«Κάθε χαμάλης μπορεί με τα χέρια του και το μυαλό του να αλλάξει τον κόσμο»
Συζητώντας με τον Βασίλη Φλώρο με αφορμή τον δίσκο του, «Αλμαγέστη ενός χαμάλη»
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δεύτερος προσωπικός του δίσκος, με τίτλο «Αλμαγέστη ενός χαμάλη». Έντονη ποιητικότητα και δυνατές εικόνες στον στίχο, γνώριμο και στιβαρό το μουσικό κλίμα που αντλεί από τη νεότερη τραγουδοποιία με επιρροές από τη δημοτική και ρεμπέτικη μουσική. Ο ίδιος υπογράφει τους στίχους και τη μουσική, και μοιράζεται την ερμηνεία μαζί με την Κατερίνα Αναγνώστου, την Μαρίνα Δακανάλη, την Ασπασία Στρατηγού και τον Δημήτρη Μυστακίδη, ενώ τρία έμμετρα αφηγείται εμβόλιμα ο πανεπιστημιακός Γιώργος Γραμματικάκης.
Ladies and gentlemen, ο νέος τραγουδοποιός Βασίλης Φλώρος!
«Αλμαγέστη ενός χαμάλη» λοιπόν. Τί είναι η Αλμαγέστη, για μας τους μη γνωρίζοντες αστρονομία;
Η Αλμαγέστη αποτελεί το αρχαιότερο αστρονομικό σύγγραμμα. Γράφτηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο περί το 140 μ.Χ., γνωστή αρχικά ως «Μεγίστη Μαθηματική Σύνταξις». Περί τον ένατο αιώνα οι Άραβες μετέφρασαν το έργο δίνοντάς του αρχικά τον τίτλο «Κιτάπ», που σήμαινε βίβλος, αφήνοντας αμετάφραστη τη λέξη «Μεγίστη» και προσθέτοντας το αραβικό άρθρο «Αλ». Ο τίτλος του μεταφρασμένου από τους Άραβες έργου ήταν «Κιτάπ Αλ Μετζίστι». Ακολούθησαν νεότερες δυτικές μεταφράσεις και ο τελικώς διαμορφωμένος τίτλος του, έπειτα από σύντμηση των προηγουμένων αποτέλεσε ο όρος «Αλμαγέστη». «Μεγίστη», λοιπόν, εξαιτίας του τεράστιου όγκου του έργου (13 τόμοι), αλλά και της τεράστιας σπουδαιότητάς του. Σύγχρονοι αστρονόμοι αντλούν ακόμη και στις μέρες μας πληθώρα αστρονομικών στοιχείων μέσα από την Αλμαγέστη.
Και τί συμβολίζει η συνάντηση ενός χαμάλη με αυτήν;
Με αυτοβιογραφικά κριτήρια, τη σύγκρουση δύο στοιχείων της γραφής μου, του λόγιου και του λαϊκού, τα οποία συνυπάρχουν και αλληλοσυγκρούονται μέσα μου. Ο συμβολισμός θα μπορούσε όμως να αποκτήσει και ταξικό χαρακτήρα, μιας και έχω βαθειά πίστη πως, κόντρα στους ακραία νεοφιλελεύθερους καιρούς, κάθε χαμάλης, άνθρωπος καθημερινός και γήινος, του μόχθου, μπορεί με τα χέρια ή με το μυαλό του, την τέχνη ή την τεχνική του, να δημιουργεί υλικά ή πνευματικά έργα ικανά να αλλάξουν τον ίδιο, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο γύρω του. Έχει δικαίωμα στη δική του Αλμαγέστη.
Στον δίσκο υπάρχουν εμβόλιμες αφηγήσεις στίχων σας από τον καθηγητή Γιώργο Γραμματικάκη. Γιατί επιλέξατε να είναι παρών στον δίσκο;
Αιτία αποτέλεσε η εκτίμησή μου στο τεράστιο πνευματικό έργο του κυρίου Γιώργου Γραμματικάκη. Από την «Κόμη της Βερενίκης» και το δέος που μου προκάλεσε, αντιλαμβανόμενος για πρώτη φορά το μεγαλείο και την μοναδικότητα της ασημαντότητας του ανθρώπου, έως τον «Αστρολάβο του ουρανού και της ζωής» και την συνειδητοποίηση ότι έννοιες και κόσμοι φαινομενικά αντίθετοι, όπως η τάξη και η αταξία του κόσμου, η απόλυτη συμμετρία και το χάος, το μηδέν και το άπειρο, έχουν τομή διάφορη του κενού, είτε στο μακρόκοσμο του αχανούς Σύμπαντος, είτε στο δικό μας κοινωνικό και καθημερινό μικρόκοσμο. Αφορμή της συνάντησής μας, ποια άλλη από την Αλμαγέστη, η οποία στις αφηγήσεις του κυρίου Γιώργου βρήκε τον πιο άξιο εκφραστή της. Από τη μία, η βαθειά πίστη μου σε αυτό που κάνω και από την άλλη η άγνοια κινδύνου με προέτρεψαν να χτυπήσω την πόρτα του. Και χαίρομαι πολύ που εκτός από σπουδαίος συγγραφέας και επιστήμονας ο κύριος Γιώργος είναι και ένας ξεχωριστός άνθρωπος.
