Γιατί μας μπερδεύεις κύριε Tarantino;
Μια δεύτερη γνώμη για τη νέα του ταινία, αν και τελικά για την τέχνη
Είμαι υπέρ του Tarantino και θα βάλω στην νέα του ταινία τέσσερα αστεράκια. Λογικό θα ήταν να ξεκινάει με αυτόν τον τρόπο μια παρουσίαση ταινίας. Άλλωστε ως κοινό αυτό πολλές φορές θέλουμε. Είναι ασφαλώς θεμιτό να εξακριβώνουμε κάτι ώστε να ξέρουμε τί προσδοκίες να έχουμε. Εκ των προτέρων δηλαδή να μαζεύουμε γνώμες για να σιγουρευτούμε αν αξίζει να πάμε ή όχι να δούμε μια ταινία. Για να προετοιμαστούμε, σωστότερα, για το π ώ ς θα την δούμε. Κι αν κάποιου του έχουμε εμπιστοσύνη αναζητάμε εξαρχής να μας πει με απλά λόγια το επίδικο: να πάω ή όχι; Είναι καλή ή κακή; Να πληρώσω για σινεμά ή να την κατεβάσω όταν βγει; Φανταστείτε όμως όλες οι επιλογές στην ζωή μας να αξίωναν μια τέτοια εκβιαστικά συνοπτική απάντηση. Στο σινεμά όμως –και στις άλλες τέχνες- πως και αξιώνουμε κάτι τέτοιο; Ναι η ταινία είναι καλή, να πάμε όλοι να την δούμε. Είμαι υπέρ του Tarantino και του έβαλα ήδη τέσσερα αστεράκια για την νέα του ταινία, άλλωστε. Αλλά θα συνεχίσω το κείμενο κάπως διαφορετικά. Όχι ως παρουσίαση προϊόντος. Πιστεύω ακράδαντα πως η κινηματογραφική κριτική είναι ακριβώς κάτι άλλο. Θα συνεχίσω κάπως διαφορετικά διότι ακριβώς κάτι τέτοιο μας έμαθαν και σκηνοθέτες σαν το Tarantino. Να βλέπουμε το σινεμά κάπως διαφορετικά.
Είναι όμως ο Tarantino του σήμερα ο σκηνοθέτης που ξέραμε χθες; Αυτό το ερώτημα ίσως κυριαρχεί πίσω από το πιο απλοποιημένο ερώτημα αν «είναι καλή ή κακή» η νέα του ταινία. Αλλά πόσο σίγουροι είμαστε πως τον ξέραμε για να συγκρίνουμε; Μήπως απλώς ν ο μ ί σ α μ ε πως τον ξέραμε; Μήπως απλώς απολαμβάναμε άκριτα όλα τα φαινομενικά στοιχεία και συντηρητικά στερεότυπα –κινηματογραφικά και μη- τα οποία αυτός τόσα χρόνια κάνει πολεμική και κριτική; Μήπως τον γνωρίζαμε ανάστροφα από ό,τι θα ήθελε ο ίδιος; Αυτό ίσως πρέπει να απαντηθεί για να τεκμηριωθεί αν είναι εν τέλει καλή ή κακή η νέα του ταινία.
