Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος ή η επανεφεύρεση του ανθρωπισμού στον 21ο αιώνα
Σκέψεις πάνω στην αντι-μεταναστευτική ρητορική μίσους

Αφορμή για τις σύντομες σκέψεις που καταγράφουμε στο παρόν κείμενο αποτελεί η αντιμεταναστευτική και μιλιταριστική ρητορική της ελληνικής κυβέρνησης, των επίσημων ελληνικών ΜΜΕ και της ηγεσίας της ΕΕ, που τις τελευταίες μέρες προχώρησαν σε ένα μπαράζ ακροδεξιού λόγου και νομιμοποίησαν έτσι πράξεις βίας ενάντια σε πρόσφυγες/ισσες και μετανάστες/ριες – και όχι μόνο – στα νησιά του Αιγαίου και στον Έβρο. Επιλέξαμε αυτό το χρονικό σημείο για την παρέμβασή μας καθώς, αν και φαίνεται πως η “κρίση” αποκλιμακώνεται, η ρητορική διάκρισης και αποκλεισμού ενισχύεται και τείνει να διαμορφώσει ένα νέο παράδειγμα λόγου και πολιτικής στην Ελλάδα και στην ΕΕ.
Ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του κυρίαρχου λόγου είναι η αρνητική αξιολόγηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών που πραγματώνεται μέσω της χρήσης όρων όπως “εισβολή” και “λαθρομετανάστης” και περιγραφών όπως “ασύμμετρη απειλή” και “ασύμμετρες εισροές”. Ο ρατσισμός ως ιδεολογία που νομιμοποιεί την καταπίεση και εκμετάλλευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ελληνική κοινωνία. Τη δεκαετία του 1990 απειλή για τους Έλληνες θεωρούνταν οι “βρωμοαλβανοί”, αργότερα οι μετανάστες/τριες από την Αφρική, το Αφγανιστάν και οι Ρωσίδες εργάτριες του σεξ που κατασκευάστηκαν στο μιντιακό λόγο ως φορείς επιδημίας και διασύρθηκαν από το Υπουργείο Υγείας του Λοβέρδου. Σήμερα στον δημόσιο λόγο ξαναστήνεται το δίπολο ‘εμείς-άλλοι’ πάνω στο οποίο συγκροτείται μια σειρά κοινωνικών και πολιτικών ιεραρχήσεων και ασυμμετριών. Στη Λέσβο και στον Έβρο οι άλλοι είναι φτωχοί/ες και κατατρεγμένοι που απειλούν τη λευκή Ευρώπη. Δεν είναι απλώς χειρότεροι ή επικίνδυνοι (αυτό ήταν πάντα ένα στοιχείο εγγενές στη ρητορική του μίσους). Στη Λέσβο και στον Έβρο οι άλλοι αναπαρίστανται ως ‘λιγότερο’ άνθρωποι ή μη άνθρωποι, απεχθή υποκείμενα[1] που θα έπρεπε να βουλιάξουν στα νερά του Αιγαίου, να μην υπάρχουν. Η συστηματική απανθρωποποίηση του μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού και η αναπαράστασή του ως “μαζικής ροής” που θα “μας” αφανίσει και θα “μας” μολύνει ενισχύει το νοηματικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη της ρητορικής μίσους και τροφοδοτεί ακραίες κοινωνικές πρακτικές όπως η δαιμονοποίηση και ο αποκλεισμός των μεταναστευτικών πληθυσμών από τις τοπικές κοινωνίες και η νομιμοποίηση εν τέλει της υποκίνησης βίας. Αν, για παράδειγμα, οι μετακινήσεις μεταναστευτικών πληθυσμών είναι μια “εισβολή λαθρομεταναστών υποκινούμενη από ένα ξένο κράτος”, όπως πολλά από τα μέλη της κυβέρνησης και ελληνικά ΜΜΕ επαναλαμβάνουν σε διάφορες παραλλαγές του δημόσιου λόγου τους τις τελευταίες μέρες (αρκεί κανείς να ανατρέξει στις πρόσφατες δηλώσεις Υπουργών της Ελληνικής Δημοκρατίας και όχι στον λόγο της Χρυσής Αυγής για να βρει σχετικά παραδείγματα), τότε η απόκρουση με κάθε μέσο αυτής της “εισβολής” φαντάζει επιβεβλημένη και νομιμοποιείται ακόμη και στα μάτια όσων δεν ενστερνίζονται a priori μισαλλόδοξες, ακροδεξιές και εθνικιστικές ιδέες. Οι εικόνες κατοίκων στα ελληνικά νησιά και στον Έβρο να μην επιτρέπουν σε μικρά παιδιά και εγκύους να αποβιβαστούν στην ξηρά, οι ένοπλες περιπολίες κατοίκων στα ελληνοτουρκικά σύνορα, οι εμπρησμοί δομών αλληλεγγύης και οι επιθέσεις σε μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων είναι απόρροια αυτού του απροκάλυπτου ή συγκαλυμμένου ρατσιστικού λόγου που παρακινεί (έστω και σε λανθάνουσα μορφή) στην άσκηση βίας ενάντια σε ανθρώπους που ξεφεύγουν από τους πολέμους που η πολιτισμένη Δύση έχει πραγματοποιήσει και ενισχύσει με τη στρατιωτική της παρουσία εδώ και δεκαετίες.
