Αποσπάσματα μιας κουβέντας με τον Βασίλη Δημητρίου
Αποχαιρετισμός σε έναν συνθέτη της γενιάς της απόλυτης ακμής του νεότερου ελληνικού τραγουδιού.

«Οι περισσότεροι από τη δική μου γενιά θέλαμε κάτι να κάνουμε. Σήμερα, η νέα γενιά θέλει κάτι να γίνει…»
Ο Βασίλης Δημητρίου πέθανε λίγες μέρες πριν στις 28 Απρίλη, σε ηλικία 70 ετών. Υπήρξε ένας πολύ σημαντικός συνθέτης της γενιάς της απόλυτης ακμής του νεότερου ελληνικού τραγουδιού – όσων δηλαδή χονδρικά γεννήθηκαν μέσα ή κοντά στη δεκαετία του ’40 και μεγαλούργησαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και δώθε.
Δεν το λέω τυπικά το «πολύ σημαντικός», έτσι για να γεμίσουμε την ανάρτηση και να πούμε και τα κλισέ μας. Δεν υπάρχουν πολλοί συνθέτες με τέτοια τριπλέτα πρώτων δίσκων, ο ένας καλύτερος από τον άλλον («Ω τι κόσμος μπαμπά», «Δόξα και θάνατος», «Σεργιάνι στον παράδεισο»), με τόσο μεγάλα τραγούδια όπως η «Αγάπη» και τόσα άλλα, με τέτοια ευχέρεια ύφους και φόρμας σε τραγούδια και ορχηστρικά, με τέτοια παρουσία στη μουσική για τη μικρή οθόνη και το θέατρο, με τόσο συναίσθημα προπαντός.
Την απώλειά του απαλύνει κάπως η ιδέα ότι δεν τον γνωρίσαμε ακόμη, καθώς ο ίδιος επέλεξε να μην μας απασχολεί παρά μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο, μοναχά όταν είχε κάτι πραγματικά να πει. Παρηγορεί το γεγονός ότι στη δισκογραφία του υπάρχουν γωνιές αχαρτογράφητες και κρυμμένες· θα τις αναζητήσουμε, όχι επετειακά, όχι ακαδημαϊκά, αλλά με την υποψία ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβη εκεί. Ακούστε, π.χ., ξανά τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» – δεν γίνεται να σταματήσετε στο πασίγνωστο «Πεπρωμένο» όταν λίγο αργότερα στο δίσκο σας περιμένει αυτό…
Ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από μια συνέντευξη με τον Βασίλη Δημητρίου που είχα την τιμή να λάβω και δημοσιεύτηκε στην καλή εφημερίδα «Η Εποχή» τον Μάιο του 2010. Δυστυχώς, στάθηκα ασυνεπής ως προς την υπόσχεσή μου ότι θα κάναμε άλλη μια κουβέντα μοναχά για το «Δόξα και Θάνατο», τον Χοακίν Μουριέτα και τον Πάμπλο Νερούντα και τη Χιλή· ας είναι. Καλό του ταξίδι.
[hr]
(…) Πρόσφατα εκδόθηκε από τη Lyra ένας δίσκος με έργα σας σύγχρονης μουσικής. Από όλες τις πτυχές του έργου σας, ποια σας εκφράζει πληρέστερα;
[hr]
Βασίλης Δημητρίου: Όλες. Πάντα ένοιωθα ότι η μουσική είναι ενιαία. Όταν πήγα στο ωδείο στις αρχές του ’60 να σπουδάσω μουσική, τότε η δημοτική, η μοντέρνα και η λαϊκή μουσική, και το ελαφρό τραγούδι ήταν όχι απλώς άγνωστα, αλλά και απαγορευμένα. Τελείωσα το ωδείο και δεν ήξερα να παίξω ένα ζεϊμπέκικο, ένα μπλουζ. Αυτά τα θεωρώ απαράδεκτα, και σήμερα έχουν ευτυχώς ξεπεραστεί. Εγώ μπλέχτηκα από την πρώτη στιγμή με όλα τα είδη. Ξεκίνησα με τη Ραλλού Μάνου στο χορόδραμα και έγραψα μπαλέτα, μετά πέρασα στο θέατρο, μια άλλη αφορμή για να ασχοληθώ με όλα τα είδη. Στο θέατρο και στην τηλεόραση δεν μπορούσα να γράφω μόνο λαϊκά, ή μόνο ροκ, ή μόνο κλασική. Έπρεπε να μπορώ να χειριστώ όλες τις φόρμες, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε έργου.
