«Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη», της Έμιλυ Ντίκινσον
Οι πράσινες, φωτισμένες, αμυχές

Η Εμιλυ Ντίκινσον πεθαίνει στις 15 Μάϊου 1886. Η αδελφή της, Βίνι, συμμορφούμενη με την τελευταία της επιθυμία, καταστρέφει όλες τις επιστολές που είχε λάβει, όχι όμως τα ποιήματα. Στην τελευταία της επιστολής (προς τις εξαδέλφες της), γράφει χαρακτηριστικά: «Ξαδελφούλες, Με κάλεσαν πίσω. Εμιλυ». Η ποιήτρια φεύγει και το ποίημα μένει. Η ποιήτρια ψυχορραγεί και το ποίημα συνοδεύει τον λυγμό της. Η ποιήτρια συνομιλεί με τη Γη και με τον Δημιουργό και το ποίημα αντιγράφει την καρδιά και τη φυλακισμένη εικόνα των ματιών. Η ποιήτρια έξω από το παράθυρο κοιτά και το ποίημα τη σκέψη κουβαλά. Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται τα αθόρυβα βήματα και το ποίημα προστατεύει τη σιωπή. Η ποιήτρια δέχεται χωρίς όρους τους νόμους της Φύσης και το ποίημα τη στεφανώνει. Η ποιήτρια φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της και το ποίημα επιβεβαιώνει τη συνέχεια του κόσμου (της). Η ποιήτρια που έσκυψε στο χώμα για να πενθήσει το νεκρό πουλί και το ποίημα που δεν άφησε τον ήλιο να δύσει. Η ποιήτρια που δέχθηκε το φως, σταύρωσε τα χέρια στην ποδιά της και άφησε το σκληρό της πρόσωπο στις γραμμές του ποιήματος. Και μεις, μέσα από τις πράσινες, φωτισμένες, αμυχές της διαβάζουμε το «Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη» (Εκδόσεις Πατάκη).
Η Ντίκινσον αγάπησε τη ζωή όσο κανείς! Κατάλαβε πόσο εύθραυστη και σύντομη είναι και την αγάπησε. Την προειδοποίησε για όλα τα δεινά που ο χρόνος φέρνει. Την προετοίμασε για τον ερχομό των εποχών, τη σύστησε και την έμαθε να κοιτάει ψηλά, να μην κλείνει τα μάτια στον ήλιο και σε αυτόν να αφήνει τα κρίματα της και τα γράμματα της προς τον Δημιουργό. Ναι, υπήρξε τολμηρή και πρωτοπόρα ποιήτρια. Και δεν είναι τόσο η δομή των ποιημάτων, δεν είναι η αντιμετώπιση των λέξεων, η ευφάνταστη χρήση των σημείων στίξης, δεν είναι η εκδήλωση της αληθινής πίστης της, δεν είναι η αντίδραση στον συντηρητισμό της εποχής, δεν είναι αυτά που την κάνουν ξεχωριστή. Η Ντίκινσον είναι ξεχωριστή γιατί είδε καθαρά τι συνέβαινε μέσα της και τι μέσα στη φύση! Οι δικές της ψαλμωδίες τον ήχο της καρδιάς μεταφέρουν και η ανησυχία της ψυχής είναι το «Αμήν» που τρέμει. Φίλοι της ο κοκκινολαίμης και η μέλισσα και το περίγραμμα της φύσης η αλήθεια και το πιστεύω της. Η Ντίκινσον μπροστά από ένα γραφείο καθόταν και μια θέα είχε. Όσα δεν έβλεπε προσπάθησε να δει, όπως όλοι οι συγγραφείς. Αυτή, όμως, ήξερε ότι μέσα της βρίσκονταν οι απαντήσεις, οι εικόνες, τα σχήματα, τα ρευστά όρια και μέσα στη φύση, στο προσφερόμενο μετείκασμα, υπήρχαν και υπάρχουν οι κλωστές που μας δένουν με τον Δημιουργό, με τα πάντα!
