Βασίλης Αλεξάκης, ένα ενοχλητικό κλαρινέτο που σίγησε
Μια εξομολόγηση για τη φιλία, τις μνήμες και τις στιγμές που «ζουν» στο παρελθόν
Με αφορμή το λυπηρό γεγονός της απώλειας στου σπουδαίου συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη αναδημοσιεύουμε την συνέντευξη που έδωσε στον Αλέξανδρο Στεργιόπουλο και στον Αντώνη Ν. Φράγκο, λίγα χρόνια πριν, όταν εκδόθηκε και το τελευταίο του βιβλίο, “Το Κλαρινέτο”.
«Το κλαρινέτο» (εκδ. Μεταίχμιο) του Βασίλη Αλεξάκη μας φέρνει λίγο πιο κοντά στον συγγραφέα. Μας μιλά για το άγχος και τον φόβο του θανάτου. Για την απώλεια της μνήμης. Μια εξομολόγηση για τη φιλία, τις μνήμες και τις στιγμές που «ζουν» στο παρελθόν. Ο συγγραφέας μας μίλησε για την τελευταία του δουλειά, για το πώς φτιάχνεται ένα μυθιστόρημα, για την άνοδο της ακροδεξιάς, την εκκλησία. Τον ευχαριστούμε.
[hr]
Είναι το πιο προσωπικό σας μυθιστόρημα;
Είναι δύσκολο να κρίνω τα δικά μου βιβλία. Δεν έχω απόσταση απ’ αυτά. Σε γενικές γραμμές έχω την εντύπωση ότι πάντα το ίδιο βιβλίο κάνω, λίγο-πολύ, καθώς το ύφος είναι το ίδιο. Ίσως ένα νέο στοιχείο εδώ είναι το άγχος, ο φόβος του θανάτου. Αυτό που βιώνει ο αφηγητής μου και λόγω της ασθένειας του φίλου του, του εκδότη, και λόγω της ελληνικής κρίσης. Αυτό το στοιχείο δεν το έχουν τα άλλα βιβλία. Ισως, λοιπόν, να έχετε δίκιο. Μπορεί να έχω εμπλακεί και εγώ περισσότερο μέσα σ’ αυτό, διότι ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο αφηγητής ο οποίος έχει αυτό το πρόβλημα. Φοβάται ότι θα ξεχάσει και η απώλεια μνήμης επιδεινώνει όλα τα πράγματα.
Πόσο δύσκολο ήταν να μιλήσετε για την απώλεια του φίλου σας;
Ήταν δύσκολο. Βέβαια άρχισα το βιβλίο αφού είχε «φύγει». Το θέμα της μνήμης το είχα σκεφτεί από πριν, μια και τη λέξη «κλαρινέτο» όντως την είχα ξεχάσει. Ήταν καταπληκτικό πως αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά ότι έχεις ξεχάσει το όνομα ενός μουσικού οργάνου. Συνειδητοποιείς ότι μια λέξη σου έχει διαφύγει η οποία δεν σε αφορά. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τη μουσική, δεν είναι μέσα στη ζωή μου. Παρ’ όλα αυτά ήταν τραυματική εμπειρία. Με αναστάτωσε. Τον ίδιο καιρό ο εκδότης μου ήταν στο νοσοκομείο. Αυτά τα δύο συνδυάστηκαν. Δηλαδή η απώλεια της μνήμης και ο φόβος του θανάτου.
Προφανώς είναι δύσκολο να γράψεις για έναν τόσο δικό σου άνθρωπο.
Ναι. Εμένα με βοήθησε σ’ αυτό και ο ίδιος. Ήταν πολύ χαρούμενος άνθρωπος, προκλητικός, ευφυέστατος. Περνούσαμε καλά μαζί. Αυτός μονίμως ερωτευμένος και μονίμως ήθελε μια μεγάλη σχέση, το αντίθετο από μένα. Κάθε φορά ήθελε να χωρίσει, να ξαναπαντρευτεί, να μετακομίσει. Νόμιζες ότι στόχος του ήταν μια μετακόμιση, όλη του τη ζωή να φεύγει. Επιπλέον, επειδή και ο ίδιος ήταν μυθιστοριογράφος, μου άφηνε μεγάλα περιθώρια ελευθερίας στο πώς θα χειριστώ τους διαλόγους μας, την παρουσία του. Με βοήθησε να τον μετατρέψω σε μυθιστορηματικό πρόσωπο. Ο ίδιος ήταν στη ζωή του μυθιστορηματικό πρόσωπο. Οπότε, για μένα ήταν σχετικά εύκολο να τον ξαναφέρω στη ζωή έτσι όπως ήταν. Το βιβλίο είναι και δύσκολο, είναι και εύκολο στο μέτρο που επαναφέρεις τον άλλο στη ζωή. Πίστευα όταν το έγραφα ότι ήταν πάντα εκεί. Μόνο στο τέλος αποδέχομαι, πια, ότι τον έχω χάσει.