[hr]
Πάντως, η δική σας γενιά δημιουργών – όχι εσείς προσωπικά – από τα μέσα του ’80 και μετά σιώπησε, εκκωφαντικά. Γιατί;
[hr]
Δεν σιώπησαν αυτοί, τους σιώπησαν. Δεν έπαψαν να γράφουν τραγούδια, απλώς το τραγούδι πήρε μια άλλη στροφή, κάποιοι ήθελαν να το τοποθετήσουν εκεί που το τοποθετήσανε, και οι δημιουργοί αυτοί δεν τους εξυπηρετούσαν τα σχέδιά τους. Έφταιξε και το ότι οι περισσότεροι ήταν κατά βάση επικεντρωμένοι στο τραγούδι. Από τη στιγμή που έπαψε να υπάρχει το τραγούδι, έπαψαν να υπάρχουν κι αυτοί σε επίπεδο δημιουργίας, εφόσον δεν μπορούσαν να «παίξουν σε άλλο γήπεδο». Και εγώ έμεινα απ’ έξω, για δεκαπέντε χρόνια. Από το 1978, εμφανίστηκα ξανά στο τραγούδι το 1992 μέσω της τηλεόρασης.
(…)
[hr]
Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη γενιά σας και στους νεότερους δημιουργούς;
[hr]
Οι περισσότεροι από τη δική μου γενιά θέλαμε κάτι να κάνουμε. Σήμερα, η νέα γενιά θέλει κάτι να γίνει. Ξέρουν ότι αν δεν γίνουν κάτι μέχρι τα σαράντα, θα μείνουν στο περιθώριο. Εμείς, περιμέναμε να φτάσουμε στα 40 ή στα 35 για να αρχίσουμε να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας. Κάθε μέρα που περνούσε για μας ήταν μια καινούργια, καλύτερη μέρα Για μας, κάθε μέρα άνοιγε και μια νέα ευκαιρία. Τώρα, κάθε μέρα που περνάει, είναι μία μέρα λιγότερη για τα νέα παιδιά, μία λιγότερη ευκαιρία.
[hr]
Είναι η κρίση του τραγουδιού αντανάκλαση της κοινωνικής κρίσης;
[hr]
Ε, βέβαια, δεν είναι; Όταν περνάει κρίση μια κοινωνία, δεν μπορείς να ζητάς από έναν χώρο της να είναι αλώβητος, καθαρός, δημιουργικός, έντιμος. Εξάλλου, κρίση δεν υπάρχει μόνο στο τραγούδι, υπάρχει σε όλα τα πεδία της τέχνης. Το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική, δεν περνάνε κρίση; Τι περνάνε; Δημιουργικότητα; Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στην κοινωνία. Η κοινωνία ορίζει τα πάντα. Η κοινωνία αυτή τη στιγμή είναι ένα αρπακτικό. Σήμερα οι άνθρωποι σφάζονται με τα λόγια και το ρουφιανιλίκι· σε λίγο θα αρχίσουν να σφάζονται και με τα μαχαίρια.
[hr]
Τι σας ενοχλεί στη σημερινή Ελλάδα;
[hr]
Με ενοχλεί η πολιτική πραγματικότητα, για την οποία δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Τους βουλευτές, τους υπουργούς και τα λαμόγια, εμείς τους έχουμε επιλέξει κι εμείς τους ανεχόμαστε. Μέσα από μας ξεπήδησαν, με την ανοχή αν όχι με την παρότρυνσή μας. Δεν εμφανίστηκε οι οικογένεια Παπανδρέου από το πουθενά, ούτε οι οικογένειες Καραμανλή, Μητσοτάκη και όλων αυτών που επί 35 χρόνια ροκανίζουν τη Βουλή και τα Υπουργεία. Ποιος τους ανέχεται αυτούς; Ποιος ανέχεται τους δημοσιογράφους, που βγάζουν λόγους για τη διαφθορά, ενώ είναι και οι ίδιοι λαμόγια; Τους βλέπεις και τους σιχαίνεσαι.