Μόνο αν απολαμβάνουμε το τί είναι το σινεμά θα απολαμβάνουμε το τί βλέπουμε στον Tarantino
Όταν μπαίνουμε στην όλη διαδικασία να πάμε στον κινηματογράφο να δούμε μια ταινία για ποιο λόγο το κάνουμε; Όταν αποφασίσουμε να σηκωθούμε, να βγούμε από το σπίτι μας και να μπούμε σε μια σκοτεινή αίθουσα με άλλους άγνωστους ανθρώπους ξέροντας πως αυτό που όλοι μαζί θα δούμε θα ε ί ν α ι η γνωστή αυτή σ υ ρ ρ α φ ή εικόνων και που ο καθένας μας τις καταλαβαίνει κ α ι τις αξιολογεί καταπώς θέλει, καταλαβαίνουμε εκείνη την στιγμή ακριβώς τον λόγο που έχουμε αυτή την λόξα να μπαίνουμε σε αυτή την ανώφελη ταλαιπωρία; Τελικά μήπως είναι πιο απλός ο λόγος; Μήπως έχουμε άλλο «μεράκι»; Μήπως απλώς αποφασίζουμε να χάνουμε ένα τρίωρο από την ζωή μας για να ακούσουμε μια ιστορία που ως τότε δεν γνωρίζαμε; Κάλλιστα όμως, αν ήταν αυτός ο λόγος, δεν θα ήταν πιο εύκολο και πιο φθηνό να ρωτήσουμε κάποιον στον δρόμο να μας πει μία; Έχουμε σκεφτεί μήπως η απάντηση για το σινεμά βρίσκεται σε αυτό το απλό παράδειγμα; Στο γεγονός πως αυτός που θα μας πει την ιστορία στο δρόμο θα κερδίσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον μας αναλόγως με τον τ ρ ό π ο που θα την πει; Από το πόσο καλός αφηγητής είναι; Από αυτό ίσως δεν θα κριθεί αν θα δεχθούμε απλώς μια νέα πληροφορία ή αν θα προσεγγίσουμε μια ουσία που ως τότε αγνοούσαμε; Κάλλιστα επίσης, αν επιζητούσαμε απλώς ιστορίες θα ήταν πιο εύκολο να ανοίγαμε μια εγκυκλοπαίδεια ή μια εφημερίδα ή θα πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς και θα της ζητούσαμε να μας πει ένα παραμύθι. Όλα αυτά ι σ τ ο ρ ί ε ς είναι προφανώς. Έτσι λειτουργεί η ζωή μας. Με αφηγήσεις. Απλά κάποιες είναι λεκτικές και κάποιες άλλες «λέγονται» με εργαλείο την τέχνη. Και στη τέχνη του σινεμά με κυρίαρχο εργαλείο την εικόνα. Κάποιος βαθύτερος λόγος λοιπόν θα υπάρχει για αυτή την διαφοροποίηση του φ ο ρ έ α της αφήγησης όπως και του τ ρ ό π ο υ που αφηγείται. Ανάμεσα στην γιαγιά, που προφανώς αγαπάμε και στο Tarantino δηλαδή που και πάλι αγαπάμε. Αλλά ας επαναπροσδιορίσουμε αυτό το συναίσθημα αγάπης και να το εκλογικεύσουμε ώστε να αναρωτηθούμε: Γιατί λοιπόν να μπαίνουμε σε αυτή την κινηματογραφική διαδικασία και να πληρώνουμε κιόλας εισιτήριο αν μοναδικός σ τ ό χ ο ς είναι να ακούσουμε και να απολαύσουμε μια ιστορία;
Αν ήταν μ ό ν ο αυτό οι ταινίες, ιστορίες δηλαδή, τότε το σινεμά θα ήταν μια μαύρη οθόνη και θα ακούγαμε φωνή ηθοποιών να εκφέρουν λόγια. Αν ήταν μ ό ν ο αυτό το σινεμά σαφώς και δεν θα ήταν προτεραιότητα της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής να συντηρούν αυτό το μέσο. Το να μοιράζεις στο κοινό ιστορίες δεν έχει κάτι το επικερδές και το ωφέλιμο, οικονομικά και πολιτικά. Αν ήταν μ ό ν ο αυτό ο κινηματογράφος δεν θα υπήρχαν ταινίες πέρα από ρομάντζα αναλογίας «άρλεκιν» που στηρίζονται μονάχα στη π λ ο κ ή για ευνόητους λόγους. Οι πιπεράτες ιστορίες τους δεν χρειάζεται να έχουν νοήματα για να ταυτιστούμε με τους χαρακτήρες. Άλλωστε είναι το άπιαστο όνειρο των καιρών μας που κανείς δεν ζει: να είναι πρωταγωνιστής σε άρλεκιν καταστάσεις. Αν ήταν μ ό ν ο αυτό ο κινηματογράφος δεν θα υπήρχαν ταινίες πέρα από τα γνωστά blockbuster –αυτά που σπάνε τα ταμεία- του Hollywood που απευθύνονται σε όσους επιζητούν ως μοναδική αφήγηση ένα παραμύθι. Μια ιστορία τόσο συμβατικά δοσμένη που ρέει δίχως καμιά δυσκολία και μη κανονικότητα. Άλλωστε έχουμε συνηθίσει όλα να οφείλουν να είναι κ α ν ο ν ι κ ά στο σινεμά, όπως και στην ζωή. Κάτι τέτοιο επιβάλλεται. Το ζητάνε οι διαχειριστές του, το αποδεχόμαστε και εμείς. Πως άλλωστε θα καθοδηγηθεί το βλέμμα σε αυτό που ακριβώς θέλει ο παραγωγός και κατά συνέπεια η βιομηχανία αν δεν έχει δημιουργηθεί εκ των προτέρων η σ ύ μ β α σ η της κανονικότητας στο τρόπο που βλέπουμε; Το βλέμμα του ανθρώπου είναι γυμνασμένο όπως το έχει διδάξει ο οπτικός γυμναστής. Μια διαφορετική κίνηση, στάση, φυσιογνωμία μοιάζει παράταιρη και λάθος. Σίγουρα πάντως αν ήταν μ ό ν ο αυτό το σινεμά δεν θα υπήρχαν και δεν θα είχαν ασχοληθεί μαζί του τύποι σαν τον Bunuel, τον Bergman, τον Hitchcock και τον Kubrick.
