Βασίλης Αλεξάκης: «Το Κλαρινέτο»

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, «Το Κλαρινέτο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο την ερχόμενη Δευτέρα

| 18/11/2016

Ο Βασίλης Αλεξάκης που ζει και εργάζεται από το 1969 στη Γαλλία όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίου στην εφημερίδας «Le Monde» και του οποίο το συγγραφικό έργο είναι εξίσου αναγνωρισμένο τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία με σημαντικά βραβεία. Γράφει και στις δυο γλώσσες και συνήθως μεταφράζει ο ίδιος τα έργα του. Έργα του έχουν εκδοθεί σε 11 χώρες.

Το «Κλαρινέτο» φέρει τον συγγραφέα να κυκλοφορεί ανάμεσα στο Παρίσι και στην Αθήνα – στο πρώτο συνδιαλέγεται με την μοιραία ασθένεια του φίλου και εκδότη του ενώ στην Ελληνική πρωτεύουσα έρχεται αντιμέτωπος με την οξεία κρίση και τους ανθρώπους που καταστρέφονται από αυτή. Μεταξύ μητρικής γλώσσας και γαλλικής γραφής και με το ερώτημα, «γιατί ξεχνάμε»;

[hr]

«Ο Δημήτρης μιλούσε με τον Φώτη: είχαν φέρει και οι δύο τα μπουζούκια τους.

– Θα παίξετε; τους ρώτησα.

Το κέφι των χορευτών είχε μειωθεί αισθητά. Μου δημιουργήθηκε ξαφνικά η περιέργεια να δω αν η λέξη μπουζούκι, bouzouki, είναι καταγεγραμμένη στο γαλλικό Μεγάλο Ρομπέρ. Άνοιξα τον πρώτο τόμο του λεξικού πάνω στο πέτρινο τραπέζι, το οποίο οι καπνιστές είχαν σιγά σιγά εγκαταλείψει. Δεν υπάρχει: η διαπίστωση αυτή με έθιξε, δεδομένου ότι μιλάω γι’ αυτό το όργανο σε όλα μου τα βιβλία. «Ούτε το μπουζούκι δεν κατάφερα να επιβάλω στη Γαλλία» σκέφτηκα. Και η λέξη ούζο ήταν άραγε παρούσα; Άνοιξα και τον πέμπτο τόμο: ε ναι, λοιπόν, είναι, τη συνοδεύει μάλιστα μια φράση της Σιμόν ντε Μποβουάρ, «συζητούσαμε πίνοντας ούζο σ’ ένα ταβερνάκι». Έκρινα ότι ένα παράθεμα από δικό μου βιβλίο θα ταίριαζε πολύ καλύτερα σ’ αυτό το σημείο. Δίπλα μου, ο Λάζαρος και η Δάφνη, μια άνεργη πιανίστρια, συζητούσαν έντονα για τις οικονομικές συνέπειες της εγκατάστασης των ξένων στην Ελλάδα. Η Δάφνη υποστήριζε την άποψη της δεξιάς, ότι οι μετανάστες είναι ένα βάρος, ενώ ο Λάζαρος έλεγε το αντίθετο:

– Οι μετανάστες συνέβαλλαν πάντα στην ανάπτυξη των χωρών που τους φιλοξένησαν, είπε σε έντονο τόνο. H Γαλλία επωφελήθηκε ευρέως από τους ιταλούς και πολωνούς εργάτες, η Γερμανία από τους Έλληνες και τους Τούρκους, όπως και η Ελλάδα από τις ορδές των προσφύγων που ήρθαν από τη Μικρά Ασία το ’22.

Τον άκουγε ενοχλημένη. «Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει γνώμη» σκέφτηκα. «Ακόμη και η πιο τρανή απόδειξη ότι σφάλλει δεν θα αρκούσε για να τη μεταπείσει». Ο Στρατής παρενέβη στη συζήτηση:

– Εάν παραμένει κάποια υποψία γεωργικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας στην Τήνο, την οφείλουμε κυρίως στους αλβανούς εργάτες.

