Βιασμός και super heroes- H περίπτωση της Jessica Jones
Πριν χαθούμε στο Ηells Kitchen και τον κόσμο του Danny -the Iron Fist- Rand, ας θυμηθούμε την προηγούμενη συνεργασία της Marvel και του Νetflix, το Marvels Jessica Jones, μια σειρά που έμελλε να αφήσει το δικό της σημάδι στην τηλεοπτική ιστορία που βλέπουμε να γράφεται με κάθε καινούργια σειρά…
Για να μην τα πολυλογούμε, η Jessica Jones είναι πολύ απλά από τα καλύτερα που έχει να επιδείξει η super-hero τηλεόραση από καταβολής της.
Μια σειρά σκοτεινή, ώριμη, μακριά από τον εύκολο εντυπωσιασμό του camp αλλά και εξίσου μακριά από τη στημένη σοβαροφάνεια των super heros των 00ς, η Jessica Jones παραδίδει ένα ψυχολογικό, προσωπικό δράμα με στοιχεία Film noir και ασχολείται με θέματα όπως η καταπίεση, η φρίκη του βιασμού και της κουλτούρας του, ενώ δεν ξεφεύγουν ούτε η η ομοφοβία και οι φυλετικές διακρίσεις. Την ίδια στιγμή ο αντισεξισμός είναι διάχυτος σε όλο το έργο με καθαρά και ενεργητικά στοιχεία. Ένας αντισεξισμός μάχιμος, που σε κάθε πλάνο διεκδικεί την προσοχή μας και ορίζεται ως ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του έργου, τόσο επειδή η πρωταγωνίστρια είναι μια δυναμική γυναίκα, όσο και από την ακομπλεξάριστη απόδοση των LGBTQI ατόμων.
Αυτά είναι θέματα που έχουμε ξαναδεί στα comic, η μεταφορά τους όμως στην τηλεόραση αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Μονάχα τώρα, όπου η Μarvel δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, κατάφερε να φέρει στην ζωή το ανθρώπινο σύμπαν της, τις λεπτές αποχρώσεις του ηθικού γκρι που τόσο πολύ αγαπάμε σε έργα που μας παίρνουν στα σοβαρά. Πράγματι, ηθικά διλήμματα είχαμε δει και στην προηγούμενη συνεργασία της Marvel με το Netflix, το εξαιρετικό Daredevil, ωστόσο η σειρά αυτή, στον πυρήνα της, παρέμενε ένα κλασσικό super-hero story, όπου ο Μat Murdok κινείται από την επιθυμία να βοηθήσει την γειτονιά του.
Αυτό στην Jessica Jones δεν υπάρχει, πρώτα και κύρια η Jones παλεύει με τους δικούς της δαίμονες, τις δικές της αναμνήσεις και τραύματα, όπως και με τον άνθρωπο που τα προκάλεσε, τον Purple man (ευχαριστούμε πραγματικά που δεν τον είπατε έτσι στην σειρά). Πρόκειται περισσότερο για μια προσωπική διαμάχη και πολύ λιγότερο για μια μάχη για τη σωτηρία της πόλης, παρόλο που η σειρά εξελίσσεται στο πολυτάραχο Hells Kitchen (το οποίο πρέπει να είναι ένα κλικ μόνο πιο ήσυχο από το Gotham). Ακόμα και οι σκηνές δράσης δεν έχουν ούτε την πολυπλοκότητα ούτε την σημασία που θα περίμενε κανείς από μια σειρά για ανθρώπους με υπερδυνάμεις. Το αντίθετο μάλιστα, είναι απλές και εξαιρετικά σκηνοθετημένες, κάθε κίνηση και βλέμμα είναι δοσμένο με τρομερή ερμηνευτική δύναμη, που μας αποκαλύπτει μια καταπιεσμένη και αυτοκαταστροφική οργή.
Λίγα λόγια για παραγωγή
Το Jessica Jones βασίζεται στο έργο των Brian Michael Bendis και Michael Gaydos «Αlias ΑΚΑ Jessica Jones», το οποίο αφηγείται τη διαμάχη της πρώην super-hero Jessica Jones με τον Purple Man, έναν super-villain με την ιδιότητα να ελέγχει την θέληση των θυμάτων του. Στη σειρά προτιμήθηκε το Killgrave, όνομα σίγουρα πιο εύηχο. Το μωβ συνέχισε βέβαια να έχει τον κυρίαρχο ρόλο στο εικαστικό μέρος.