Ας δούμε λοιπόν, ποια είναι η ιστορία στο «Shining/Λάμψη» του Stanley Kubrick πριν πάμε στον Tarantino. Μια οικογένεια σε ένα ξενοδοχείο ενώ περνάει αρχικά καλά, ο πατέρας τρελαίνεται και θέλει να σκοτώσει την γυναίκα και τον γιό του και δεν τα καταφέρνει. Αν μας βρει ένας στον δρόμο και μας πει αυτή την ιστορία, θα πούμε «έλα ρε! Τραγική ιστορία!» και θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας έχοντας άλλη μια πληροφορία στο τσεπάκι. Κι όμως ο Kubrick αποφάσισε να κάνει και να μας δώσει μια δίωρη και βάλε ταινία. Σίγουρα όχι για να μας πει κάτι το τόσο τετριμμένο όσο την ιστορία ενός τρελού που σκοτώνει. Γιατί χολόσκαγε ο Kubrick λοιπόν να κατασκευάσει μια ταινία, να ασχοληθεί με χρώματα, σκηνογραφίες, ερμηνείες, φυσιογνωμίες, φωτισμούς, παύσεις, μονοπλάνα, θέσεις και κινήσεις κάμερας αν απλά δεν ήθελε να μας μιλήσει α κ ρ ι β ώ ς με (και για) ό λ α αυτά και ήθελε απλά να μας πει μια δίλεπτη πληροφορία που θα βρίσκαμε στη στήλη μιας επαρχιακής εφημερίδας; Γιατί ευτυχώς και τελικώς το μόνο -ή το τελευταίο- που δ ε ν είναι το σινεμά είναι αυτό που λέμε ι σ τ ο ρ ί α, αυτό που λέμε π λ ο κ ή. Αυτή και να λείπει, ταινία συνεχίζει να υπάρχει. Αν λείπουν τα παραπάνω ωστόσο, δεν υπάρχει ταινία μήτε σινεμά.
Όταν λοιπόν βλέπουμε μια ταινία –που δ ε ν είναι δηλαδή βιντεάκι ανεβασμένο από influencer στο youtube ή μια τηλεοπτική σειρά τύπου «to be continued», δηλαδή τύπου «τι θα γίνει μετά;;»-, αυτό που βλέπουμε είναι ε ι κ ό ν ε ς και πρέπει να μάθουμε να τις εκτιμάμε ως τέτοιες και να τις ερμηνεύουμε α υ τ ό ν ο μ α και στην σ ύ ν δ ε σ η τους. Το σινεμά είναι εικόνα. Και ό, τ ι υπάρχει μ έ σ α σε αυτή την εικόνα. Και αυτό που υπάρχει στην εικόνα είναι πάντοτε α ν α γ κ α ί ο. Τίποτε δεν γίνεται κατά λάθος. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ αν γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα. Αλλά από λάθος τίποτα δεν μπαίνει σε ένα έργο τέχνης. Όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σε μια εικόνα συνηγορούν για την ενιαία του προσέγγιση και απόλαυση. Όπως σε ένα πίνακα ζωγραφικής το χρώμα που θα επιλέξει ο ζωγράφος. Είναι αναγκαίο, μελετημένο και ελεγχόμενο από τον δημιουργό του. Μπρος στα ζωγραφικά έργα νιώθουμε άνετα να δείχνουμε την άγνοια μας, με το σινεμά όμως συμβαίνει το αντίθετο γιατί θα ήταν ντροπιαστικό να δείχνουμε ότι αδυνατούμε να το κατανοήσουμε στην πληρότητα του. Σιγουρευόμαστε ότι είδαμε μια ταινία επειδή καταλάβαμε σε γενικές γραμμές την πλοκή του. Κι όμως δεν είδαμε και δεν καταλάβαμε σχεδόν τίποτα. Όπως για παράδειγμα με τα ανέκδοτα. Όλοι ακούνε την ιστορία, κάποιοι όμως γελάνε γιατί είδαν πίσω από αυτή και κάποιοι μένουν απογοητευτικά ντροπιασμένοι γιατί δεν κατάλαβαν τον λόγο που ειπώθηκε.
