Βελιμίρ Χλέμπνικοφ: Μιλώντας με τον ουρανό στο «εσύ»
130 χρόνια από τη γέννηση του πιο ευφυώς καταστροφικού παιδιού της ρωσικής πρωτοπορίας
«Όταν έφερνε υλικό για τύπωμα ο Χλέμπνικοφ συνήθως πρόσθετε: “Αν κάτι δεν είναι εντάξει – ξαναφτιάξτε το”. Απαγγέλοντας, καμιά φορά διέκοπτε στη μέση της φράσης και απλά δήλωνε: “Λοιπόν, και τα λοιπά”.
Σε αυτό “και τα λοιπά” βρίσκεται όλος ο Χλέμπνικοφ: Έθεσε το πρόβλημα της ποιητικής, δίνοντας τον τρόπο για την επίλυσή του, και τη χρήση της λύσης για πρακτικούς λόγους – την έδινε σε άλλους».
(Μαγιακόφσκι, 1922)
Αν κάποτε προκύψει κάποια ανάγκη να αποδοθεί με μια εικόνα η ποιητική αθωότητα – αφού προηγουμένως είχαμε συμφωνήσει για το τί είναι αυτή και ότι υπάρχει – ίσως μια φωτογραφία του Βελιμίρ Χλέμπνικοφ να ήταν αρκετή.
Όχι με τον τρόπο της ενήλικης αφέλειας. Αλλά με τον τρόπο του παιδιού που ανακαλύπτει τον κόσμο. Ενός τρομερού παιδιού όμως, που δεν έχει και δεν οφείλει να γνωρίζει οποιονδήποτε ενδοιασμό για τις πράξεις του. Με μια ιδιοφυία η οποία, ωστόσο, μέσα στην αγνότητά της, δεν έχει συνείδηση της ύπαρξής της, αλλά την αντανακλά στα ερείπια της έπαρσης, της κενότητας, του αμοραλισμού και του κυνισμού που αφήνει πίσω της θριαμβευτικά, σε μια ατέρμονη πορεία αποδόμησης ενός γερασμένου κόσμου.
«Κολόμβος νέων ποιητικών ηπείρων» για τον Μαγιακόφσκι, ο αμετανόητος φουτουριστής, ένα από τα συγκλονιστικότερα ευρωπαϊκά πνεύματα του 20ού αιώνα, η «επιτομή» της ρωσικής ψυχής – ικανός, δηλαδή, να αγκαλιάζει το σύμπαν – αυτός που καταχωρήθηκε στα μητρώα ως Βίκτωρ Βλαντιμίροβιτς Χλέμπνικοφ, αλλά θα περνούσε στην αιωνιότητα σαν Βελιμίρ, «απέραντος κόσμος», είδε το πρώτο φως της μέρας σαν σήμερα, ακριβώς 130 χρόνια πριν, στις 28 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1885, στα Μάλιε Ντερμπέτι της Καλμίκιας, στο ρωσικό νότο.
Τυπικά, για την ιστορία της λογοτεχνίας, ο Χλέμπνικοφ είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και πεζογράφους και εκ των ισχυρότερων εκπροσώπων της ρωσικής πρωτοπορίας.
Όχι και άσχημα για μια ζωή μόλις 37 χρόνων.
Ως είθισται, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις, η πραγματικότητα είναι σαφώς πιο ουσιαστική και μακράν τραγικότερη.
Η αρχή, πάντως, ήταν ιδανική. Σε μια σπάνια, από στατιστικής άποψης για την εποχή, ευτυχή συγκυρία, ο Βελιμίρ γεννήθηκε σε οικογένεια διανοουμένων. Ο πατέρας του ήταν βιολόγος – ορνιθολόγος και η μητέρα του πτυχιούχος ιστορικός και εκπαιδευτικός που φρόντισε ιδιαίτερα για τη μόρφωση των παιδιών της.
Η οικογένεια άλλαζε συχνά τόπους κατοικίας και το 1903, ο Βελιμίρ γράφεται στη φυσικο-μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου του Καζάν, ενώ δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και για τη ζωολογία.
