Ασκήσεις Επιβίωσης, Χόρχε Σεμπρούν
Μετάφραση: Έφη Κορομηλά, Εκδ. Πόλις

Γράφοντας τις Ασκήσεις Επιβίωσης, ο Σεμπρούν επιδίωκε να δημιουργήσει μια σειρά βιβλίων όπου θα ανασυνέθετε την ζωή του σε συνάρτηση με ένα θέμα. Το πρώτο και, μοιραία, το τελευταίο ήταν η συμμετοχή του στην Αντίσταση. Ο Γαλλο-Ισπανός συγγραφέας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του αλλά και μόνο αυτό το αφήγημα άνετα συγκαταλέγεται στα καλύτερά του. [Κεντρική φωτογραφία: Ο Σεμπρούν το 1995 ξαναγυρίζει στο Μπούχενβαλντ. REUTERS]
Η υπόθεση της Αντίστασης και των στρατοπέδων έρχεται και ξανάρχεται στα μυθιστορήματα του Σεμπρούν χωρίς ποτέ να εξαντλείται. Πέρα από το συγκλονιστικό Γραφή ή Ζωή που κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι εκ των 2-3 σπουδαιότερων έργων για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης -τα άλλα, μάλλον, εκείνα του Πρίμο Λέβι, Εάν Αυτό Είναι Ο Άνθρωπος και του Ίμρε Κέρτες, Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο– πέρα από το Μεγάλο Ταξίδι, ο λογοτέχνης φυτεύει παντού θραύσματα μνήμης του εγκλεισμού του.
Τον βρίσκουμε να κάθεται στο μπαρ του Hôtel Lutétia 62 χρόνια μετά, τότε που μίλαγε με τον επικεφαλής αντιστασιακού δικτύου στο Παρίσι για τα βασανιστήρια της Γκεστάπο. Τότε δεν ήξερε πώς θα αισθανόταν και πώς θα αντιδρούσε. Παίρνοντας το νήμα των σκέψεών του, το ξεδιπλώνει αργά και απολαυστικά –σε αυτό μας βοηθάει και η σπουδαία μετάφραση της Έφης Κορομηλά. Με την άνεση που του προσφέρει η εμπειρία στη γραφή του αλλά και η μνήμη του ξεδιπλώνει τις εικόνες που γυρίζουν συνεχώς στη σκέψη του: το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, οι συζητήσεις με τους συγκρατούμενούς τους, μερικοί από τους οποίους χάθηκαν στην πορεία, οι καπνοί από τα κρεματόρια, οι δυο Αμερικανοί που αντίκρισαν πρώτοι τους απελευθερωμένους αιχμάλωτους -για τους οποίους δυο είχε στη σκέψη να γράψει ένα μυθιστόρημα. Κι έπειτα, η επιστροφή του στη Πόλη του Φωτός και η δουλειά του στην υποδοχή Ισπανών κρατούμενων από τα στρατόπεδα.
Και από εκεί στην πιο βαθιά παρανομία στην Ισπανία. Επί δέκα συναπτά έτη η Αστυνομία του Φράνκο αδυνατεί να συλλάβει τον Φεδερίκο Σάντσεθ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚ Ισπανίας. Τελικά, μετά από χρόνια στον παράνομο μηχανισμό, ο Σεμπρούν/Σάντσεθ έρχεται σε ρήξη με τον Σαντιάγο Καρίγιο και την ηγεσία του κόμματος και διαγράφεται μαζί με τον Φερνάντο Κλαουδίν. Η ιστορία που αφηγείται από την τελευταία επίσκεψή του στη Μαδρίτη είναι εκείνη όπου πηγαίνοντας προς το σπίτι της παρανομίας του μαθαίνει πως ήδη κατοικεί ο αντικαταστάτης του, Χουλιάν Γκριμάου. Ο τελευταίος πέφτει γρήγορα στα χέρια της μυστικής αστυνομίας και δολοφονείται.
Πέρα των άλλων μιλά και για τη ζωή μετά την διαγραφή του: πίστευε, πριν, πως είναι ένα είδος ιππότη, υπεράνω των απλών ανθρώπων έχοντας, όπως γράφει, ένα χρίσμα και ένα φωτοστέφανο. Αλλά πολύ σύντομα κατάλαβε ότι σε όλα τα πράγματα υπάρχει ένα τέλος -θα ζούσε και χωρίς αυτά.
Με την άνοδο του σοσιαλιστή Φελίπε Γκονζάλεθ στην εξουσία, ο Σεμπρούν αναλαμβάνει το Υπουργείο Πολιτισμού αλλά γρήγορα παραιτείται λόγω μεγάλων διαφορών σε θέματα πολιτισμού και πολιτικής. Γίνεται μια μικρή αναφορά σε αυτό το θέμα και κυρίως στην τυχαία συνάντησή του με τον πρώην αρχηγό της Φρανκικής Αστυνομίας, ο οποίος και τον αποπέμπει υποτιμητικά.
Τα βασανιστήρια έρχονται πάλι και η θύμηση από το Οξέρ -«στη βίλα με τον κήπο όπου μοσχοβολούσαν τα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα» ένιωθε ότι ο κόσμος του ανήκε ή καλύτερα, αυτός ανήκε στο κόσμο. Τελικά άντεξε, χωρίς να υποστεί τα πιο βαριά, υπογραμμίζει. Δεν ξέρει πώς θα αντιδρούσε αν οι βασανιστές του είχανε τραβήξει στα άκρα. Αν τα κατάφερε είναι γιατί είχε στο μυαλό του τους ανθρώπους και το συναίσθημα της Αδελφοσύνης, τίποτε άλλο.
Για ακόμη μια φορά ο Χόρχε Σεμπρούν διηγείται σημαντικές και κρίσιμες στιγμές της ζωής του στη δίνη τεράστιων γεγονότων, με λιτό και καθόλου δραματικό τρόπο. Είναι αυτή η εμμονή του να επιστρέφει συνεχώς στον τόπο του συλλογικού εγκλήματος που διαμόρφωσε τη γραφή και την μετέπειτα ζωή του.