Απόφαση-πρόκληση μια ενδεχόμενη αγορά των αμερικανικών φρεγατών από την Ελλάδα
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ή προτίθεται να στείλει στις ΗΠΑ μια (μη δεσμευτική) επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την αγορά τεσσάρων φρεγατών MMSC, με κόστος 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά τα 5 δισ., τα 4 δισ. προορίζονται για την αγορά τεσσάρων καινούργιων φρεγατών, τα 450 εκατ. περίπου για τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων φρεγατών MEKO 200 που ήδη διαθέτει το Πολεμικό Ναυτικό, και τα 500 εκατ. περίπου για την άμεση αγορά μεταχειρισμένου πλοίου ή πλοίων ως ενδιάμεση λύση μέχρι να ολοκληρωθεί η ναυπήγηση των τεσσάρων καινούργιων φρεγατών.
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης είναι σκανδαλώδης. Σε μια περίοδο όπου το σύνολο της κοινωνίας δίνει τη μάχη κατά του κορονοϊού, όπου οι γιατροί πλέον διαλέγουν ασθενείς για να σώσουν, πολύτιμες νοσοκομειακές μονάδες παραμένουν κλειστές λόγω έλλειψης προσωπικού, η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζουν τεράστια προβλήματα, οι νέοι που αποφοιτούν συνεχίζουν να φεύγουν μετανάστες στο εξωτερικό αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, οι εργασιακές σχέσεις παραπέμπουν σε λογικές 19ου αιώνα, η ανεργία καλπάζει και η οικονομική δραστηριότητα βουλιάζει, η κυβέρνηση επιλέγει να δαπανήσει 5 δισεκατομμύρια ευρώ για νέα όπλα. Δεν γίνεται όμως να επανδρωθούν οι ΜΕΘ με πυραύλους και πυροβόλα – απαιτούν εντατικολόγους και νοσηλευτές. Κι ούτε παρέχεις στη νεολαία εκπαίδευση και δουλειά προσλαμβάνοντας οπλίτες και συνοριοφύλακες, και αγοράζοντας φρεγάτες και ελικόπτερα – απαιτούνται κοινωνικές δαπάνες και παραγωγικές επενδύσεις.
Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία επείγουσα ανάγκη αγοράς νέων και πανάκριβων φρεγατών. Ο τουρκικός μπαμπούλας χρησιμοποιείται κάθε φορά που πρόκειται να αγοράσουμε όπλα, ως ένας επιπλέον μοχλός πίεσης. Όμως, αν πραγματικά ίσχυε το κατεπείγον της ανάγκης εξοπλισμού του Π.Ν. για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, σίγουρα δεν θα πηγαίναμε για μια λύση της οποίας η παράδοση θα ολοκληρωθεί σε κάτι λιγότερο από μία …δεκαετία! Εξάλλου, ήδη οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται σε φάση ραγδαίου επανεξοπλισμού, με τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3 Orion, τον εκσυγχρονισμό των μαχητικών F-16 στο επίπεδο Viper, την αγορά νέων τορπιλών, την αγορά νέων ελικοπτέρων ανθυποβρυχιακού πολέμου ΜΗ-60R, τον επικείμενο εκσυγχρονισμό των φρεγατών MEKO 200 και την επικείμενη αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών Rafale. Το συνολικό κόστος μόνο γι’ αυτά τα πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα ξεπερνά τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς – δεν είναι άραγε καιρός να χρηματοδοτηθούν κι άλλοι τομείς της χώρας πέραν του στρατιωτικού, ειδικά όταν η χώρα βουλιάζει τόσο σε υγειονομικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο;
Μια άλλη πτυχή της υπόθεσης που καθιστά ακόμα πιο σκανδαλώδη την απόφαση της κυβέρνησης είναι η ακαταλληλότητα των συγκεκριμένων σκαφών – με άλλα λόγια, όχι μόνο θα δώσουμε έναν σωρό λεφτά, αλλά και θα τα δώσουμε για μια εξοπλιστική επιλογή που ικανοποιεί πολιτικές σκοπιμότητες και όχι πραγματικές αμυντικές ανάγκες. Τα πλοία εμφανίζουν σωρεία τεχνικών προβλημάτων, ενώ ερωτήματα εγείρει η ανθεκτικότητα της υπερκατασκευής τους από αλουμίνιο και η αξιοπιστία του συστήματος κίνησής τους. Η έλλειψη σόναρ και αντιαεροπορικών πυραύλων μακράς ακτίνας σημαίνει επίσης ότι η φρεγάτα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις αποστολές ανθυποβρυχιακού και αντιαεροπορικού πολέμου για τις οποίες προορίζεται. Για την ακρίβεια, ο οπλισμός της φρεγάτας δεν διαφέρει από τον οπλισμό που ήδη φέρουν οι υπάρχουσες φρεγάτες του Π.Ν…. Και το ίδιο το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ φαίνεται να στρέφεται στην επιλογή της φρεγάτας FFG(X) εις βάρος της οικογένειας φρεγατών LCS/MMSC – γιατί άραγε σπεύδουμε να αγοράσουμε κάτι που οι άλλοι απορρίπτουν; Και μάλιστα σε κόστος πολλαπλάσιο σε σχέση με το κόστος πλήθους άλλων εναλλακτικών!
