«Ήτο ωραία η όψις της αιθούσης… και δέσποιναι και κόραι καλαί την μορφήν»
Γλαύκη Γκότση: «Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900)»
Το βιβλίο της Γλαύκης Γκότση «Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900)» (Νησίδες) είναι σαγηνευτικό και επικίνδυνο – για γυναίκες και άντρες, υποψιασμένους/ες ή μη – σαν σαρκοφάγο άνθος.
Σε γοητεύει με το πρωτότυπο θέμα του, την επιστημονική προσέγγισή του – εχέγγυο ψύχραιμης, αποστασιοποιημένης αντικειμενικότητας – και την ακαδημαϊκή του στιβαρότητα, και όταν καταλάβεις πως στην πραγματικότητα η συγγραφέας μόλις σου αποκάλυψε τον λανθάνοντα πατριαρχικό ζόφο, ακόμη και εκεί που νόμιζες ότι η τέχνη δεν τον ανέχεται, είναι πλέον πολύ αργά για να κάνεις πίσω.
Δεν έχω ιδέα πως νιώθει μια γυναίκα του 21ου αιώνα – η οποία υφίσταται επιπλέον ανισότητες και βία στην παραγωγή λόγω του φύλου της – όταν διαβάζει πως οι ομόφυλές της, τον 19ο αιώνα, έκαναν ανταρτοπόλεμο μόνο και μόνο για να (απο)δείξουν πως δεν ήταν ακόμη ένα διακοσμητικό συμπλήρωμα στα κοσμικά πάρτι εικαστικών εγκαινίων, της νεοπαγούς – εκείνη την εποχή – εγχώριας αστικής ελίτ.
Ξέρω όμως πως και σήμερα, όχι μόνο ως θεάτριες της τέχνης, αλλά και ως καλλιτεχνικοί δημιουργοί, οι γυναίκες δίνουν τον ίδιο ανταρτοπόλεμο – παρά τις κινηματικές κατακτήσεις από την εποχή με την οποία ασχολείται το βιβλίο – για να (απο)δείξουν πως δεν είναι το «κοριτσάκι που κάνει σινεμά» (σσ: εντελώς αληθινή φράση) ή ζωγραφίζει, αλλά καλλιτέχνιδες, που διεκδικούν να αντιμετωπιστούν με κριτήριο το έργο τους και όχι το φύλο τους.
Ακριβώς γι’ αυτό είναι επικίνδυνο το βιβλίο της Γλαύκης Γκότση.
Διότι σου δείχνει την εκμηδενισμένη κοινωνικά απόσταση μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών εποχών, απογοητευτικά ίδιων, ωστόσο, σε σχέση με την πραγματική θέση της γυναίκας στο κοινωνικό εποικοδόμημα.
Γιατί όμως να φοβηθούν μια τέτοια αποκάλυψη, ακόμη και οι υποψιασμένες/οι, κινηματικά, γυναίκες και άντρες;
Διότι αφενός συνειδητοποιούν το πόσο ριζωμένες είναι οι κυρίαρχες αστικές αντιλήψεις στον τρόπο που προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα, αφετέρου – ως συνέπεια του πρώτου – διότι αντιλαμβάνονται τον απίστευτα μακρύ δρόμο που έχουμε ακόμα να διανύσουμε, ώστε η γυναίκα να πάψει να παλεύει για τα αυτονόητα, όπως, π.χ., το να εκφέρει την άποψή της για ένα καλλιτεχνικό έργο – ή να το δημιουργεί – δίχως να απειλείται με κύματα ευγενικής, συγκαλυμμένης συγκατάβασης.
Όλα τα παραπάνω, όμως, θα σου συμβούν μόλις έχεις διαβάσει το βιβλίο.
Μέχρι τότε, θα έχουν φωτιστεί για χάρη σου, άγνωστες πτυχές της κοινωνικής συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, οι οποίες, τηρουμένων των αναλογιών, μας ταλανίζουν επί της ουσίας, μέχρι σήμερα.
Η συγγραφέας, αν και παρουσιάζει αρχικά τα ιδεολογικά ρεύματα στην φεμινιστική προσέγγιση της ιστορίας της τέχνης – κυρίως κατά την 10ετία του ’70 – είναι εξαιρετικά προσεκτική στο να μας αποκαλύψει τις δικές της επιλογές.