Συγγραφέας χωρίς μνήμη μπορεί να υπάρξει;
Δεν νομίζω. Τα μυθιστορήματα, βεβαίως, είναι προϊόντα φαντασίας. Τη λέξη «φαντασία» που δεν την αγαπούν πολλοί και είναι πολύ σημαντική. Για μένα κακώς επικεντρώνονται οι κριτικές αν είναι αυτοβιογραφικό ή όχι το βιβλίο. Όσον αφορά τη μνήμη, βεβαίως και η γραφή είναι ένας διάλογος μαζί της. Η μνήμη σε έναν συγγραφέα μαζεύει πράγματα που είναι περιττά για τους άλλους. Εγώ, επειδή πάντα θα έχω το θέμα της γραφής, χρειάζομαι άπειρα υλικά για να φτιάξω το μυθιστόρημα. Η μνήμη είναι ένα απ’ αυτά. Συγκρατώ γεγονότα, επεισόδια, συμπεριφορές που κάποιος άλλος δεν θα συγκρατούσε διότι δεν έχουν ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Για μένα όμως όλα έχουν ενδιαφέρον. Η μνήμη, πάντως, είναι περίεργο θέμα. Δραστηριοποιεί διάφορα σημεία του εγκεφάλου. Έτσι εξηγείται ότι ενώ θυμόμουν τον ήχο του κλαρινέτου, το σχήμα του, δεν μπορούσα να θυμηθώ τη λέξη γιατί βρίσκεται αλλού στον εγκέφαλο.
Εργαστήκατε πολλά χρόνια στη «Le Monde». Η θητεία σας εκεί σας βοήθησε;
Ναι με έχει βοηθήσει. Έμαθα να κάνω πολύ σύντομες περιγραφές χώρων. Το επιβάλει αυτό η δημοσιογραφία. Θυμάμαι, όταν ήμουν νεότερος, πως δεν μου άρεσαν καθόλου οι περιγραφές χώρων. Μου το έμαθε η δημοσιογραφία. Το άλλο που έμαθα ήταν να παίρνω συνεντεύξεις οι οποίες είναι πολύ χρήσιμες, μια και στα βιβλία υπάρχει πάντα ένα θέμα, όπως εδώ της μνήμης που απαιτεί έρευνα δημοσιογραφική. Απαιτεί να δεις νευρολόγους, αυτούς που μελετάνε τον εγκέφαλο. Έχω την πείρα από τη δημοσιογραφία και ξέρω πότε να επιμείνω, να είμαι υπομονετικός μέχρι να καταφέρω ο άλλος να μου πει αυτό που θέλω. Αυτό μου το έδωσε η δημοσιογραφία.
Ένα άλλο που σας έδωσε είναι πως σας γείωσε. Πήγατε σε χώρους που ίσως δεν θα πηγαίνατε.
Ναι, αλήθεια είναι αυτό.
Αυτό έχει παίξει ρόλο και στα μυθιστορήματα σας. Με την έννοια ότι κάνετε έρευνα, όπως με τους άστεγους.
Βέβαια. Δεν περιφρονώ καθόλου το στοιχείο της έρευνας. Τις προάλλες επισκέφτηκα τις φυλακές για να μιλήσω με τους τοξικοεξαρτημένους. Η φαντασία είναι σημαντική, αλλά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να κάνω λάθη. Όχι, το λάθος είναι λάθος. Είναι προχειρότητα. Αυτά που πρέπει να εξακριβώσεις να είναι σωστά. Το οφείλω στους αναγνώστες και σε μένα. Να σας πω όμως και κάτι άλλο. Μου αρέσει να μαθαίνω. Είμαι ένα είδος αιώνιου φοιτητή. Το να είμαι με έναν νευρολόγο και να μπορώ να τον ρωτήσω εάν μπορεί κανείς να ξεχάσει έως και τη φυσιογνωμία του, εγώ χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να το μάθω και να σας το πω και να είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό. Νομίζω ότι μια αδυναμία ορισμένων μυθιστοριογράφων είναι αυτό. Είναι ανεπαρκής η δουλειά τους.