Η Δάφνη σηκώθηκε από το τραπέζι: βγήκε στη βεράντα να βρει εκείνη την ωραία γυναίκα που μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Έφυγε με τη φίλη της όταν ο Δημήτρης και ο Φώτης ξεκίνησαν να παίζουν.

– Σιχαίνομαι τα ρεμπέτικα, μου είπε εμπιστευτικά.

Πριν διαβεί το κατώφλι, της ήρθε η αλλόκοτη ιδέα να φιλήσει τον τοίχο δίπλα στην πόρτα, ν’ αφήσει εκεί το αποτύπωμα από το κραγιόν της.

Η ελληνική αστική τάξη δεν αγάπησε ποτέ το ρεμπέτικο, που θυμίζει Ανατολή κι άνθισε στις υποβαθμισμένες και κακόφημες γειτονιές των λιμανιών από τη δεκαετία του ’30. H λέξη ρεμπέτικο βγαίνει από την τουρκική ρεμπέτ, που σημαίνει αλητόβιος. Είναι πολύ πιθανόν να έχω δώσει κι αλλού αυτές τις πληροφορίες: αν επιμένω, είναι επειδή δεν απελπίζομαι να πείσω τους συντάκτες του Ρομπέρ να συμπεριλάβουν το λήμμα αυτό, καθώς και τον όρο μπουζούκι, στο κατά τα άλλα εξαίρετο έργο τους.

To ρεμπέτικο κοιτάζει με ύφος συνοφρυωμένο την Ελλάδα: είναι μια χώρα όπου βρέχει πολύ, κάνει κρύο, τυλιγμένη ενίοτε σε μια παχιά ομίχλη. Οι νύχτες είναι ατελείωτες, ιδίως για αυτούς που κοιμούνται στον δρόμο, χωρίς να έχουν τίποτε για να σκεπαστούν εκτός από το σκοτάδι. O ήρωας του ρεμπέτικου είναι κατά κανόνα ένα άτομο τελείως αδέκαρο, ένας απόκληρος της κοινωνίας, που ούτε οι φίλοι του δεν θέλουν πια να τον δουν: στην Ελλάδα δεν μπορεί κανείς να βασίζεται σε κανέναν. Είναι φυσικά περίγελο των γυναικών, οι οποίες, ως γνωστόν, δεν ενδιαφέρονται παρά για την τουαλέτα τους και την άνεσή τους. Μάταια φωνάζει ότι μπορεί να μην έχει χρήματα, αλλά ότι διαθέτει χρυσή καρδιά, το επιχείρημα δεν πιάνει. Πώς κατάντησε όμως έτσι; Δεν τον έχουν απολύσει, μήπως ζούσε από δουλειές του ποδαριού όπως οι μετανάστες; Συχνά ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα της μοίρας ή μιας γυναίκας, η οποία, αφού του τα πήρε όλα, τον κατηγορεί ότι δεν έχει πια τίποτε. Δεν προτίθεται να πάρει την τύχη του στα χέρια του: το μόνο που γυρεύει είναι να ξεχάσει την κακομοιριά του πίνοντας, καπνίζοντας χασίσι ή παίζοντας μπουζούκι. Το ρεμπέτικο καλλιεργεί την ιδέα ότι η μουσική αξίζει όλα τα πλούτη του κόσμου.