Ακούγοντας τον δίσκο, έρχεται πολύ φυσικά η σύνδεση του δημιουργού του με τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης». Την αποδέχεστε ως καταγωγή; Και πώς ήρθατε σε επαφή με το εν λόγω ερέθισμα;
Με τιμά ιδιαίτερα η σύνδεσή σας, μιας και η αισθητική των λεγομένων «εκπροσώπων» της συγκεκριμένης σχολής σμίλεψε σε ένα σημαντικό βαθμό το μουσικό μου χαρακτήρα. Αν και το κύριο μέρος των ηχογραφήσεων του δίσκου πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης (στο στούντιο του Γιώργου Μπακάλη στα Βασιλικά) και πολλοί από τους συνεργάτες μου θεωρούνται «εκπρόσωποι» της σχολής, θα μου επιτρέψετε να μην αποδέχομαι χαρακτηρισμούς – δημιουργήματα των μέσων και διαφόρων κέντρων διαμόρφωσης πολιτισμού, που ως αποκλειστικό σκοπό έχουν την εμπορική αξιοποίησή τους – για να δανειστώ έναν όρο της εποχής – πάντα με θύμα το ανυπεράσπιστο κοινό.
Σας απασχόλησε καθόλου η διαφοροποίησή σας από το ύφος καθιερωμένων καλλιτεχνών, όπως π.χ. ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Σωκράτης Μάλαμας; Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ζητούμενο η έκπληξη, το απρόσμενο, η υπέρβαση της καθιερωμένης μορφής;
Θεωρώ την αυτολογοκρισία εκούσιο περιορισμό της ελευθερίας. Το ζητούμενο στη μουσική δημιουργία είναι το βίωμα και το μοίρασμα. Η πρωτοτυπία και η εξέλιξη ενυπάρχουν ως αναμνήσεις στις μουσικές του Σύμπαντος. Συν τοις άλλοις, ό,τι γίνεται επιτηδευμένα ή με το στανιό, αργά ή γρήγορα ξεφτίζει στην κλεψύδρα του χρόνου, αφού στερείται αγνών προθέσεων και αλήθειας.
Επιτρέψτε μου όμως, μια μικρή, εύλογη νομίζω, απορία. Τις περισσότερες φορές με ρωτούν για τις αναφορές και την καταγωγή της μουσικής μου, ποτέ όμως για τους στίχους μου. Να υποθέσω ότι ο τομέας μουσική ή μάλλον μουσικοί, έλκει περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού απ’ ό,τι ο λόγος; Επίσης, θα μπορούσα να σας αναφέρω ότι αναγνωρίζω αρκετά κοινά στοιχεία της δημιουργίας μου με το έργο δημιουργών όπως ο Γιώργος Μιχαήλ, ο Μιχάλης Χανιώτης ή ο Ισίδωρος Παπαδάμου. Επιπροσθέτως, η ανώνυμη δημοτική παράδοση καθόρισε σημαντικά τον τρόπο και το περιεχόμενο της γραφής μου. Εν πάση περιπτώσει, ας προσπαθήσουν και οι δημιουργοί και το κοινό, αλλά και οι άνθρωποι των μέσων να γίνουν λίγο πιο αυτόφωτοι για να πάμε την υπόθεση «σύγχρονος ελληνικός λαϊκός πολιτισμός» ένα βήμα παραπέρα.