Θέλει κόπο το μυθιστόρημα.
Φυσικά, αυτό πρέπει να το δεχτείς. Δεν είναι δουλειά καφενείου. Αν δεν κλειστείς μέσα και δεν κάνεις τον κόπο να εξακριβώσεις… Στο βιβλίο έχω μια σκηνή όπου φεύγει ένας κάδος από τα σκουπίδια, κατηφορίζει από τον Λυκαβηττό και διασχίζει την Αθήνα. Αυτό, βέβαια, είναι εύρημα. Φανταστικό. Ήθελα όμως να είμαι βέβαιος ότι ο κάδος μπορεί να κυλήσει. Άρα ότι έχει τέσσερις ρόδες. Γι’ αυτό έσκυψα κάτω από τον κάδο. Αυτό το απλό πράγμα. Το έκανα για να βεβαιωθώ ότι οι ρόδες είναι τέσσερις. Θα μου πεις «γιατί;» Γιατί έτσι. Γιατί αν πω ότι ο κάδος μπορεί να τσουλήσει και να πάει μέχρι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, από δω που είμαστε, να είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Είμαι κατά της προχειρότητας.
Εχετε την εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια στα μυθιστορήματα υπάρχει έρευνα, δουλειά; Δεν είναι όπως παλιά, δουλειά γραφείου. Τι νομίζετε;
Αν πάρουμε τον Μπαλζάκ είναι απίστευτα ενημερωμένος. Όταν περιγράφει στις «Χαμένες ψευδαισθήσεις» ένα πρόσωπο που δουλεύει σε τυπογραφείο και μιλάει για το τυπογραφείο, νομίζεις ότι είναι τυπογράφος. Πως έχει περάσει τη ζωή του εκεί μέσα. Μπορείς να βασιστείς ότι τα έχει ψάξει. Ο Δουμάς από την άλλη κάνει ιστορικά λάθη, αλλά τα δεχόμαστε. Σχετικά με το σημερινό ευρωπαϊκό μυθιστόρημα δεν είμαι κατάλληλος γιατί δεν διαβάζω. Δεν προλαβαίνω.
Πιστεύετε ότι έχουμε ξανάρθει στην κλασική φόρμα, καθώς τη δεκαετία του ’50 και του ‘60 υπήρξε το κίνημα του «Nouveau Roman» που έσπασε τις φόρμες;
Η φόρμα αυτή, η πιο παραδοσιακή, λίγο πιο μυθιστορηματική έχει επανέλθει. Το «Nouveau Roman» ήταν μια διασκεδαστική παρακαμπτήριος, αλλά νομίζω ότι έχει τελειώσει αυτό το πράγμα. Ο Ρομπ Γκριγιέ (σ.σ «πατέρας του Nouveau Roman), τον οποίο βρίσκω βαρετό στα κείμενα του, ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ διασκεδαστικός, με κέφι. Και σκεφτόμουν, δεν του το είπα ποτέ φυσικά, «γράψε ένα βιβλίο σαν και σένα».
Τι ρόλο παίζει η τύχη στη συγγραφή των βιβλίων σας;
Πολύ ενδιαφέρον αυτό.
Έχετε πει ότι χρειάζεται ένα θέμα, αλλά πρέπει να γίνει και έρευνα. Μήπως, λοιπόν, για να «γεννηθεί» ένα μυθιστόρημα πρέπει να υπάρξει κάτι αναπάντεχο που θα ξεκινήσει τη διαδικασία; Κάτι τυχαίο; Δεν σκέφτεστε: «Θα γράψω το επόμενο μυθιστόρημα και θα είναι για τους τοξικοεξαρτημένους στη φυλακή».