Συγκλονισμένος από την ταπεινωτική ήττα του ρωσικού στόλου στη ναυμαχία της Τσουσίμα το 1904 κατά τον καταστροφικό, για την τσαρική αυτοκρατορία, ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, ο Χλέμπνικοφ παίρνει έναν μάλλον πρωτότυπο όρκο: Να ανακαλύψει τους μαθηματικούς νόμους της ιστορίας. Τον «βασικό νόμο του χρόνου».
Η ίδια η ιστορία θα τον βοηθήσει: Ξεσπά η πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905 που τον βρίσκει στο δρόμο μαζί με τον εξεγερμένο λαό, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί.
«Ορμήξαμε στο μέλλον από το 1905» θα έγραφε αργότερα.
Το ανήσυχο πνεύμα του είναι αδηφάγο. Η φυσική, τα μαθηματικά και η βιολογία μπλέκονται «βίαια» με τη λογοτεχνία. Από το 1904 μάλιστα προσπαθεί να εκδώσει το θεατρικό του «Γιελένα Γκορντιάτσκινα» και με μπόλικο νεανικό θράσος το στέλνει στο εκδοτικό «Ζνάνιγιε» («Γνώση») του Γκόρκι.
Ανεπιτυχώς…
Από το 1904 και για τα επόμενα τρία χρόνια «οργώνει» τα βουνά τού Νταγκεστάν και των Ουραλίων με επιστημονικές αποστολές και δημοσιεύει ορνιθολογικές μελέτες… ενώ, ταυτόχρονα, αποφασίζει να μάθει ιαπωνικά προς αναζήτηση ιδιαίτερων τρόπων έκφρασης και, παράλληλα, ελκύεται από το έργο των Ρώσων συμβολιστών.
Το 1906 παύει πλέον να ενδιαφέρεται για την ορνιθολογία αλλά και για τις σπουδές και «επιστρέφει», οριστικά, στη λογοτεχνία και μάλιστα με έντονες μαξιμαλιστικές διαθέσεις: Η, επικών διαστάσεων, πρόζα του «Γιένια Βογιέικοφ» μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά αποτέλεσε εξελικτικό «σκαλί» για τον ίδιο. Πέφτει με τα «μούτρα» στην ποίηση και στη λεξιπλασία.
Το 1908 έρχεται σε επαφή με τους συμβολιστές μέσω του Βιτσισλάβ Ιβανόφ, ενώ διαγράφεται και τυπικά από το πανεπιστήμιο.
Την ίδια εποχή μπαίνει και στους κύκλους των εικαστικών – φυσικά ήταν και χαρισματικός ζωγράφος – εκδίδει το πρώτο του έργο, την πρόζα «Ο πειρασμός του αμαρτωλού» και λίγο αργότερα γνωρίζει την πιο ρηξικέλευθη καλλιτεχνική παρέα της εποχής: τους αδερφούς Μπουρλιούκ, Νταβίντ και Νικολάι, τον Αλεξέι Κρουτσιόνιχ και, το 1912, τον Μαγιακόφσκι.
Είναι η εποχή που ο φουτουρισμός στην Ρωσία αποκτά τόσα και τέτοια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον «απογαλακτίζουν» εντελώς από την ιταλική πνευματική του «μητρόπολη» και την εκεί διολίσθηση ενός τμήματός του στον εθνικισμό και την αντίδραση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτό που πλέον αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό καλλιτεχνικό ρεύμα, ο Ρωσικός Φουτουρισμός, ο οποίος αργότερα θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο, τόσο την Επανάσταση του Οχτώβρη, όσο και στην πνευματική σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Το 1912, οι αδερφοί Μπουρλιούκ, ο Χλέμπνικοφ, ο Κρουτσιόνιχ, ο Μαγιακόφσκι, ο Λίβσιτς και ο Καντίνσκι γράφουν το μανιφέστο του ρωσικού φουτουρισμού υπό τον πομπώδη και προκλητικό, φυσικά, τίτλο «Χαστούκι στο κοινό γούστο», αλλά στη έκδοσή του υπογράφεται μόνο από τους Χλέμπνικοφ, Μαγιακόφσκι, Κρουτσιόνιχ και Νταβίντ Μπουρλιούκ.
