογής του Λιατσόπουλου σηματοδοτεί μία ηθελημένη αντίθεση – αντίθεση της γενιάς που ο Λιατσόπουλος τραγουδά – στα “ελληνικά αιτήματα” της γενιάς του ΄30 και μετέπειτα, ή ο τίτλος να αναδεικνύει το πως αντιστράφηκαν τα “ελληνικά πράγματα” σε σχέση με το τι ήθελαν ή επιδίωξαν ή κατάφεραν οι προηγούμενες του Λιατσόπουλου γενιές. – Είναι κι αυτές ματιές πιθανές.).
Ένας δεύτερος λόγος, ίσως, να τιτλοφορείται η συλλογή “Αντιστροφή”, ένα δεύτερο, λοιπόν, δικό μου στοίχημα, ίσως με ακόμη μικρότερη “απόδοση”, από το πρώτο, έχει να κάνει με την ίδια την τέχνη της ποίησης του Λιατσόπουλου. Αν κάτι χαρακτηρίζει (την μάλλον αμφιλεγόμενη) “Στροφή” του Σεφέρη ήταν (σε αντίθεση με τα προηγούμενα, στομφώδη, εγωπαθή και λυρικά ποιητικά χρόνια ) ο λιτός, ρέον, απλός ποιητικός λόγος. Εκεί όμως κυριαρχούσε (ακόμη και διαμέσου του “εγώ”) το “εμείς”. Φοβούμαι ότι στην πολυθρύλητη γενιά μας (αυτήν που και ο Λιατσόπουλος τραγουδά) μπορεί μεν το “εμείς” να πολυδιαφημίστηκε και πεισματικά (και πρόωρα) να διατυμπανίστηκε με ποιητικές led γραμματοσειρές, (ας πούμε όταν γίνεται λόγος για την γενιά της κρίσης), αλλά ουσιαστικά αυτό που διαγωνιζόταν και στριμωχνόταν μέσα στο ξεφτισμένο “εμείς” ήταν το ανυποχώρητο “εγώ”. Και σ’ αυτό το “εγώ” (σ΄ αντίθεση με την γραφή του Σεφέρη) κυριάρχησε (με τις όποιες φυσικά εξαιρέσεις) ένα λόγος, όχι απλός, αλλά απλοϊκός, όχι ρέων, αλλά μπερδεμένος, όχι λιτός, αλλά ψευδοστομφώδης, μίζερος, σίγουρα “εγωασθενής” και ενίοτε “αλαφρομελαγχολικός ”. Ήρθε, μοιάζει να λέει ο Λιατσόπουλος, η ώρα να αντιστραφούν τα πράγματα. Ήρθε (πάλι) η ώρα κάνοντας την δική του (και είθε και δικά μας) αντίστροφη κίνηση, σε σχέση με τα τωρινά ωστόσο, να βάλλει πάλι τη γλώσσα εκεί που της αρμόζει, εκεί που πρέπει. Ο λόγος των ποιημάτων να είναι συμπυκνωμένος, να είναι σταθερός, να είναι στιβαρός, να είναι καίριος, συγκεκριμένος, να αφορά την γενιά, και ναι είναι αληθινός. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν σημάδεψα (εγώ ο συγκεκριμένος, άλλωστε, αναγνώστης) μερικές εφηβικές ποιητικές αστοχίες, απ΄ αυτές στις οποίες σχεδόν όλοι μας υποπίπτουμε στα πρώτα μας ποιήματα, στην πρώτη μας συλλογή. Προσπάθειες, ήτοι, ατελέσφορου, εντέλει, πειραματισμού, προσπάθειες να τραβήξουμε τον αναγνώστη από τα μαλλιά και να τον σύρουμε πάνω στο ποίημα, κάποιες στιγμές πολύ κλειστές και εσωστρεφείς (όπως άλλωστε και στον Σεφέρη) και άλλα παρόμοια. Ωστόσο, αυτά στον Λιατσόπουλο είναι ελάχιστα, είναι εξαιρέσεις, σε σχέση με τον πολύ προσεκτικό, εύστοχο και στοχαστικό λόγο του, ο οποίος ακολουθείται από λιγότερη, πλην όμως απαστράπτουσα ποιητικά, εικονοποιία.
Τέλος, να σημειώσω ότι ο Λιατσόπουλος δεν αποστρέφεται. Δεν φθονεί ούτε πετά στα απορρίμματα. Αντιστρέφεται μεν τα όσα γίνονται, τα όσα γράφονται (όχι όλα φυσικά), αντιστρέφεται την γλώσσα των ποιημάτων της γενιάς τους, αλλά η αντιστροφή αυτή (και όχι η καταδικαστική αποστροφή) δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια ευκαιρία, ένα εναρκτήριο λάκτισμα, για μία νέα αρχή, μια νέα στροφή. Για το περιεχόμενο των ποιημάτων δεν θα μιλήσω, παρά μόνο θα σημειώσω ότι η ματιά του Λιατσόπουλου δεν είναι εμμονική, αλλά εναγκαλίζει όσα περισσότερα βλέπει και μπορεί. Από κει και πέρα ας δει ο καθένας αναγνώστης με τα δικά του μάτια και τους δικούς του αισθητήρες την “Αντιστροφή”. Για μένα, σε κάθε περίπτωση, και το ελάχιστον εν τέλει, η πρώτη συλλογή του Ηλία Λιατσόπουλου είναι καλή και αξίζει (χωρίς επουδενί να θεωρηθεί ότι θα χαθεί χρόνος) να διαβαστεί.
.
*έργα εξωφύλλου και οπισθοφύλλου: Έλλη Κοντού