Δεν αρκεί αυτό. Γι’ αυτό επιμένω ότι χρειάζονται δύο ιδέες. Δύο βασικά θέματα. Ενδεχομένως και τρία για να ξεκινήσεις το μυθιστόρημα. Το τυχαίο που λες το δημιουργεί η σύγκρουση των θεμάτων. Πρέπει να υπάρχει κι ένα στοιχείο δυσκολίας για τον αφηγητή. Ένα μυστήριο μέσα στο μυθιστόρημα. Κάτι που ο αφηγητής δεν το ξέρει και θα το ανακαλύψει. Άρα, εκεί παίζει ένα ρόλο η τύχη.
Ας πάμε σε κάτι μη λογοτεχνικό. Η ακροδεξιά ανεβαίνει. Παντού. Το νεοναζιστικό κόμμα αρχίζει πάλι και παίρνει τα πάνω του. Πώς πιστεύετε ότι θα σταματήσει αυτό;
Το πρόβλημα δεν είναι εύκολο. Θα έλεγα ότι είναι θέμα παιδείας. Θα έπρεπε από τότε που έχουμε το θέμα της ακροδεξιάς και το προσφυγικό, κι όλα αυτά που εκμεταλλεύεται η άκρα δεξιά, το υπουργείο Παιδείας να έχει προσθέσει στα μαθήματά του ή να τα έχει διαμορφώσει έτσι, ώστε να ενημερώνονται πιο σωστά τα παιδιά. Δεν είναι δυνατόν το υπουργείο να μην εξηγεί στα παιδιά, όσον αφορά το μεταναστευτικό, πόσο οι Έλληνες μετανάστες, για να καταλάβουμε καλύτερα τους ξένους, έχουν συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας της Γερμανίας, του Καναδά, της Αμερικής, της Αυστραλίας και τόσων χωρών. Ότι εμείς είμαστε χώρα μεταναστών. Δεν είναι δυνατόν να αγνοούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι χωρίς πατρίδα, μπορούν να βοηθήσουν πάρα πολύ στην ανάπτυξη της χώρας μας. Αυτό που είναι απλό και αληθινό δεν το μαθαίνει ο μικρός Έλληνας μαθητής. Οπότε αφήνουμε περιθώρια. Ανοίγουμε πόρτες στην άκρα δεξιά.
Η αδυναμία του υπουργείο φάνηκε και στα θρησκευτικά. Η εκκλησία όρισε το περιεχόμενο ενός μαθήματος που είναι αρμοδιότητα του. Νομίζω ότι είναι παντοδύναμη η εκκλησία.
Οι άνθρωποι στην απελπισία τους προσπαθούν από κάπου να πιαστούν και επειδή στην Ελλάδα ζούμε, η εκκλησία είναι όπως ο στρατός, είναι ένα κεφάλαιο, μια δύναμη. Η κρίση ευνοεί και την άκρα δεξιά και την εκκλησία. Έχουμε μείνει πίσω σε πάρα πολλούς τομείς. Από τη μία η τουρκοκρατία, από την άλλη οι έλεγχοι των ξένων δυνάμεων, η ανεπάρκεια των πολιτικών, εξηγούν γιατί έχουμε μείνει πίσω και αποδεικτικό στοιχείο αυτής της καθυστέρησης είναι η ισχύς της εκκλησίας στην Ελλάδα. Βέβαια δεν έχουμε κάνει ποτέ καμία επανάσταση. Οι Γάλλοι πέρασαν μια Αναγέννηση, έναν Διαφωτισμό, έκαναν και μια επανάσταση, διαμόρφωσαν έναν κράτος. Σε μας δεν έχει συμβεί τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχουμε μια εκκλησία που αλωνίζει, αυτοπροβάλεται και δεν πληρώνει φόρους. Εντάξει, επειδή μοιράζει μια μερίδα μπακαλιάρο. Αν είναι δυνατόν.