Αυτό το «αυθάδικο» πόνημα που τυπώθηκε σε μόλις 600 αντίτυπα ήθελε να πετάξει έξω από «ποταμόπλοιο» της σύγχρονης εποχής την Ακαδημία, τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, με την φωνακλάδικη, ταλαντούχα πιτσιρικαρία που το είχε εμπνευστεί, να βροντοφωνάζει: «Μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο του καιρού μας»!
Είναι μια περίοδος έντονης δημιουργικότητας, με τον Χλέμπνικοφ να εντυπωσιάζει και να εκπλήσσει ακόμη και τους ίδιους τους φίλους του φουτουριστές, με την άστατη και μποέμικη ζωή του, τόσο όσο με την εκρηκτική αποδόμηση και αναδόμηση του ποιητικού του λόγου. Διότι ήταν φανερό ότι ο Βελιμίρ δεν έγραφε ποίηση: Ζούσε μέσα σε αυτήν. Γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στην απόλυτη περιφρόνηση ακόμη και των στοιχειωδών αναγκών και αγαθών, αντικαθιστώντας τα με συνεχόμενα ταξίδια και με διανυκτερεύσεις σε σπίτια φίλων και γνωστών. ‘Η στο δρόμο.
Χαιρετίζει την Επανάσταση του Οχτώβρη («Η ελευθερία έρχεται γυμνή/ Ραίνοντας την καρδιά με λουλούδια/ Κι εμείς, μαζί της κατά πόδας βαδίζοντας/ Συζητάμε με τον ουρανό στο “εσύ” (…)») και το 1920 τον βρίσκει στο Χάρκοβο να γράφει πυρετωδώς. Σαν η κάθε μέρα, να είναι η τελευταία. Στο δημοτικό θέατρο της πόλης, σε ένα τυπικό φουτουριστικό δρώμενο, ο Χλέμπνικοφ θα «στεφθεί»… «αρχηγός της Υδρογείου σφαίρας» από τον Γιεσένιν.
Το 1921 δουλεύει στο Πιτιγκόρσκ, στα θρυλικά προπαγανδιστικά «παράθυρα» του «ΡΟΣΤΑ» (Ρωσικά Τηλεγραφεία) όπου δημιούργησε ουσιαστικά το σύνολο της ρωσικής πρωτοπορίας, από τον Μαγιακόφσκι μέχρι τον Αϊζενστάιν.
Βαριά άρρωστος επιστρέφει στα τέλη του 1921 στην Μόσχα και συναντά τους παλιούς του συντρόφους, ανάμεσά τους τον Μαγιακόφσκι και τον Κάμενσκι. Βάζει σε μια τάξη το χαοτικό ποιητικό υλικό του. Το Μάη του 1922 πηγαίνει με τον ζωγράφο Πάβελ Μιτούριτς στο χωριό Σαντάλοβο. Η αρρώστια του υποτροπιάζει ραγδαία. Στις 28 Ιουνίου φεύγει από τη ζωή.
«Μετά το θάνατο του Χλέμπνικοφ», γράφει ο Μαγιακόφσκι, «εμφανίστηκαν σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες άρθρα για τον Χλέμπνικοφ, έμπλεα συμπάθειας. Τα διάβασα με αηδία. Πότε, επιτέλους, θα τελειώσει η κωμωδία των μεταθανάτιων θεραπειών; Πού ήταν οι γράφοντες όταν ο ζωντανός Χλέμπνικοφ, φτυσμένος από την κριτική, ζωντανός ταξίδευε σε όλη τη Ρωσία; Ξέρω ζωντανούς, ίσως όχι ισότιμους του Χλέμπνικοφ, αλλά αναμένοντες το ίδιο τέλος.
Πετάξτε, επιτέλους, την ευλάβεια των υπεραιωνόβιων επετείων, το προσκύνημα των μεταθανάτιων εκδόσεων!
Για τους ζωντανούς άρθρα! Ψωμί στους ζωντανούς! Χαρτί στους ζωντανούς!».
Θα συμφωνούσε και ο Βελιμίρ:
«Δεν θέλω πολλά!/ Ένα κομμάτι ψωμί/ Μια γουλιά γάλα/ Κι αυτόν τον ουρανό/ Κι εκείνα τα σύννεφα»…