Η ιστορία στο σινεμά λοιπόν είναι η επιφάνεια –και ένα από τα ελάσσονα εργαλεία του-, η εικόνα είναι η εξ’ ορισμού ουσία του κινηματογράφου. Όταν μάθουμε λοιπόν να συνδέουμε τις εικόνες, είτε τα αυτόνομα πλάνα και σκηνές, είτε σε συσχέτιση με το σύνολο του έργου και εφόσον επίσης δ ε χ θ ο ύ μ ε ότι το σινεμά είναι τέχνη και όχι απλά διασκεδαστήριο ή/και απλά βιομηχανία και που ως εκ τούτου έχει από πίσω του, από κάτω του στήριγμα και θεμέλια τις γενικές και ειδικές αρχές τις θεωρίας της τέχνης και της αισθητικής –θεωρίας τεκμηριωμένης και από τους θεωρητικούς αλλά κυρίως από τους ίδιους τους δημιουργούς εδώ και αιώνες- τότε θα αρχίζουμε να απολαμβάνουμε το σινεμά υπό άλλο πρίσμα. Θα αγαπάμε τις ταινίες για την δύναμη που κ α τ έ χ ε ι η εικόνα ως σύνολο –και δεν μιλάμε ασφαλώς για ευφάνταστα πλάνα αλλά για την λειτουργία της κινούμενης εικόνας στο νου μας-, για την α φ ή γ η σ η που φτιάχνουν οι εικόνες καθώς μπαίνουν στην σειρά και σε κίνηση. Σίγουρα θα μπει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα η πλοκή που δεν είναι τίποτε παραπάνω από την πρόφαση για να οδηγηθούμε στις ι δ έ ε ς του δημιουργού. Μας αρέσουν οι προφάσεις αλλά μας αρέσουν και τα βαθιά κρυμμένα μυστικά. Αυτό είναι το παιχνίδι.
Το Hollywood δημιουργεί μύθους, πρότυπα και συνειδήσεις και ο Tarantino τις γελοιοποιεί
Ο Tarantino μας ενδιαφέρει προφανώς γιατί είναι δημιουργός και έχει ιδέες. Έχει κερδίσει αυτόν τον τίτλο σίγουρα αφενός γιατί οι ταινίες του παίρνουν τέσσερα αστεράκια και αφετέρου γιατί γράφονται αναλυτικά άρθρα για το έργο του. Αλλά κυρίως, και πιο σοβαρά μιλώντας, γιατί έχει ως μόνιμο κριτήριο, ως καλλιτεχνική «εμμονή» στο έργο του το χτύπημα των στερεότυπων της τέχνης που υπηρετεί και της κοινωνίας στην οποία ζει. Ως τέτοιος –που παίζει στα δάκτυλα αφενός την υποκουλτούρα του Hollywood αφετέρου τους καθοριστικούς καλλιτέχνες του παγκόσμιου σινεμά-, ό,τι μας δίνει στα μάτια μας είναι π ά ν τ ο τ ε πλήρως μελετημένο και ποτέ βιαστικό ή λανθασμένο. Αν μας διαφεύγει κάτι τέτοιο π ώ ς να δούμε την τελευταία ταινία του, πόσο μάλλον να την ερμηνεύσουμε ή και να την κριτικάρουμε θετικά ή αρνητικά;
Όταν βλέπουμε, το λοιπόν, πως το μοντάζ του την μια είναι σφιχτό, ομαλό και πιο συμβατικό (Brad Pitt ως κασκαντέρ) και την άλλη στιγμή χαλαρό, χαώδες και μπερδεμένο (Di Caprio ως ηθοποιός) και δεχθούμε να προσέξουμε πως αυτή η διαφοροποίηση γίνεται ακριβώς την στιγμή που αφηγείται τους διαφορετικούς πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, τότε οφείλουμε να υ π ο θ έ σ ο υ μ ε ότι αυτή η επιλογή έχει ουσιώδη σ η μ α σ ί α για τον σκηνοθέτη, είναι δηλαδή συνειδητή, πράγμα που μας υποχρεώνει και εμάς να δείξουμε την δέουσα σημασία αυτής της επιλογής. Να αναρωτηθούμε γιατί άραγε το κάνει. Μήπως με αυτόν τον τρόπο μας λέει κάτι πέρα από αυτό που βλέπουμε ή βιαστικά συμπεράναμε πως αποτελεί σκηνοθετικό λάθος; Το ίδιο πρέπει να μας απασχολεί η «εμμονή» του Tarantino –και στην νέα του ταινία- στο να επικεντρώνει την κάμερα στα γυναικεία πόδια. Είναι απλώς, ένα κακόγουστο ή μη, φετίχ του σκηνοθέτη ή