[hr]
Παρόλα αυτά, η νεότερη γενιά δεν έχει βγάλει το δικό της τραγούδι διαμαρτυρίας. Γιατί;
[hr]
Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα από πουθενά. Η νέα γενιά δεν έχει να επιλέξει από κάπου. Υπάρχει σύγχυση, δεν υπάρχει πρόταση. Η δική μου γενιά είχε ελπίδα, πίστευε στην Αριστερά που τη θεωρούσε τότε ως τη λύση, και πρώτα-πρώτα ως την ηθική λύση. Το 95% των αριστερών πιστεύαμε σε μία άλλη ηθική, σε μία άλλη αισθητική. Δεν πιστεύαμε μόνο στην αλλαγή του οικονομικού συστήματος, αλλά και να μπούμε σε μία άλλη ηθική σχέση μεταξύ μας, σε μία άλλη αισθητική, σε μία άλλη κουλτούρα. Η δική μου η γενιά περπατούσε προς την ελπίδα, αλλά μόλις λάδωσε το αντεράκι της αποδείχθηκε ότι είχε τις ίδιες αδυναμίες. Άρχισε να αποπατεί εκεί που θα έπρεπε να στήνει ηρώα για τις θυσίες των προηγούμενων γενεών. Η σημερινή νεολαία δεν έχει πού να στηριχτεί, δεν βλέπει πουθενά το μέλλον της, και γυρνώντας προς τα πίσω βλέπει πως η γενιά των γονιών της δεν τίμησε τους αγώνες και τις θυσίες των προηγούμενων. Δεν αφήνουμε καμία ηθική παρακαταθήκη στα παιδιά μας, απεναντίας αφήνουμε ένα κατεστραμμένο περιβάλλον. Γι αυτό και η νεολαία καταφεύγει σε ακρότητες. Ή αδιαφορεί εντελώς, ή κατεβαίνει στους δρόμους και τα σπάει.
[hr]
Συνεχιστές των δικών σας μουσικών και αισθητικών φορτίων σήμερα βλέπετε;
[hr]
Υπάρχουν, βεβαίως,. Όμως, έχουν και αυτοί σύγχυση, δεν ξέρουν πού να πάνε, δεν μπορούν να κατασταλάξουν Οι νέοι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι. Εδώ, έχουμε εγκλωβιστεί εμείς, που υποτίθεται ότι έχουμε και μια εμπειρία. Είναι πολύ άγρια η εποχή. Τη ζεις, δεν τη ζεις;
[hr]
Μιλάτε με παράπονο. Σας λείπει κάτι σήμερα;
[hr]
Μου λείπει το όραμα. Ξαφνικά, σε ένα βράδυ βρεθήκαμε εκατό χρόνια πίσω. Όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο χρόνο διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα, μας πήγαν εκατό χρόνια πίσω. Οι άνθρωποι είχαν δικαιώματα· τους τα παίρνουν πίσω. Τους παίρνουν τις άδειες, τους παίρνουν τον ύπνο, θα τους βάζουν να δουλεύουν περισσότερες ώρες τζάμπα, θα τους μαστιγώνουνε. Δεν θα μπορούν να μιλήσουν, γιατί αν μιλήσουν δεν θα έχουν να φάνε. Και δεν βλέπω φως.
(…)
[hr]
Αυτό που είχατε κατά νου ως επιτυχία όταν ξεκινούσατε, το εκπληρώσατε;
[hr]
Βέβαια, και είμαι ευτυχισμένος. Έχασα από νωρίς τον πατέρα μου, η μάνα μου εργαζόταν για να με συντηρήσει, και βγήκα στη βιοπάλη από τα δεκατρία μου χρόνια. Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπιασα δουλειά σε μια αποθήκη στην οδό Αιόλου. Πήγα σε νυχτερινό γυμνάσιο και σε νυχτερινό ωδείο. Από το πουθενά και από το τίποτα, σήμερα μου παίρνει κάποιος συνέντευξη, έγραψα μια σειρά έργων επιτυχημένων, έχω τιμηθεί για το έργο μου, δεν είναι λίγο αυτό. Τι άλλο να ζητούσα; Ό,τι μου προσφέρεται το θεωρώ δώρο, και λέω ευχαριστώ.
****