Και βέβαια εκτός από σύνθεση και λόγο, υπάρχει και η εκτέλεση. Εντύπωση μου προκάλεσαν τα ονόματα στην ορχήστρα του δίσκου: Γκουβέντας, Λαμπράκης, Μυστακίδης… Συνδιαμορφώνουν κατά κάποιο τρόπο οι μουσικοί την τελική δημιουργία;
Το πιο σημαντικό για εμένα είναι η αποδοχή και η στήριξη της δουλειάς και της προσπάθειάς μου στη δισκογραφία, αλλά και στις ζωντανές εμφανίσεις, από μέρους των συνεργατών μου. Είναι ανεκτίμητη προίκα και κινητήριος δύναμη για τη δύσκολη συνέχεια. Πόσο μάλλον όταν η αναγνώριση αυτή προέρχεται από μάστορες του είδους, που ως εν δυνάμει δημιουργοί μπολιάζουν τα τραγούδια με το αστείρευτο μεράκι τους και τα τόσο ιδιαίτερα παιξίματά τους, δίνοντας σάρκα και οστά στις μελωδίες που κουβαλώ μέσα μου. Και τους είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Κυρίως όμως για το ότι με θεωρούν φίλο τους.
Το τραγούδι «Αλμαγέστη» το αφιερώνετε στη μνήμη του Νίκου Παπάζογλου. Γιατί; Σας λείπει;
Είναι αλήθεια ότι το τραγούδι προοριζόταν για το Νικόλα. Μέσω κοινών γνωστών, του έστειλα του στίχους. Κι απ’ ότι έμαθα, πρόλαβε να τους διαβάσει. Αυτό που λείπει, πέρα από το ιδιαίτερο ταλέντο και τη φυσική παρουσία του ανθρώπου και δημιουργού, είναι ο τρόπος του. Το αξιακό και αισθητικό του πρότυπο, αποτέλεσμα μίας βαθιά φιλοσοφημένης οπτικής και στάσης ζωής.
«Λεία στ’ αδέσποτα κι αυτός / που θέλησε να ζήσει αλλιώς» γράφετε. Ποιο μπορεί να είναι σήμερα το νόημα μιας αλλιώτικης ζωής;
Δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διεκδίκηση της ατομικής και συλλογικής κατ’ επέκταση ελευθερίας. Δέσμιοι εγχώριων και εξωτερικών θεσμών, με το στοιχειό του φασισμού να βρυχάται όλο και περισσότερο, ο σημερινός άνθρωπος ζει σε μια ψευδαίσθηση δημοκρατίας. Είναι θύμα της πληρωμένης ψυχαγωγίας και ενημέρωσης, οι οποίες ως μάγισσες πλάνες χειραγωγούν τη λεγόμενη κοινή γνώμη, διαμορφώνοντας συνειδήσεις συντηρητισμού και ηττοπάθειας. Αυτά τα δεσμά καλείται να λύσει εκείνος που με όπλο την παιδεία και τον πολιτισμό του, το πρότυπο αξιών και αισθητικής που τον κάνει να διαφέρει από τον όχλο, προτάσσει μία ζωή σίγουρα διαφορετική, δίκαιη και ελεύθερη.
Και τί μπορεί να κάνει η τραγουδοποιία για να τη φέρει πιο κοντά;
Η δημιουργία εν γένει αποτελεί πράξη αντίστασης στην οκνηρία και στην παθητικότητα. Η ίδια προέρχεται από – αλλά και γεννά ταυτόχρονα – την αμφισβήτηση.
Τί ετοιμάζετε για το καλοκαίρι; Μπάνια, συναυλίες, ή και τα δύο;
Έπειτα από έναν γεμάτο συναυλιακό χειμώνα, όπου είχαμε την ευκαιρία, με αφορμή την «Αλμαγέστη ενός χαμάλη» να συστηθούμε μουσικά σε μουσικές σκηνές και χώρους πολιτισμού σε όλη την Ελλάδα, από την Κάρυστο της Νότιας Εύβοιας έως και την ακριτική Φλώρινα, συνεχίζουμε ακάθεκτοι και το φετινό καλοκαίρι. Πολλές φορές συνδυάζοντας μουσική αλλά και βίωμα, γιατί μουσική είναι ο λόγος, η γενεσιουργός αιτία, αλλά και η ιστορία και λαογραφία ενός τόπου. Έτσι κι εμείς, για παράδειγμα, όταν με το καλό κατέβουμε στην ονειρεμένη Γαύδο στα μέσα του ερχόμενου Ιούλη για να συμμετάσχουμε στο Φεστιβάλ της Άμμου στο Υπαίθριο Θέατρο Σαρακήνικο, δεν θα παραλείψουμε να πιούμε ένα τσιπουράκι στη Χελώνα του Νικόλα ή στο ταβερνάκι, γνωστό ως σπίτι του Άρη Βελουχιώτη και των λοιπών εξόριστων κομμουνιστών.