Γίνεται όμως σαφές – τουλάχιστον στα δικά μου, άσχετα μάτια – από το πώς παρουσιάζει τις γνωστές περιπτώσεις γυναικών της εποχής σε σχέση με το αντικείμενο που πραγματεύεται η έρευνα, ότι δεν αποσυνδέει τα φεμινιστικά προτάγματα από τα ταξικά, υπενθυμίζοντας με κάθε ευκαιρία το γεγονός, ότι, στις ταξικές κοινωνίες, η πρόσβαση στην τέχνη είναι καταρχήν προνόμιο της οικονομικής ελίτ, ανεξαρτήτως φύλου.
Μόνο οι αστές έχουν την δυνατότητα να ταξιδεύουν στην Ευρώπη και να επισκέπτονται τα μεγάλα μουσεία και τις πινακοθήκες και μόνο αυτές έχουν την δυνατότητα να αγοράζουν έργα τέχνης – έστω και στο ασφυκτικό πλαίσιο του επιβαλλόμενου κοινωνικού ρόλου τους ως «διακοσμητριών», λόγω της «ιδιαίτερης», «ευαίσθητης» «φύσης» τους – να λαμβάνουν προσκλήσεις για εγκαίνια εικαστικών εκθέσεων ή να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε καλλιτεχνικά ατελιέ.
Από εκείνο το σημείο και μετά, όμως, αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ριζωμένης πατριαρχικής ανισότητας – παράγωγο όλων των κοινωνιών που χτίζονται στην βάση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο – που θέτει ακόμη και τις αστές γυναίκες, στο περιθώριο της «σοβαρής» ενασχόλησης με τα κοινά, ακόμη και όταν αυτά είναι η θέαση ενός έργου τέχνης και η εν δυνάμει δημόσια έκφραση άποψης γι’ αυτό.
Πώς είναι δυνατόν, όμως, να τεκμηριώσεις τέτοιου είδους σχεδόν ανεπαίσθητες κοινωνικές συνέπειες, μιλώντας για τον 19ο αιώνα;
Η συγγραφέας «απαντά» στο παραπάνω ερώτημα με ερευνητικά δουλειά «μυρμηγκιού», σε μία ευρεία γκάμα πηγών, με βασική τον Τύπο της εποχής, φέρνοντάς μας σε επαφή με τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την τέχνη και τις γυναίκες που ασχολούνταν με αυτήν.
Ωστόσο, μία από τις σημαντικότερες προσφορές αυτής της εκπληκτικής δουλειάς της Γλαύκης Γκότση, είναι, κατά την ταπεινή γνώμη μου, η αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο μια καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα, «χρησιμοποιεί» ακόμη και τον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο – εν προκειμένω το «εθνικό ζήτημα» – που «ντύνει» την πηγή αυτής της καταπίεσης, για να βρει διέξοδο στον δημόσιο χώρο.
Ο όρος «χρησιμοποιεί» μπαίνει σε εισαγωγικά, διότι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτή η ομάδα, στην προκειμένη περίπτωση οι θεάτριες της τέχνης, εργαλειοποιούν συνειδητά και με όρους αντίστασης αυτόν τον τρόπο. Μάλιστα, σχεδόν ολοκληρωτικά, είναι συνειδητοί φορείς και υπερασπιστές της κυρίαρχης ιδεολογίας στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
Αντικειμενικά, όμως, όπως τονίζει η συγγραφέας, «(…) στα τέλη του αιώνα το εθνικό ζήτημα (…) προσφέρει σε πολλές γυναίκες των αστικών στρωμάτων τη δυνατότητα να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και δράσεις στον δημόσιο χώρο.» (σελ. 249-250).
Εκτός όμως από το «εθνικό ζήτημα», αναλόγως οι γυναίκες «χρησιμοποιούν» και άλλες κυρίαρχες ιδεολογικές «χρεώσεις» πάνω τους, όπως η μητρότητα,
Μία από τις πιο διάσημες και φωτισμένες, πρώιμες φεμινιστικές φωνές στην νεοελληνική ιστορία, όπως η Καλλιρόη Παρρέν, συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της χρήσης, εκ μέρους των γυναικών.
Γιατί;
Διότι, «η σύνδεση της τέχνης με τη μητρότητα και τις ιδιαίτερες γυναικείες αρμοδιότητες επιτρέπει στη διευθύντρια της Εφημερίδας των Κυριών όχι μόνο να υπερασπίζεται την ενασχόληση των γυναικών με τις τέχνες αλλά και να διατυπώνει αιτήματα για την καλλιτεχνική τους εκπαίδευση.» (σε. 204).