Άκμασε σε μία εποχή αυστηρής λογοκρισίας, πράγμα που εξηγεί ίσως ότι αποφεύγει να κρίνει τους πολιτικούς θεσμούς και τα κόμματα. Κι όμως το απολαμβάνουν οι νέοι: πολλά κέντρα στα Εξάρχεια παίζουν αποκλειστικά αυτή τη μουσική. Μήπως επειδή σκιαγραφεί έναν κόσμο εντελώς αδιέξοδο, που μοιάζει απελπιστικά με τον σημερινό; Η συναυλία που έδωσαν ο Φώτης και ο Δημήτρης μέχρι τις δύο τα ξημερώματα είχε πάντως μεγάλη επιτυχία. Καθίσαμε και πάλι χάμω για να τους ακούσουμε. Ο Γιώργος, εγκατεστημένος στην πρώτη σειρά, αποπειράθηκε να στρίψει ένα τσιγάρο ακόμη πιο μακρύ από αυτό που είχε καπνίσει στην κουζίνα. Οι μουσικοί είχαν πάρει θέση στον καναπέ. Μίλησαν για τη φτώχεια («Δεν με φοβίσαν κύματα, χιόνια κι ανεμοβρόχια / όσο με φόβισες εσύ, καταραμένη φτώχεια»), την απελπισία («Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα / του θανάτου η καμπάνα και για μένα»), τις πονηριές των γυναικών (η γαλλική έκφραση σερσέ λα φαμ, που σημαίνει ότι για όλα φταίει μια γυναίκα, είναι το ρεφρέν ενός τραγουδιού του Τσιτσάνη), την ερωτική απογοήτευση («Άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω»), τη νοσταλγία του μετανάστη που βολοδέρνει μακριά από τη χώρα του και τη μάνα του («Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά») Ανακάλεσαν στη μνήμη μου λέξεις που είχα ξεχάσει: κουρελιάρης, μπατίρης, αλάνης, μπαμπέσα. Πώς θα μπορούσε να αποδοθεί στα γαλλικά ο όρος ξενιτιά; Υποδεικνύει ταυτόχρονα τον ξένο τόπο αλλά και τον καημό που νιώθει κανείς εκεί.

Ο χορός που ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτή τη συννεφιασμένη μουσική, το ζεϊμπέκικο, άλλη μια τούρκικη λέξη, είναι μοναχικός και πένθιμος. Τον εκτελεί κανείς χωρίς να κάνει σπουδαία πράγματα, ρίχνοντας το βάρος του πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο, με το στήθος προτεταμένο και το κεφάλι σκυφτό, σαν να ψάχνει τα κλειδιά του καταγής. Πότε πότε περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, ανασηκώνοντας αρκετά το ένα πόδι, ώστε να μπορέσει να φτάσει το πέλμα του με το χέρι και να το χτυπήσει, αλλά γρήγορα επανέρχεται στην αρχική του στάση και συνεχίζει να παραπαίει σαν μεθυσμένος. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, συγγραφέας μιας περίφημης πραγματείας για το ρεμπέτικο, θεωρεί ότι ο χώρος που καταλαμβάνει ο χορευτής δεν πρέπει να ξεπερνά τα τέσσερα τετραγωνικά: είναι ένας χορός δηλαδή που θα μπορούσα κάλλιστα να χορέψω στην γκαρσονιέρα μου της οδού Ζυζ. Η κόρη του Φώτη ήταν η πρώτη που σηκώθηκε για να μας κάνει μια επίδειξη: αλλά ήταν υπερβολικά ανάλαφρη για να μπορέσει να αποδώσει τον χορό και σαν να μην έφτανε αυτό γελούσε ακατάπαυστα. Δεν άργησε να τη μιμηθεί η Αθηνά, που χόρεψε εξαιρετικά, ελέγχοντας αυστηρά κάθε της κίνηση, αλλά και με περίσσια χάρη. Όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσε μια θύελλα χειροκροτημάτων.

Ο ηλικιωμένος ποιητής είχε βγει στη βεράντα, συνοδευόμενος από τον Θανάση. Θυμήθηκα ότι οι κομμουνιστές πάντα καταλόγιζαν στους συνθέτες αυτών των τραγουδιών την έλλειψη πολιτικής συνείδησης. Υπάρχουν βέβαια κάποια έργα που καταγγέλλουν τη σάπια κοινωνία και την τυραννία των παραλήδων, αλλά μάλλον δεν είναι αρκετά για τα κομματικά στελέχη. Αυτά προτιμούν ασφαλώς τον Μίκη Θεοδωράκη, που τοποθετείται σαφώς στο πλευρό των εργατών και τους καλεί με οίστρο να ξεσηκωθούν. Ήμουν περίεργος ν’ ακούσω τι έλεγαν αυτοί οι δύο. Ε λοιπόν, ο Θανάσης προβληματιζόταν σχετικά με την επιτυχία του Ρεμπώ, που είναι ο πιο πολυδιαβασμένος γάλλος ποιητής στην Ελλάδα.