Όπως ακριβώς και στο Daredevil, οι δημιουργοί του Jessica Jones επέλεξαν πολύ πιο σκοτεινούς τόνους, χωρίς ωστόσο να στερήσουν τίποτα από την ανθρωπιά και την ρεαλιστικότατα που μια τέτοια σειρά έχει ανάγκη. Τόσο εικαστικά, όσο και σε θεματολογία είναι σίγουρα η πιο ώριμη σειρά της Marvel και το κυριότερο είναι ότι τα θέματα που αναλύει ή οι σκληρές (για κάποιους) απεικονίσεις τους δεν είναι απλά για το θεαθήναι. Αντίθετα, έχουν κομβικό ρόλο και είναι στοιχείο τόσο πλοκής, όσο και ταυτότητας.
Η δημιουργός της σειράς, Melissa Rosenberg καταφέρνει να δημιουργήσει ένα σύνολο χαρακτήρων απόλυτα ολοκληρωμένων, τόσο από άποψη εξέλιξης, όσο και από άποψη συνοχής της σειράς. Πράγματα που φαίνονται αρχικά ασύνδετα παίζουν οργανικό ρόλο στην πλοκή και στις ανατροπές που φέρνει η διαμάχη της Jones με τον Killgrave. Ταυτόχρονα βέβαια υπάρχουν και κάποιες ατέλειες, όπως ο χαρακτήρας της Rodyn, η οποία φαίνονταν τελείως ασύνδετη με τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς φυσικά να φταίει η ηθοποιός Colby Minifie.
Επίσης να σημειωθεί ότι κάποιες φορές η σειρά υπερενθουσιάζεται με τον εαυτό της και αποκαλύπτει πολλά πράγματα πολύ νωρίς, ενώ ένα cameo που θα μπορούσε να κάνει αίσθηση «θάφτηκε» εξαιτίας του κακού timing. Όλα αυτά όμως είναι δευτερεύοντα ελαττώματα, που δεν μειώνουν την αξία της σειράς.
Ταυτόχρονα με το δυναμικό γράψιμο, η σειρά παρουσίασε και μια εξαιρετική σκηνοθεσία, με εξέχοντα χαρακτηριστικά το προσωπικό στοιχείο, την καλλιτεχνική φιλοδοξία και την διάθεση να ξεπεράσει ό,τι έχουμε δει ως τώρα. Με εξαιρετική χρήση του φωτισμού, το μωβ (που κυριαρχεί στην σειρά) γίνεται συνώνυμο του τρόμου και οι σκηνές όπου κυριαρχεί η ανάμνηση της φρίκης του Killgrave είναι σίγουρα από τις καλύτερες που μας έχει δείξει το Netflix και η Marvel.
Επιπρόσθετα η μείξη αντικειμενικά ταιριαστών ειδών, όπως το ψυχολογικό θρίλερ και το film noir αντιστρέφοντας τελείως όμως τους δομικούς τους όρους είναι μια πολύ ευχάριστη και φρέσκια ιδέα, η οποία συνδυάστηκε με πολλά καλά πλάνα, σωστά δομημένα και άψογα στημένα. Υπήρχαν βέβαια στιγμές που η σκηνοθεσία διεκδικούσε τα πρωτεία, άλλοτε με πολύ κομψό τρόπο και άλλοτε με ξεσπάσματα τύπου Shyamalan, πάντοτε όμως βοηθώντας την πλοκή να προχωρήσει.
Ερμηνείες
Στο επίπεδο των ερμηνειών η σειρά κερδίζει κάθε στοίχημα, κάθε έπαινο και κάθε μνεία που μπορεί να γίνει. Η Krysten Ritter (Breaking Bad, Big Eyes) είναι η τελειότερη επιλογή για να ενσαρκώσει την Jones καθώς καταφέρνει απόλυτα να αποδώσει τόσο την σπιρτάδα και το βάθος του χαρακτήρα, όσο και την έκταση του τραύματος που κουβαλά η ηρωίδα. Badass εκεί που χρειάζεται, ανθρώπινη και εύθραυστη αλλού, πλέον ΕΙΝΑΙ η Jessica Jones που θέλουμε και αξίζουμε. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η χημεία της με τον Mike Colter (Dark Zero Thirty, Million Dollar Baby) τον Luke Cage δηλαδή, που θα δούμε του χρόνου σε δική του σειρά, είναι απίστευτη και ουσιώδης για να μπορέσουν να ξανασυναντηθούν στο Defenders.
