Απόψεις ενός κλόουν», του Χάινριχ Μπελ
Το λευκό της μελαγχολίας
Ο Χάινριχ Μπελ γράφει στη σελίδα 257: «…γι’ αυτόν η μελαγχολία είναι μια πέρα για πέρα σοβαρή υπόθεση». «Αυτός» είναι ο κλόουν και η μελαγχολία είναι το μέσο για να αποκαλυφθούν όσα βίαια διαμορφώθηκαν στο πρόσωπο και το σώμα της κοινωνίας, της γερμανικής, μεταπολεμικής, κοινωνίας. Και πού αποτυπώνεται καλύτερα αυτή η συναισθηματική -αποκαλυπτική- κατάσταση; Στο πρόσωπο! Με μια προϋπόθεση, να είναι λευκό και το βλέμμα «γυάλινο». Ποιος, όμως, τολμά να παίξει με τη μοναδική ταυτότητα του; Μόνο ο κλόουν! Ο καλλιτέχνης αυτός που δεν έχει φύλο, δεν έχει ποταπές φιλοδοξίες και δεν τον τρομάζει η θυσία του εαυτού. Σαν παραμορφωτικός καθρέφτης που αρκεί η αμηχανία, ένα νεύμα, μια λεπτή κίνηση των ματιών για να φανούν στο πρόσωπο σύνορα, ηθικές επιταγές και χρήματα που δεν θα ξοδευτούν ποτέ. Ο κλόουν, που είναι εντός και εκτός κοινωνίας και στη λεπτή γραμμή αποδοχής-απόρριψης δημιουργεί τη σάτιρα του. Δύσκολα θα γελάσεις κανείς μαζί του, σχεδόν αδύνατο να συμφωνήσει… Και όμως! Τη βαθιά ενοχή που δείχνει το κοινό θα την πάρει μαζί του και ας μην το θέλει. «Οι απόψεις ενός κλόουν» (Εκδόσεις Πόλις) εντοπίζουν το «πριν» και το «μετά» των εποχών, των ψεμάτων, των αγώνων.
Ο Μπελ επιτίθεται στην κοινωνική υποκρισία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Εστιάζει στην περίοδο που η χώρα του προσπαθεί να ορθοποδήσει, προσπαθεί να διαχειριστεί την ήττα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσπαθεί να ξεχάσει. Εδώ, όμως, είναι η ένσταση και ο πυρήνας του μυθιστορήματος. Η ανάγκη να ξεχάσει η κοινωνία, στην ουσία είναι η ανάγκη να κρυφτεί, να μη σταθεί μπροστά στο ένοχο παρελθόν της και να απλά να προχωρήσει. Και τα καταφέρνει! Στο μυθιστόρημα του ο Μπελ περιγράφει πώς η κυριαρχία του χρήματος και της θρησκείας «αθωώνουν» το κοινωνικό σύνολο. Τα υψηλόβαθμα στελέχη των ναζί μπορεί να τιμωρήθηκαν, όμως τα μεσαία και απλά δεν χάθηκαν, απορροφήθηκαν και διαμόρφωσαν το «μετά» της Γερμανίας. Οι οικονομικά ισχυροί φόρεσαν το προσωπείο του καθωσπρέπει αστού και έριξαν στη λήθη τις αμαρτίες του παρελθόντος. Από δίπλα ο «προοδευτικός καθολικισμός» που έδωσε το απαλλακτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό, βούλευμα. Σ’ αυτό το πλαστό «μετά» ο Μπελ αντιπαραβάλλει τη μάσκα του σαλτιμπάγκου, τον κλόουν που (αυτο)τοποθετείται στο περιθώριο της κοινωνίας. Και κάτι άλλο, σημαντικό. Ο κλόουν προέρχεται από αστική οικογένεια. Θα μπορούσε να είναι βολεμένος και ευτυχισμένος μες την πλάνη του. Ο Μπελ, όμως, τον ρίχνει στην αρένα της ανθρωποφαγίας και του αποκλεισμού και μόνη του αντίσταση είναι το πρόσωπο του!
Ο Χανς Σνιρ, ο κλόουν, ανήκει στη γενιά εκείνων που, αν και πολύ νέοι για να στρατευθούν, μεγάλωσαν ακούγοντας τα ναζιστικά σλόγκαν. Η νέα κοινωνία της αφθονίας, που χτίστηκε στα ερείπια του πολέμου, είναι στα μάτια του αμετάκλητα ύποπτη, αφού οι πρωταγωνιστές της, λιγότερο ή περισσότερο εκτεθειμένοι στο ναζισμό, εξαγοράζουν φτηνά την καθαρή τους συνείδηση. Και ο «προοδευτικός καθολικισμός» συμμετέχει πλήρως στη διάχυτη υποκρισία. Όπως γράφει η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη στο επίμετρο: «Στην προσπάθεια αποσιώπησης και ωραιοποίησης του παρελθόντος, που χαρακτηρίζει την περίοδο της μεταπολεμικής ανόρθωσης, ο κλόουν αντιτείνει τη εμμονή του στην ενθύμηση». Και στη σελίδα 254 ο κλόουν επιβεβαιώνει: «Είναι πανεύκολο να μετανοήσεις για μεγάλα πράγματα: για πολιτικά σφάλματα, για μοιχεία, φόνο, αντισημιτισμό -ποιος όμως μπορεί να συγχωρήσει κάποιον όταν μπορεί να διακρίνει τις λεπτομέρειες;». Το συγκλονιστικής ακρίβειας μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ, είναι μια βραδυφλεγής βόμβα που «σκάει» όταν κυκλοφορεί «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ». Η καλή μετάφραση ανήκει στον Δημήτρη Δημοκίδη, ενώ εκτός από το ουσιαστικό επίμετρο, υπάρχουν και τα χρήσιμα πραγματολογικά στοιχεία για τη μεταπολεμική Γερμανία από τον Γιάννη Πάγκαλο.