– Ο Ρεμπώ μεταφράζεται πιο εύκολα από τον Μποντλέρ, του οποίου ο ρυθμός δύσκολα αποδίδεται σ’ άλλη γλώσσα, του εξήγησε ο ποιητής. Η ζωή του Ρεμπώ έχει αφετέρου μια μυθική διάσταση, που γοητεύει τους νέους. Το ξέρατε ότι είχε κάνει στάση στη Σύρο ταξιδεύοντας για την Αφρική; Ο ερωτισμός του θυμίζει κάπως εκείνον του Καβάφη. Ο Μάνος Χατζιδάκις συνέβαλε ίσως στη δημοτικότητά του αφιερώνοντάς του ένα τραγούδι: «Αρθούρε Ρεμπώ, απόψε θα μπω στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι». Μετά τον πόλεμο διαβάζαμε κυρίως Ελυάρ και Αραγκόν, περισσότερο νομίζω για λόγους ιδεολογικούς παρά αισθητικούς.

Του έκανα κι εγώ μια ερώτηση:

– Έχετε κρατήσει τις σημειώσεις που γράφατε πρόχειρα στο Παρίσι μόνο και μόνο για να μην ξεχάσετε τα ελληνικά;

– Ναι, τις έχω κρατήσει, αλλά δεν τολμώ να τις ξαναδιαβάσω, φοβάμαι ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον. Από την άλλη, είναι ποτέ δυνατόν ένα κείμενο να μην παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον;
Οι δύο Γιώργηδες φύγαν τελευταίοι, αφού μου ευχήθηκαν και πάλι. Ο ένας είναι εβδομήντα ενός, ο άλλος, αυτός που ξέρεις, εξήντα τεσσάρων. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να τους αλλάξω το όνομα, ώστε να τους ξεχωρίζει κανείς πιο εύκολα. Αλλά εγκατέλειψα αυτή την ιδέα, γιατί πρόκειται για αληθινούς φίλους: δεν μπορούσα να αλλοιώσω την ταυτότητά τους.

Ήταν περασμένες τέσσερις τα ξημερώματα όταν η σιωπή επέστρεψε σπίτι. Μάζεψα τα ποτήρια και τα πιάτα που ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, τα έβαλα μέσα σε τρεις μεγάλες πλαστικές σακούλες, τις οποίες έκλεισα επιμελώς μ’ έναν σπάγκο. Μετά έκατσα στο πέτρινο τραπέζι, έβαλα ένα τελευταίο ποτήρι και άναψα την πίπα μου. Μου φάνηκε ότι η βραδιά είχε λήξει χωρίς επίλογο, ότι δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιος χτύπησε το κουδούνι. Φαντάστηκα ότι ήταν ένας από τους δύο Γιώργηδες, μα όχι: μπροστά στην πόρτα στεκόταν η γυναίκα που είχα δει λίγες ώρες νωρίτερα στην τηλεόραση. Στα χέρια της βαστούσε το κόκκινο τελάρο.

– Είδα πολύ κόσμο να βγαίνει από το σπίτι σας. Μου είπαν ότι γιορτάζατε τα γενέθλιά σας. Δεν τους ρώτησα πόσα κλείσατε, αλλά εσάς μπορώ να σας ρωτήσω, έτσι δεν είναι; Πόσων χρονών είστε λοιπόν;

– Εξήντα εννιά.

– Νέος είστε ακόμη! αναφώνησε χαρωπά.
Πολύ θα ήθελα να της προσφέρω ένα ποτό για να την ευχαριστήσω, αλλά δεν μου άφησε τον χρόνο. Έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε με το γνωστό γοργό της βήμα.

Μηχανικά έβαλα το χέρι μου στην τσέπη μου και βρήκα το κερί των γενεθλίων μου. Το τακτοποίησα στο κουτί όπου βάζω τα μολύβια μου.».

%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%bb%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bb%ce%b5%ce%be%ce%ac%ce%ba%ce%b7%cf%821

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.