Να σας πω και κάτι άλλο που με θλίβει σχετικά με την άνοδο της άκρας δεξιάς. Η άκρα δεξιά καλλιεργεί το μίσος προς όλες τις κατευθύνσεις, για όλες τις φυλές, για όλους τους άλλους. Υπάρχει μια υπεροψία αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι είναι και αγράμματοι και ξαφνικά διεκδικούν τα πάντα. Από τον Περικλή μέχρι τον Μέγα Βασίλειο. Η Ελλάδα έγινε χριστιανική τους πρώτους δέκα αιώνες. Η Μάνη δηλαδή τον ένατο προς τον δέκατο. Είναι χίλια χρόνια βρε παιδί μου που το θρήσκευμα στη χώρα είναι το χριστιανικό. Δεν είναι χαρακτηριστικό των χριστιανών το μίσος. Θεωρητικά. Πώς μέσα σε μια θρησκεία υπάρχει εν τέλει και το μίσος; Υπήρξε επί αιώνες στον τρόπο που οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν τους οπαδούς της παλιάς θρησκείας, τους ειδωλολάτρες. Έχουν σφάξει πάρα πολύ κόσμο. Νομίζω ότι η ιστορία των ισλαμιστών θυμίζει την ιστορία της επιβολής του χριστιανισμού τους πρώτους αιώνες. Εντούτοις, ούτε το Ισλάμ πρεσβεύει το μίσος. Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν άνθρωποι της σημερινής εκκλησίας να έχουν αγαστές σχέσεις με το κόμμα που μισεί όλον τον κόσμο; Η σχέση θρησκείας-μίσους είναι φαινόμενο που με αφήνει κατάπληκτο.
Από τα γραφόμενα σας και από τις συνεντεύξεις σας στις οποίες ασκείτε κριτική στην εκκλησία, έχει κάποιες αντιδράσεις;
Ε, με έχουν απειλήσει ότι θα μου σπάσουν το κεφάλι και αναγκάστηκα να αλλάξω τον αριθμό τηλεφώνου. Έχω όμως και αντιδράσεις φιλικές. Μου έχει συμβεί να είμαι σε μια ταβέρνα στο Κολωνάκι και σε μια άλλη να κάθεται ένας παπάς. Πλήρωσε, έφυγε και το γκαρσόνι, αφού έφυγε, μου έφερε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί από τον παπά. Είχε δει ότι έπινα κόκκινο κρασί.
Στη συνέντευξη Τύπου που δώσατε, είπατε ότι ο λογοτέχνης είναι σαν τον ξυλουργό. Πρέπει να ξέρει να φτιάχνει ντουλάπα. Μήπως μερικές φορές τον περιορίζει;
Ενδιαφέρον αυτό. Χρειάζεται αυτοπεριορισμός. Να σας πω το αντίθετο. Αν δεν είναι ντουλάπα και είναι ένα πράγμα τελείως χύμα, κινδυνεύει να γίνει οτιδήποτε, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς λογική. Κινδυνεύει να γίνει ένα κείμενο που δεν θα διαβάζεται. Για μένα η ντουλάπα συμβολίζει το στέρεο, πως χρειάζεται μαστοριά το μυθιστόρημα. Φοβάμαι μήπως είναι πρόχειρο και εύκολο να ξεφύγεις προς όλες τις μεριές επειδή έτσι. Φοβάμαι ότι τείνει να γίνει αυτή ελευθερία έλλειψη αυστηρότητας στην κατασκευή του παραμυθιού. Από την άλλη, είναι μια ελευθερία και η ντουλάπα. Μέσα μπορείς να βάλεις οτιδήποτε.
Όταν ξεκινάτε έχετε στο μυαλό σας το τέλος;
Όχι και δεν θέλω να το έχω. Αυτό θα ήταν αυτοπεριορισμός. Το τέλος προκύπτει στην πορεία και έχω το άγχος μέχρι να φτάσω σε αυτό ότι δεν θα το βρω. Το σκέφτομαι σε όλο το βιβλίο. Βλέπω πώς πάει περίπου, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος πώς θα γίνει.
Έρχεται ξαφνικά;
Ναι, ξαφνικά. Μια στιγμή που λες «έτσι θα γίνει». Και ησυχάζεις ψυχικά ρε παιδί μου. Στο μυθιστόρημα οι ήρωες πρέπει να σου επιφυλάσσουν και κάποιες εκπλήξεις. Πρέπει κάθε πρόσωπο να κάνει πράγματα που εσύ δεν περιμένεις. Οι ήρωες αποκτούν, σιγά-σιγά, ύπαρξη όταν γράφεις.
Έχετε γράψει ότι για να γράψει κανείς πρέπει να είναι χορτάτος.
Ναι. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι σε καλές συνθήκες. Να έχει μια στέγη, ένα πιάτο φαί, να είναι ήρεμος. Είναι πολυτέλεια το γράψιμο.