Η ανάγκη διατήρησης ενός καλά εξοπλισμένου Πολεμικού Ναυτικού μπορεί να ικανοποιηθεί με μια σειρά άλλων επιλογών που συνδυάζουν την αποτελεσματικότητα με την οικονομική σύνεση. Ο εκσυγχρονισμός των MEKO 200 που ήδη διαθέτουμε μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από την προμήθεια νέων φρεγατών. Επιπλέον, υπάρχουν μεταχειρισμένες φρεγάτες που θα μπορούσε να προμηθευτεί το Π.Ν. με σαφώς λιγότερα χρήματα, εφόσον όμως εκδηλώσει πραγματικό ενδιαφέρον για να τις αποκτήσει. Η ναυπήγηση των νέων αμερικανικών φρεγατών θα έχει ολοκληρωθεί το 2028 – εντωμεταξύ, θα έχουν πληθύνει οι επιλογές μεταχειρισμένων σκαφών που θα επιτρέψουν την ενίσχυση του Π.Ν με απείρως καλύτερους οικονομικούς όρους. Μήπως ο λόγος που δεν ενδιαφερόμαστε για την αγορά μεταχειρισμένων σκαφών είναι ώστε να διατηρείται τεχνητά η ανάγκη για νέες φρεγάτες; Μήπως αυτό συνιστά μια πολιτική εις βάρος του εθνικού συμφέροντος και υπέρ των συμφερόντων των χωρών παραγωγής όπλων;
Το τελευταίο επιχείρημα που απομένει στη φαρέτρα των υποστηρικτών της αγοράς νέων φρεγατών είναι εξίσου σαθρό: η διάσωση των ελληνικών ναυπηγείων μέσω της ναυπήγησης μέρους των νέων φρεγατών στην Ελευσίνα ή στον Σκαραμαγκά. Υποτίθεται όμως ότι ο λόγος που ιδιωτικοποιήθηκε το σύνολο των δημόσιων παραγωγικών υποδομών ήταν για να μην επιδοτεί το κράτος και η κοινωνία μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες… όχι για να συνεχίσει να τις επιδοτεί μέσω της ενίσχυσης των ιδιωτών με κρατικές παραγγελίες! Κοινώς, δεν είναι δουλειά του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας να υποκαθιστά τις εμπορικές παραγγελίες που θα πρέπει να εξασφαλίζει ο ιδιώτης επενδυτής από την εγχώρια ή/και διεθνή αγορά.
Κάθε πολίτης που νοιάζεται για το συμφέρον της χώρας και της κοινωνίας, κάθε κόμμα και κάθε συλλογικότητα που αντιλαμβάνεται τον ρόλο της ως πατριωτικό και προοδευτικό, οφείλει να διεκδικήσει την εξής μίνιμουμ ατζέντα:
1) Ακύρωση της απόφασης για την αγορά νέων φρεγατών. Προτεραιότητα της χώρας εν μέσω μιας σφοδρής πανδημίας και μιας εξίσου σφοδρής οικονομικής κρίσης και ύφεσης δεν μπορεί να είναι η περαιτέρω συσσώρευση οπλικών συστημάτων.
2) Διάθεση των 4 από τα 5 δισεκατομμύρια που προορίζονται για την αγορά νέων φρεγατών στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας, της δημόσιας εκπαίδευσης, και της απασχόλησης, με παράλληλη διοχέτευση του υπόλοιπου 1 δισ. στον εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ 200 και την αγορά των δύο μεταχειρισμένων σκαφών που προβλέπει η «ενδιάμεση λύση», χωρίς την αγορά άλλων φρεγατών.
3) Διερεύνηση όλων των εναλλακτικών λύσεων για ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού στο απώτερο μέλλον, έξω από τη λογική της προσκόλλησης σε κάποιον «εθνικό προμηθευτή», όπως εξελίσσεται πλέον η Lockheed Martin για τη χώρα μας, και με μόνο γνώμονα την επίτευξη της βέλτιστης σχέσης τιμής-απόδοσης και όχι την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων.
4) Περισσότερη διαφάνεια στα εξοπλιστικά. Η αγορά οπλικών συστημάτων κοστίζει στη χώρα και στον δημόσιο προϋπολογισμό, ενώ στερεί πολύτιμους πόρους από άλλους τομείς. Συνεπώς, οι πολίτες οφείλουν να έχουν λόγο στις αποφάσεις που αφορούν την άμυνα. Πρόσφατα, η κυβέρνηση της Ελβετίας – μιας χώρας με απείρως περισσότερους δημοσιονομικούς πόρους – έθεσε σε δημοψήφισμα την απόφαση αγοράς νέων μαχητικών αεροσκαφών. Η επίσημη και λεπτομερής ενημέρωση για τις εξοπλιστικές της κινήσεις είναι η ελάχιστη υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στους πληττόμενους πολίτες.
Σε κάθε περίπτωση, αν ο κόσμος αντέδρασε για τα 20 εκατομμύρια της λίστας Πέτσα και τα 40 εκατομμύρια του σκόιλ ελικίκου, τότε για τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ που θα πάνε στις τσέπες της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων θα πρέπει να γίνει κοινωνικός σεισμός. Κι άλλες φορές πήρε η χώρα όπλα που δεν χρειαζόταν ή με μη επωφελείς όρους, εξυπηρετώντας απλώς ξένα συμφέροντα. Αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση ξεπερνάει κάθε άλλη, δεδομένης της ακαταλληλότητας των πλοίων, του αστρονομικού ποσού αγοράς τους, και της συγκυρίας του κορονοϊού που επιβάλλει άμεσες επενδύσεις σε μη στρατιωτικούς τομείς. Πρόκειται για μια απόφαση-δήλωση υποτέλειας που όμοιά της δεν έχει υπάρξει στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Και η απαίτηση ακύρωσης τούτης της διαφαινόμενης απόφασης είναι το ελάχιστο (αριστερό, πατριωτικό, ό,τι θέλετε) καθήκον σήμερα.
* Ο Ηρακλής Οικονόμου είναι Πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος, διδάκτορας Διεθνούς Πολιτικής από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας Aberystwyth.