Η κατασκευή της ‘πολιτικής του φόβου’[2] με αφορμή τον πρόσφυγα-‘άλλο’, ο ακροδεξιός λαϊκισμός της κυβέρνησης και οι νεοναζί του 21ου αιώνα συναντιούνται και αλληλοτροφοδοτούνται σε ένα γλωσσικό συνεχές με τον επίσημο λόγο της ΕΕ. Τις τελευταίες εβδομάδες σε μια σειρά ανακοινώσεων τα κράτη μέλη της ΕΕ έσπευσαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην ‘πληττόμενη’ Ελλάδα και να παράσχουν ακόμη και οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στο ελληνικό κράτος, την “ασπίδα της Ευρώπης”, ενισχύοντας έτσι την κατασκευή μιας πραγματικότητας κατά την οποία η Ευρώπη-φρούριο αποτελεί τη μοναδική απάντηση στην πολεμική απειλή. Η συγκεκριμένη κατασκευή εμφιλοχωρεί και στον λόγο της επίσημης αριστεράς που, δυστυχώς, είτε ενσωματώνει την ίδια ρητορική αποκλεισμού (ΣΥΡΙΖΑ) είτε μας υπογραμμίζει – στις λιγοστές ανακοινώσεις και παρεμβάσεις της σχετικά με το ζήτημα – την “επικινδυνότητα της θεωρίας των ανοιχτών συνόρων” (ΚΚΕ).
Το τέρας του φασισμού γεννιέται και θρέφεται στον δημόσιο λόγο αποκλεισμού που διαπερνά ένα φάσμα ετερόκλητων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων και διαμορφώνει μια νέα κοινωνική πραγματικότητα που δεν αφορά μόνο τους/τις πρόσφυγες/ισσες και τους/τις μετανάστες/τριες. Όψεις της νέας πραγματικότητας αποτελούν τα ιδιότυπα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους μετανάστες “που πρέπει να πάρουν το μήνυμα ότι είναι ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα και πρέπει ξέρουν ότι θα φυλακιστούν εδώ”, η “υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας” που μπορεί να δικαιολογήσει ακόμη και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και η συγκρότηση του έθνους-κράτους σε νέα βάση. Η πολιτική του φόβου θέτει τις βάσεις για μια νέα εθνική ενότητα στην οποία (σχηματικά ή κυριολεκτικά) ο μετανάστης είναι απειλή ενώ η γυναίκα αναπαράγει νέους εργαζόμενους-φαντάρους, οι οποίοι καλούνται να ζήσουν σε μια έρημο εργασιακής ανασφάλειας, μηδενικής περίθαλψης, θρησκοληψίας και ποινικοποίησης των φωνών αντίστασης που αποκλίνουν από τον κυρίαρχο λόγο.
Μια βασική θέση της κοινωνικής γλωσσολογίας στην οποία ανήκουμε επιστημολογικά/θεωρητικά είναι ότι η γλώσσα καθοδηγεί τους/τις ομιλητές/τριες σε συγκεκριμένους τρόπους ερμηνείας του κόσμου. Οι κοινωνικές σχέσεις και ιδεολογίες επιτελούνται μέσω της γλώσσας η οποία δεν περιγράφει απλώς την πραγματικότητα αλλά τη συγκροτεί και την αναπαράγει. Οι γλωσσικές επιλογές που χαρακτηρίζουν τον δημόσιο λόγο γύρω από τους προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς δεν είναι ‘αθώες’ πρακτικές αλλά εργαλεία εδραίωσης του φόβου, του αποκλεισμού και της βίας, της νομιμοποίησης, εν τέλει, των διαφόρων μορφών της εξουσίας. Η περιγραφή αυτών των εργαλείων ή μικροτεχνικών μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα πώς λειτουργεί η εξουσία και πώς εδραιώνεται η περίφημη ‘κοινή λογική’ ή αλλιώς αυτό που θεωρείται δεδομένο και φυσικό. Θα περιγράψουμε τον κόσμο, τελικά θα τον αλλάξουμε; Ποιον ρόλο θα παίξουμε ως νέοι/ες επιστήμονες σε αυτήν τη δύσκολη και θεωρητικά απαιτητική εποχή;
Τελειώνοντας αυτήν τη σύντομη παρέμβαση θα θέλαμε να καλέσουμε τους/τις συναδέλφους/ισσές μας να συμβάλλουν το επόμενο διάστημα στην ανάδειξη της επικίνδυνης δημόσιας ρητορικής αποκλεισμού και μίσους που φυσικοποιεί το νέο παράδειγμα αυταρχισμού και μιλιταρισμού που ενισχύεται από την ελληνική κυβέρνηση και το επίσημο πολιτικό προσωπικό της ΕΕ. Ας ενισχύσουμε τις μαζικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και το αντιπολεμικό κίνημα σε Ελλάδα και Ευρώπη και ας συναντηθούμε σε κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που θα δημιουργήσουν εστίες παραγωγής εναλλακτικών λόγων και αντίστασης σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός και οι παρεμβάσεις τέτοιου τύπου, ακόμη και από την ακαδημαϊκή κοινότητα, φοβόμαστε, πως θα λιγοστεύουν με τον καιρό. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την κατηγορία ‘άνθρωπος’ και το πόσοι/ες χωράνε μέσα σε αυτήν στις σημερινές συνθήκες.
.
.
Αγγελική Αλβανούδη, Διδάσκουσα με ειδίκευση στην Κοινωνιογλωσσολογία, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΑΠΘ
Δημήτρης Σεραφής, Διδάσκων με ειδίκευση στην Κριτική Ανάλυση Λόγου, Ινστιτούτο Επιχειρηματολογίας, Γλωσσολογίας και Σημειωτικής, USI – Università della Svizzera italiana
..
.
[1] Bλ. Butler, Judith. 1993. Bodies that matter: Οn the discursive limits of sex. New York: Routledge.
[2] Βλ. Wodak, Ruth. 2015. The politics of fear: What right-wing populist discourses mean. London: Sage.