είναι μια απλή κριτική α ν α φ ο ρ ά στην ίδια την ηδονοβλεπτική φύση του κινηματογράφου και στου κοινού τις εμμονές που το σταριλίκι και η φαλλοκρατία συντηρεί; Η ηδονοβλεψία είναι ιδιότητα άλλωστε του σινεμά που δεν είναι εύρημα δικό μου προφανώς ή νεωτερισμός του εκάστοτε κριτικού αλλά θεωρητικό αξίωμα που εδώ και 100 χρόνια μελετιέται και συνεχώς τεκμηριώνεται ακαδημαϊκά και εμπειρικά. Θα πει κάποιος, δηλαδή θα πρέπει να διαβάσουμε και να ξέρουμε θεωρία για να εκτιμήσουμε το σινεμά; Θα πρέπει να ξέρουμε κινέζικα για να καταλάβουμε κινέζικα; Ίσως παρακάτω αυτοαπαντηθεί κι αυτό το γόνιμο ερώτημα αν δεν πείθει η περίφημη αυτή φράση του Πικάσο.
Αξίωμα της μοντερνιστικής θεωρίας όμως πριν από όλα, το κυριότερο που αφορά το σινεμά ειδικότερα, και αυτό με το οποίο καταπιάνεται ο Tarantino είναι πως το σινεμά είναι η κατεξοχήν τέχνη (και θέαμα) που δημιουργεί σύγχρονους μ ύ θ ο υ ς. Μύθοι που με την σειρά τους δημιουργούν «μνήμες», πραγματικότητες, πλαισιώσεις ιδεών, ιδεολογίες καθαυτές, ηθικές, πρότυπα, συνειδήσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που το σινεμά μετατράπηκε εξαρχής σε βιομηχανία. Γιατί έχει την δυνατότητα και την δυναμική να δημιουργεί μ ύ θ ο υ ς σε μια τεράστια μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού στο άψε-σβήσε. Μύθους που ορίζουν την ζωή μας, την καθορίζουν, την αλλοιώνουν, την εκθειάζουν, την ντροπιάζουν. Με μια λέξη, την κατασκευάζουν. Το σινεμά είναι το μεγαλύτερο και με το πιο σύνθετο και ακριβή σχεδιασμό εργοστάσιο κατασκευής συνειδήσεων. Αποτελεί το ισχυρότερο εργαλείο της άρχουσας ιδεολογίας που μέσα από την δυναμική της εύκολης προσεγγισιμότητας του, λόγω ακριβώς δηλαδή της π λ ο κ ή ς που έχουμε όλοι μας συνηθίσει ως το βασικό στοιχείο αφήγησης ιστορίας, περνάει και σφηνώνει τελεσίδικα ιδέες στο κοινό. Οι καλλιτέχνες το γνωρίζουν απολύτως αυτό δεκαετίες τώρα, όπως και οι παραγωγοί. Οι καλλιτέχνες –που είναι αυτοί που αξίζουν την αρθρογραφία μας- αυτό το εργαλείο του σύγχρονου κόσμου, τον κινηματογράφο, τον θέτουν λόγω ακριβώς αυτής του της δυναμικής σε μια άλλη πολλές φορές υπηρεσία. Κάνουν κριτική στο ί δ ι ο το σινεμά και την μυθοποιητική λειτουργία του. Και κυρίως στο πιο εξωφρενικά παραγωγικό εργοστάσιο που ονομαζόταν πάντοτε και συνεχίζει να ονομάζεται… Hollywood. Εδώ ακριβώς έρχεται και κολλάει ο Tarantino, που τόση ώρα δεν τον βάλαμε ουσιαστικά στην κουβέντα μας, και μια φορά και ένα καιρό… στο Χόλιγουντ μήτε μπλέκεται, μήτε χάνει την οξυδέρκεια του, μήτε έχει φετίχ και ενοχές, μήτε είναι βίαιος και παρανοϊκός και φιλελές, μήτε κάνει απλά western και απλοϊκές και αδιάφορες αναφορές αποκλειστικά για κολλημένους σινεφίλ και προφανώς δεν αλλάζει καμιά ιστορία όσο αφορά τον Manson… Όχι. Ό,τι α π ο φ α σ ί ζ ε ι να μας δείξει και με τον τ ρ ό π ο που μας το δείχνει είναι για να δηλώσει το πόσο ισχυρό είναι το ίδιο το Hollywood στο να κατασκευάζει μύθους και ρίχνει την ευθύνη σε όλους μας όσο αφορά την αποδοχή τους. Στην συνήθεια μας δηλαδή να αφομοιώνουμε και έκτοτε να ακολουθούμε σαν υπάκουοι καταναλωτές την μαζική κουλτούρα.