Το support cast είναι επίσης υποδειγματικό και στελεχώνεται από ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν, Τόσο η Carrie-Anne Moss (Matrix, Memento) είναι ως δικηγόρος της σειράς υποδειγματική business bitch πράγμα που δεν την εμποδίζει να δώσει αρκετό βάθος στον χαρακτήρα, ενώ στον ρόλο του απόλυτου θύματος η νεαρή Erin Moriarty (Kings Of Summer) αποδίδει τα μέγιστα, καταφέρνοντας να δείξει όλη την έκταση της φρίκης που βιώνει μια γυναίκα βιασμένη στο σώμα και στην ψυχή.
Για την συμπρωταγωνίστρια της σειράς τώρα, την Rachael Taylor (Transformers, Η πιο σκοτεινή ώρα ) ως Trish Walker (που στα comics αργότερα γίνεται η ηρωίδα Hellcat) η δουλειά της ήταν επίσης εξαιρετική στο ρόλο μιας επίσης καταπιεσμένης τηλεοπτικής starlet (ένα πολύ δυνατό, αλλά σύντομο σχόλιο για την ακόμα πιο σκοτεινή πλευρά της βιομηχανίας θεαμάτων και την κουλτούρα που προωθούν) και κατάφερε να χτίσει μια ιδιόμορφη χημεία με την Ritter, σαν δύο αντιθετικά εκ πρώτης όψεως, αλλά όμοια μέρη που ολοκληρώνουν το ένα το άλλο.
Πράγματι η Taylor έδωσε ένα πολύ ζεστό και αισιόδοξο τόνο σε μια σκληρή και δύσκολη σειρά, πράγμα που ενέτεινε την ψυχολογική διάδραση και πολυπλοκότητα της σειράς… Ο έτερος φίλος της Jessica Jones, o Eka Darville (Power Rangers) στο διττό ουσιαστικά ρόλο του ναρκομανή/ συνεργάτη της Jessica ήταν πολύ καλός, η δική του ερμηνεία όμως όσο προχωρούσε η σειρά έχανε αντί να κερδίζει και σε σημεία κούραζε αρκετά. Επίσης να σημειωθεί ότι ο εθισμός στα ναρκωτικά δεν ξεπερνιέται τόσο εύκολα…Tέλος, ο έτερος πρωτάρης της σειράς, ο Wil Traval είναι υποδειγματικός στον ρόλο του Simpson, μια θέση κλειδί για την μετέπειτα πορεία τόσο της σειράς όσο και των Defenders…
Killgrave (Purple Man)
To σύμπαν της Marvel βρίθει κακών. Από αρχηγούς συμμοριών στους δρόμους της Νέας Υόρκης μέχρι συμπαντικές οντότητες που καταβροχθίζουν πλανήτες, από όλα έχει ο μπαξές. Ως main villain της σειράς επιλέχθηκε ο αρχιεχθρός της Jessica Jones, o Κillgrave ένας άντρας με την δυνατότητα να ελέγχει το μυαλό και την θέληση των θυμάτων του στερώντας τους οποιοδήποτε ίχνος ελεύθερης βούλησης για όσο βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του.
Οι δυνάμεις του Killgrave φαίνονται πραγματικά χωρίς όριο και στην αρχή ξενίζουν κάπως, σε σημείο να κάνουν τον θεατή να αναρωτιέται πως αυτή η αναμέτρηση μπορεί να έχει οποιοδήποτε τέλος πέρα από την άνευ όρων παράδοση της Jessica Jones, ωστόσο στην πορεία γίνονται πολλά σκηνικά που ανατρέπουν αυτήν την εντύπωση και η φαινομενικά one-sided αναμέτρηση γίνεται πραγματική μάχη.
Επίσης οι δυνάμεις του Killgrave είναι μια πολύ καλή (και υπερβολικά εμφανή) αναλογία για την εξουσία που ασκεί και τον φόβο που προκαλεί ένας βασανιστής/βιαστής στο θύμα του. Ο βιασμός, ένα θέμα πολύ δύσκολο να θιχτεί σε σειρά, πόσο μάλλον super-hero σειρά, εδώ μπαίνει στο προσκήνιο και γίνεται η κεντρική πλατφόρμα στην οποία λαμβάνει χώρα η αναμέτρηση, η οποία είναι πολύ περισσότερο ψυχολογική, παρά σωματική.