Η δυσκολία στην πρόσληψη, κατανόηση, της ποίησης της έγκειται στον χαρακτήρα της ποιήτριας. Η εσωστρέφεια και η απομόνωση της συνδυάζονται αρμονικά με το θάρρος της να μιλήσει, να εξομολογηθεί, να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Αυτή η συγκρουσιακή, θεμελιώδης, κατάσταση –αντικοινωνικότητα και επαφή με τη ζωή γύρω της– αποτυπώνεται στα ποιήματα της. Οι αντίθετες δυνάμεις ορίζουν τον ρυθμό και όχι το περιεχόμενο. Υπάρχουν ποιήματα που ξεσπά και άλλα στα οποία προσεύχεται. Τα σημάδια είναι δυσδιάκριτα και ο αναγνώστης πρέπει να εντοπίζει τις φράσεις-κλειδιά, να στέκεται στη φόρα του στίχου και να αλλάζει οπτική. Τότε θα καταλάβει ότι δεν υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης και ένα τερματισμού. Όσον αφορά το περιεχόμενο διαμορφώνεται από τη συναισθηματική κατάσταση και τη μοναδική χρήση της γλώσσας. Η Ντίκινσον προσέχει τις λέξεις και εκεί που θέλει να εστιάσει χρησιμοποιεί κεφαλαία. Κάθε στίχος διαθέτει την ακρίβεια μουσικής έκφρασης και φυσικά υπάρχουν οι παύλες για να συλλαμβάνουν την αύρα της ζωής. Τα κρυφά νοήματα είναι εκεί, ο συναισθηματικός κόσμος της, η παραστατικότητα, το διάδημα της είναι οι παύλες. Με αυτές κάνει την τομή στο ποιητικό σώμα και αποκαλύπτει τις δεύτερες σκέψεις, φροντίζει τα αόρατα και τα συνεσταλμένα, με αυτές αλλάζει τη συμπεριφορά του ποιήματος. Για την Ντίκινσον εν αρχή ην ο Λόγος και μετά πάλι ο Λόγος. Η ζωή ακολουθεί τον θάνατο και αυτός τη ζωή και όλο μαζί την ακατάπαυστή κίνηση. Και να πού βρίσκεται, σε ποιο ποίημα αποσύρεται:
Αν δεν αφήσω μια Καρδιά να ραγίσει/Μάταια δεν θα χω ζήσει/Αν κάποιου την Οδύνη έχω απαλύνει/Ή άλλου τον Πόνο ελαφρύνει/Ή τον αδύναμο Κοκκινολαίμη βοηθήσει/Στη Φωλιά του μέσα να χωθεί/ Μάταια δεν θα χω ζήσει.
Πάμε και στη μετάφραση. Ο Χάρης Βλαβιανός ανέλαβε το δύσκολο έργο. Είναι αδύνατον να συλλάβεις με ακρίβεια τον λόγο της Ντίκινσον. Ο τρόπος που διατάσσει τις λέξεις δημιουργεί ένα ξεχωριστό ηχόχρωμα που μόνο στη μητρική γλώσσα της ποιήτριας μπορεί να ακουστεί. Η Ντίκινσον είναι εκλεκτική και υπηρετεί το ελάχιστο. Έτσι, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον μεταφραστή για απόλυτη ταύτιση του πρωτότυπου με το μεταφρασμένο. Ο Βλαβιανός φαίνεται ότι έχει παιδευτεί και έχει κάνει μεγάλη έρευνα για τη γλωσσική συμπεριφορά της ποιήτριας. Η αντιπαραβολή με το αγγλικό κείμενο δείχνει ότι έχει βρει στα ελληνικά το περίγραμμα του λόγου της Ντίκινσον. Τα νοήματα, η αύρα της ποίησης, η αίσθηση της, αποδίδονται όσο καλύτερα γίνεται. Θα πρέπει φυσικά να τονίσουμε την πλούσια εισαγωγή, μια και μας δίνει το πιο ζωηρό πορτρέτο της Ντίκινσον. Στο ένατο κεφάλαιο αυτής ας σταθούμε λίγο παραπάνω. Το γράμμα παραδόθηκε και όσοι το διαβάσετε, κάντε κομμάτια τις γραμμές!