Ο Tarantino δηλαδή συνειδητά και πανέξυπνα –μέσα από την ίδια την ιστορία και τα ιερά στερεότυπα του αμερικάνικου σινεμά- θέτει το χολιγουντιανό κινηματογράφο στον ανακριτή -που έχει στηθεί άλλωστε ενάντια του εδώ και δεκαετίες από την μοντέρνα (άντε και μεταμοντέρνα) τέχνη. Ό,τι πιο στερεότυπο –το western άλλωστε είναι τεκμηριωμένα χρόνια τώρα το αρχέτυπο αμερικάνικο είδος κατασκευής αντιδραστικών, πατριαρχικών και εθνικιστικών στερεότυπων στο κοινό-, το αποδομεί. Και αυτή η αποδόμηση είναι πολιτική θέση και πρακτική του σκηνοθέτη. Θέση που ίσως ξενίζει πολλές φορές αλλά είναι δόκιμη και ψάχνει προφανώς υποστηρικτές. Γιατί η θέση του μας φέρνει σε μια αμηχανία να δεχθούμε για παράδειγμα πως ο χιπισμός ίσως δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα ξεχειλωμένο και φασέικο κίνημα που ουδεμία σχέση δεν είχε με το πολιτικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ ή τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων ή το σπάσιμο των πουριτανικών δεσμών (στοιχεία άλλωστε που δεν βάζει πουθενά στην ταινία του γιατί προφανώς δεν θέλει να τα κρίνει αρνητικά. Όπως δεν βάζει ινδιάνους στο «Hateful Eight»). Μπορεί φαινομενικά να μοιάζει παραλογισμός, νεοδεξιά εμμονή και εχθρότητα ή βλασφημία ο συσχετισμός των χίπις με την μηδενιστική και φασιστική συμμορία του «χίπη» Manson αλλά μπορεί ίσως εν τέλει να του επιτρέψουμε του Tarantino να μας δώσει μια νέα οπτική, πριν βρεθούμε σε θέση άμυνας και ανέξοδα τον κατακρίνουμε. Ας του δώσουμε τον χρόνο να χαλάσει ίσως τον βολικό για το σύστημα μύθο της μη βίας και τον βολικό για εμάς μύθο της ελευθεριότητας. Ωστόσο η ταινία ουδέποτε άλλωστε δεν εναντιώνεται στους πάντες, δηλώνοντας ως φασίστες εν γένει τους χίπηδες. Όχι. Κάνει μια υπέρβαση του απλού αξιώματος. Δηλώνει πως μέσα από κινήματα λάστιχο, σούπα, εξατομικευμένης ελευθερίας καντιανής προέλευσης και ατομικότητας υπάρχει το έδαφος της γέννησης της βίας και του φασισμού. Όπως και έγινε με τον Manson. Δικαιούται κάποιος να προσπαθεί να καταρρίψει τον μύθο των παιδιών των λουλουδιών; Να τους δηλώσει ως απολίτικους; Είναι πολιτική μια τέτοια θέση; Είναι θεμιτή; Ποιος άλλωστε έφτιαξε αυτόν τον τόσο θελκτικό μύθο; Μήπως είναι οι ίδιοι –πάνω, κάτω- που διοικούν το σινεμά και τις τέχνες στη USA και τους πολέμους στον κόσμο; Αυτοί λοιπόν βρήκανε πολύ πιο βολικό να εκθειάσουν («κριτικάροντας» την αρχικά είναι αλήθεια) την «επανάσταση των λουλουδιών» αλλά και της ατομικότητας, την επανάσταση των κυρίως λευκών μικρό-μεσοαστών. Κάποιοι άλλοι την ίδια εποχή το 1968 ισοπεδώνονταν στο Chicago από την εθνοφρουρά και την αστυνομία ή δολοφονούταν στο πανεπιστήμιο του Kent ή είχαν πολιτικό στόχο -ενόπλως επίσης- σαν τους «Μαύρους Πάνθηρες». Και η λίστα είναι πολύ μεγάλη που οι χίπις –δυστυχώς γιατί θα θέλαμε διαφορετικά- δεν είχαν πολύ συνεισφορά στην κατάρτιση της. Προφανώς όλα τούτα δεν έγιναν ποτέ ιστορίες εκμεταλλεύσιμες για το Hollywood και ως εκ τούτου μύθοι όπως τα γυμνά πόδια των κοριτσιών στο L.A να τραγουδούν για ειρήνη… drugs και rock n roll. Ο Tarantino μήπως απλά μας λέει πως κάτω από το καπέλο του hippie χωράνε όλοι; Και οι ειρηνιστές και οι φασίστες δολοφόνοι και τα παιδιά της TV; Ναι σκληρή αποδόμηση αλλά όχι αδόκιμη.
Το «Hateful Eight» διαδραματίζεται ολόκληρο σε ένα πανδοχείο ερημικό μέσα στο χιόνι και αυτό γίνεται προφανώς όχι λόγω περιορισμένου budget αλλά για να δείξει το εσώκλειστο χωνευτήρι πολιτισμού και θεσμοθετημένου εγκλήματος που ονομάζεται Αμερική. Στην ίδια ταινία αφορμή για το φονικό αποτελεί το γράμμα του Λίνκολν και η περίφημη αναφορά στην κατάργηση της δουλείας (πότε ακριβώς καταργήθηκε αναρωτιούνται ακόμη οι μαύροι στα γκέτο!) δεν γίνεται γιατί δεν είχε τι άλλο να βάλει στο σενάριο ο Tarantino αλλά μάλλον για να δηλώσει και ξεφτιλίσει την υποκρισία τόσων και τόσων και αφορά την διαδεδομένη αυταπάτη μας (συνέπεια της μυθοποίησης) για την ίδρυση των ΗΠΑ ως του πιο δημοκρατικού και πιο ελεύθερου έθνους του κόσμου. Που τελικά εκ των πραγμάτων εννοιολογήθηκε ιστορικά ως πηγή ρατσισμού, ιμπεριαλισμού και αφανισμού πολιτισμών και άλλων εθνών. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε να δούμε τις αναφορές και τα κινηματογραφικά στοιχεία στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ». Ο σκηνοθέτης παραμένει ο ίδιος άλλωστε, ο ίδιος που δεν άλλαξε μυαλά, που ούτε έβαλε νερό στο κρασί του. Το ότι μας λέει κάτι που δεν είχαμε ακόμη σκεφτεί ή δεν είχαμε ήδη πάρει σύμφωνη θέση μαζί του, δεν προκύπτει πως πλέον οφείλουμε άκριτα να διαφωνούμε. Ό,τι βλέπουμε άλλωστε, ό,τι ακούμε, ό,τι γκριμάτσα παίρνουν οι αξιαγάπητοι ηθοποιοί του είναι μέρος μια συνολικής αντίληψης που έχει ο Tarantino –μέρος άλλωστε αυτής της βιομηχανίας αλλά διακριτά εναντίον της- και ως κοινό οφείλουμε να την δούμε με την σειρά μας συνολικά όπως κι αυτός. Τότε πραγματικά θα την απολαύσουμε, τότε πραγματικά θα νιώσουμε τις σκηνές βίας και που αποσκοπούν, την πλαδαρότητα του μοντάζ ή και τον φαινομενικό ματσοσεξισμό του…
Κάθε ταινία συνοψίζοντας έχει ένα πλαίσιο ιδεών που μέσα σε αυτό συζητάμε και ερμηνεύουμε. Αυτό το πλαίσιο ιδεών είναι απόρροια όλων των στοιχείων της εικόνας. Και της ιστορίας συμπεριλαμβανομένης αλλά όχι κυρίως. Και επίσης όχι ξέχωρα από τα υπόλοιπα. Το πλαίσιο της τελευταίας ταινίας του Tarantino μοιάζει λοιπόν να είναι το εξής και μονάχα αν το διακρίνουμε θα την απολαύσουμε στο σύνολο της:
Το σινεμά είναι εικόνα.