Σε όλη την σειρά είναι έκδηλος ο αγώνας που δίνει η Jessica Jones να ξεπεράσει την φρίκη των στιγμών που έζησε κάτω από την επιρροή του Killgrave αλλά και το βάρος των ενοχών για τις πράξεις που αναγκάστηκε να κάνει εξαιτίας του. Αυτή η ψυχολογική πάλη μεταξύ εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή, βιαστή και θύματος είναι η κινητήρια δύναμη της σειράς.
Επιπλέον να σημειωθεί πως ο Killgrave ως χαρακτήρας στην σειρά είναι τρομακτικός όχι εξαιτίας κάποιου καλά ενορχηστρωμένου ή φιλόδοξου σχεδίου που έχει, αλλά ακριβώς από την έλλειψή του. Δεν θέλει ούτε να καταλάβει την πόλη ή τον κόσμο, ούτε να βρει κάποιο μαγικό αντικείμενο. Το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι να ζει σε μεγάλα σπίτια, να έχει ανθρώπους να τον υπηρετούν συνεχώς, να τρώει σε ακριβά εστιατόρια και γενικά να κινείται χαοτικά μέσα στον χώρο, αφήνοντας πίσω του ένα ίχνος από σπασμένες ζωές. Πραγματικά ο Killgrave δεν σκοτώνει για κάποιο σκοπό, παρά γιατί έτσι του φάνηκε ενδιαφέρον εκείνη την στιγμή, ενώ όπως ο ίδιος παραδέχεται δεν σκέφτεται δεύτερη φορά όποιον διατάζει να αυτοκτονήσει.
Ο Killgrave τίθεται ως το σύμβολο της απόλυτης και ολοκληρωτικής καταπίεσης , τόσο κοινωνικά (λευκός και μεγαλοαστός άνδρας) όσο και σεξουαλικά χωρίς να το καταλαβαίνει καν ο ίδιος. Αυτό είναι και το στοιχείο που τον κάνει τον πιο τρομακτικό κακό που έχουμε δει σε σειρά της Marvel.
Αυτόν τον χαρακτήρα λοιπόν ανέλαβε να υποδυθεί ο αγαπημένος David Tennant (Doctor Who, Harry Poter), και είχε ήδη από την αρχή πολύ δύσκολη δουλειά, με αυξημένο ανταγωνισμό. Πέρσι ο Vincent D’Onofrio εκτέλεσε τόσο υποδειγματικά τον ρόλο του Kingpin και ανέβασε τόσο πολύ τον πήχη, που ήμουν σίγουρα πως θα αργούσαμε να βρούμε έναν τόσο σπουδαίο κακό. Και είχα τελείως άδικo.
Ο Tennant αξιοποιώντας άριστα τόσο το βρετανικό του πνεύμα όσο και το τεράστιο ταλέντο του παραδίδει μια απίστευτη ερμηνεία, γεμάτη ένταση, βάθος και βιαιότητα, σε καμία περίπτωση όμως μονοδιάστατη. Ο χαρακτήρας του διανθίζεται με πολλά προσωπικά στοιχεία και όσο περνάνε τα επεισόδια φαντάζει όλο και πιο αληθινός. Γίνεται όλο και πιο πιθανό να συναντήσεις κάπου έναν εκκολαπτόμενο Κillgrave. Χρησιμοποιώντας το φυσικό του χιούμορ ο Tennant κατάφερνε να χαλαρώνει τον θεατή και τότε εξαπέλυε την πιο φρικιαστική του διαταγή. Ήταν καταιγιστικός σε κάθε του σκηνή και μακάρι να τον δούμε ξανά σε μια τέτοια ερμηνεία.
Για να κλείνουμε
Ναι, το Jessica Jones δεν είναι η σειρά που θα δεις με pop-corn με τους φίλους σου, ούτε η σειρά που θα βλέπεις χαλαρά το πρωί. Δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, κλισέ ή εφησυχασμό. Είναι δύσκολη, σε σημεία αργή και πολλοί θα την πουν βαρετή. Ήδη τα τρολ έχουν ξεχυθεί και λένε πως είναι κακή σειρά γιατί δεν έχει πολύ ξύλο. Αν λοιπόν το απόλυτο πράγμα που φαντάζεται κάποιος όταν ακούει super-hero είναι σειρά όπως το Flash (που το αγαπάμε και αυτό), τότε ας μην δει το Jessica Jones. Αν όμως θέλετε μια πρωτότυπη, καλογυρισμένη και βαθιά σειρά, ήρθε η ώρα να την απολαύσετε!