Αυτό που Εγώ Ονομάζω Λήθη, Laurent Mauvignier
Μετάφραση και Επίμετρο: Σπύρος Γιανναράς, Εκδόσεις Άγρα

Αυτό που Εγώ Ονομάζω Λήθη, Laurent Mauvignier. Μετάφραση και επίμετρο Σπύρος Γιανναράς , Εκδ. Άγρα [Κεντρική φωτογραφία: από παράσταση του Ballet Preljocaj βασισμένη στο έργο του Μωβινιέ, που ανέβηκε το 2013 στη Γαλλία]
Τέλη Δεκέμβρη του 2009 ένας νεαρός Γάλλος υπήκοος με καταγωγή από την Μαρτινίκα, ο Μικαέλ Μπλεζ, μπαίνει σε Carrefour της Λυών και καθώς τριγυρίζει στους διαδρόμους με τα συσσωρευμένα προϊόντα παίρνει μερικές μπύρες και πίνει μία επιτόπου. Τέσσερις συνομήλικοί του σεκιουριτάδες τον οδηγούν βιαίως για ανάκριση σε μια μικρή αποθήκη όπου δολοφονείται ύστερα από άγριο ξύλο που προκαλεί «μηχανική ασφυξία λόγω συμπίεσης του θωρακικού κλωβού και απόφραξης των ανώτερων αεροφόρων οδών.» Αυτό είναι ένα πραγματικό περιστατικό.
Ως είδηση περνά στα ψιλά των εφημερίδων και στο τέλος των ραδιοφωνικών ειδήσεων. Είναι από εκείνο το σημείο που ο βραβευμένος Γάλλος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Λωράν Μοβινιέ πήρε την ιστορία για να γράψει ένα σπαρακτικό κείμενο 60 σελίδων χωρίς τελείες που διαβάζεται απνευστί. Ο μονόλογος του Μοβινιέ απευθύνεται στον μικρό αδελφό του Μπλεζ. Του απευθύνεται ως κάποιον που γνώριζε τη ζωή του Μικαέλ -τη ζωή του φτωχοδιάβολου, εικοσιπεντάχρονου παρία που ακροβατούσε στα όρια των νόμων και του καθωσπρεπισμού.
Ο λόγος ξεκινά με τη συζήτηση στο δικαστήριο, «Και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πως είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα…» και ύστερα παίρνει τη θέση του νεκρού μέσα από μια Φωνή, μιλάει για τις ακραίες συνθήκες του βίου του, τις περιπλανήσεις του, τους έρωτές του -πληρωμένους και μη- μιλάει ακόμη για τους τέσσερις φύλακες, που εξάντλησαν όλη τους την αγανάκτηση, το μίσος και την απελπισία τους πάνω του, μιλάει για τις τελευταίες στιγμές του νεαρού, τις στιγμές εκείνες που η πνοή της ζωής τον εγκατέλειπε σιγά- σιγά, για το πώς περίμενε να σταματήσουν να χτυπούν, να σταματήσουν αυτό το άγριο παιγνίδι που μάλλον τους έκανε να νιώθουν χαρά περισσότερο που δεν αντιδρούσε καθόλου απέναντί τους, δεν πρόβαλλε αντίσταση, πεταμένος κάτω στο κρύο τσιμέντο σε λιμνούλες από αίμα. Ακόμη και τότε δεν είχε χάσει την ελπίδα πως θα υπάρξει ένα τέλος, πως πού θα πάει το πράγμα θα διορθωθεί, «πάντα αυτή η μαλακισμένη η ελπίδα.»
Η Φωνή λέει για τους νεαρούς σεκιουριτάδες, που θα μπορούσαν να είναι στη θέση του και αυτός στη δική τους, ότι από καθαρή τύχη δεν είναι αυτοί τα θύματα. Την δουλειά τους κάνουν σκέφτεται και πως δεν μπορεί κάποια στιγμή θα τον αφήσουν ήσυχο. Είναι η δικαιοσύνη που τιμωρεί και δεν προλαβαίνει, είναι οι γύρω που απαξιώνουν τις ζωές των διαφορετικών, ο «καλός κόσμος» που κουνά αποτροπιαστικά το κεφάλι του αφού έχει συμβεί ό,τι έχει συμβεί και συνεχίζει να εκμεταλλεύεται όπου και όπως μπορεί τους μετανάστες, γηγενείς και νέους -ο θλιβερός κόσμος που ήθελε τον Μικαέλ μόνο για το σεξ.
Το κοινωνικό ζήτημα αναδεικνύει ο Μοβινιέ, χωρίς να γίνεται μελό έστω και για μια στιγμή -σκληρά και λακωνικά ντύνει το κείμενό του με εκείνες τις λέξεις που το καθιστούν ουσιαστικά πολιτικό, για μια κοινωνία που εξοντώνει τα αδύναμα, κοινωνικά, μέλη της. Το θύμα και οι εκτελεστές του -ο νόμος και η τάξη που αποκαθίστανται μετά την τιμωρία του κακοποιού και ο κύκλος του αίματος που κλείνει για να ανοίξει σύντομα κάπου αλλού. Τελικά, για τους ιδιωτικούς φύλακες, «η ηδονή που αισθάνθηκαν τους καθιστά ένοχους και όχι η αδικία του θανάτου του.» Όμως για αυτό δεν θα καταδικαστούν ποτέ. Καμιά εξουσία, κανένα δικαστήριο δεν πρόκειται να το λάβει υπ’ όψη του.