Η εικόνα είναι ισχυρότατη.
Δύναμη της είναι να φτιάχνει μύθους.
Για ό,τι και όπως το ζούμε ευθύνεται σε τεράστιο βαθμό το σινεμά μέσα στις δεκαετίες. Το βιομηχανικό σινεμά και η μαζική κουλτούρα εν γένει. Μέσα από αυτά τα ίδια τα εκφυλιστικά του εργαλεία ο Tarantino ξαναφέρνει αυτό το ζήτημα προς μελέτη, το κρίνει και φτιάχνει εφόσον και θέλει και μπορεί –γιατί το γνωρίζει από τα μέσα- μια νέα αφήγηση. Σε 100 χρόνια από τώρα ίσως και λόγω του «Κάποτε στο Χόλιγουντ», ο Bruce Lee δεν θα μνημονεύεται ως ένας μύθος που όλα τα παιδάκια θα θέλουν να έχουν ως ίνδαλμα και πρότυπο αλλά θα τον θυμόμαστε ως ένα άξεστο και υπερόπτη χαλβά που της έφαγε από τον ίδιο τον ναρκισσισμό του. Όχι γιατί όντως αυτό έγινε αλλά γιατί το σινεμά μπόρεσε και το κατασκεύασε. Ο Tarantino στην περίπτωση μας.
Η ζωή υπάρχει πέρα του σινεμά και ο Tarantino με αυτή την αυτό-αναφορική ταινία -αυτοαναφορική όσο αφορά την φύση και λειτουργία του κινηματογράφου θ ε ά μ α τ ο ς και ελάχιστα όσο αφορά τον εαυτό του- μας το δηλώνει για άλλη μια φορά, όπως και τόσοι σπουδαίοι δημιουργοί μέχρι σήμερα. Η ζωή είναι πραγματική και το σινεμά μια βολική (και υπέροχη φυσικά στα χέρια καλλιτεχνών) ψευδαίσθηση και ένα ακραίο πολλές φορές θέαμα που οδηγεί σε ακραίες νοοτροπίες σε μάζες πληθυσμού. Αν αυτή η διάκριση συνεχίζει να μας μπερδεύει (ή δηλώνουμε ταυτόχρονα άγνοια για τις δυνατότητες να μας αλλοιώνει και να μας επαναθεμελιώνει την συνείδηση), αν συνεχίζουμε να μπερδευόμαστε ανάμεσα στο ποιος το εκθειάζει άκριτα και ποιος του κάνει σαφή –και, πολύ σωστά, μη διδακτική- πολεμική, θα συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί πιάνουμε τον εαυτό μας να θέλει να γίνουμε πετυχημένοι Polanski ή πανέμορφες Sharon Tate ή μίζεροι, ναρκισσιστές ηθοποιοί που δεν μπορούν να διαχειριστούν τις νευρώσεις τους και κάνουν τα πάντα για την καριέρα. Θα συνεχίζουμε να πιάνουμε τον εαυτό μας να τον αγγίζει άκριτα η λάμψη των stars και του Hollywood μέχρι να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα ότι απλώς είμαστε κρέας για την βιομηχανία, πρότυπα ανθρώπων που καταναλώνουν, κλαίνε και χαίρονται κυκλοθυμικά (σαν τον Di Caprio) στην σκιά της ζωής. Δεν θα κατανοήσουμε ποτέ γιατί τελικά στην π ρ α γ μ α τ ι κ ή ζωή τα παιδιά σκοτώνουν π ρ α γ μ α τ ι κ ά με όπλα. Αυτό δηλαδή που νουθετεί το Hollywood. Το Hollywood που μόνιμα εξευγενίζει την εικόνα του όπως και την εικόνα της πραγματικότητας που θέλει να ζούμε. Αλλά οι καλλιτέχνες μάλλον διαφωνούν με την συνέχιση του ως τέτοιου. Και ο Tarantino συνεχίζει να είναι ένας από αυτούς ακόμη και αν δεν μας το λέει με συμβατική καθαρότητα.