Η συγγραφέας, όμως, ακριβώς επειδή προσεγγίζει επιστημονικά το αντικείμενο της έρευνάς της, αντιλαμβάνεται πλήρως ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κοινό «γυναικείο βλέμμα» στην τέχνη.
Αν και όλες οι γυναίκες με τις οποίες ασχολείται συνειδητοποιούν τους όρους ανισότητας της κοινωνικής ύπαρξής τους, η «χρήση» της τέχνης ως «όπλο» χειραφέτησης, δεν γίνεται με ενιαίο τρόπο.
Αυτό συμβαίνει καταρχήν, όπως είπαμε, από το γεγονός ότι εκείνες οι γυναίκες – ακόμη και όταν επρόκειτο για ηγετικές μορφές του πρώιμου φεμινιστικού κινήματος – ήταν επί το πλείστον συνειδητοί φορείς των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών προταγμάτων της εποχής τους.
Οι συνέπειες αυτής της πραγματικότητας ήταν να αναπαράγονται, αντικειμενικά, τα αστικά ιδεολογήματα στο κυρίαρχο ρεύμα του φεμινιστικού κινήματος της εποχής, με αποτέλεσμα, οι καλές προθέσεις να καταλήγουν στην πατριαρχική «κόλαση» της άρθρωσης δημόσιου γυναικείου λόγου, όχι ισότιμου με τον ανδροκρατούμενο, αλλά ως «μίμηση» του «αντρικού», ως μια απελπισμένη ανάγκη κοινωνικής «νομιμοποίησης».
Η αλήθεια είναι, ότι από τις υπάρχουσες πηγές, δεν μπορούμε να αναδείξουμε τις αντιθέσεις – ίσως και την διαπάλη; – μέσα στο γυναικείο κίνημα της εποχής.
Ωστόσο, η Γλαύκη Γκότση, μας δίνει μια πρώτη ένδειξη για την ύπαρξή τους και αυτή είναι ακόμη μία εκπληκτική προσφορά της.
Έτσι, μαθαίνουμε για την «Κόμησσα Απραδίνη», όπως υπογράφει η αγνώστων πραγματικών στοιχείων συντάκτρια του άρθρου που δημοσιεύεται το 1889 στην «Εφημερίδα των Κυριών», «ένα κείμενο, μοναδικό ίσως στο είδος του, στο οποίο αντικρούεται στο σύνολό της η κρατούσα γυναικεία εικόνα» (σελ.163).
Μια εικόνα, που επέβαλλε στις γυναίκες ακόμη και πώς να κοιτούν το γυμνό στην τέχνη, στην περίπτωση βέβαια που κατάφερναν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν την θέαση.
Πρόκειται για μια ακόμη ιδιαίτερη θεματική του βιβλίου, η οποία αναλύει, πώς μέσα από την πρόσληψη του γυμνού ανθρώπινου σώματος στην τέχνη, αντανακλάται η κυρίαρχη αντίληψη για την γυναικεία σεξουαλικότητα.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον αξιοθαύμαστο, πώς μια γυναίκα – έστω και με την αυτοπροστασία του ψευδώνυμου – δημοσιοποιεί τον 19ο αιώνα, ένα άρθρο το οποίο «βάζει στο στόχαστρο τις εικαστικές απεικονίσεις των γυναικών, οι οποίες ξεκαθαρίζει πως προορίζονται μόνο για τους άντρες θεατές» (σελ. 164).
Με το συμπάθιο κιόλας, αλλά τέτοια άρθρα από γυναίκες σπανίζουν ακόμη και σήμερα στον κυρίαρχο επικοινωνιακό λόγο.
Η συγγραφέας λέει στον πρόλογό της, ότι η δουλειά της «επιχειρεί να βάλει στο κάδρο της ιστορίας ένα σύνολο ανώνυμων και επώνυμων γυναικείων προσώπων, που (…) διατύπωσαν κρίσεις και εξέφρασαν τη γνώμη τους για το παρελθόν, το παρόν, ενίοτε και το μέλλον της τέχνης (…)».
Πρόκειται για μια εξαιρετική σεμνή σύνοψη του βιβλίου.
Διότι η Γλαύκη Γκότση καταφέρνει κάτι πολύ περισσότερο:
Να μας καλέσει σε έναν επαναπροσδιορισμό του δικού μας βλέμματος, σήμερα, γυναικών και αντρών, όχι μόνο στην τέχνη της εποχής μας, αλλά και στην πραγματικότητα της ζωής μας.