Ο Φρανκεστάιν και ο καθρέφτης του.
Γιατί οι νέοι μουσουλμάνοι της Δύσης γοητεύονται από το ISIS;
Παρασκευή και 13 του 2015. Η μέρα από νωρίς έδειχνε – τουλάχιστον για τους δημοσιογράφους των διεθνών- ότι είναι αφιερωμένη στο ISIS. Ήδη από την προηγούμενη υπήρχε η πολύνεκρη επίθεση στη Βηρυτό του Λιβάνου σε περιοχές – προπύργια της Χεζμπολά. Το πρωί κυκλοφόρησε το νέο φρικώδες βίντεο – υπερπαραγωγή (στα ρώσικα) του Ισλαμικού Κράτους, το μεσημέρι παντού διέρρεε η είδηση της εξολόθρευσης του “Τζιχάντι Τζον” ενός από τους πιο γνωστούς αναθρεμμένους στη Δύση πολεμιστές του ISIS, πρωταγωνιστή μάλιστα σε πολλά από τα προπαγανδιστικά και αιμοδιψή βίντεο του Ισλαμικού Κράτους. Το βράδυ ξέρουμε όλοι πως τελείωσε…. Το ζήτημα του πως και γιατί στρατολογούνται μουσουλμάνοι που έχουν ζήσει στις χώρες της Δύσης παραμένει όπως όλα δείχνουν ένα τραγικό επίκαιρο θέμα. Ανεβάζουμε ξανά λοιπόν επικαιροποιημένο ένα κείμενο – έρευνα που είχαμε επιμεληθεί παλιότερα στο Περιοδικό:
Στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, κυρίως για τη βαρβαρότητα και την αγριότητα με την οποία προκαλεί τρόμο, βρίσκεται το τελευταίο διάστημα η ακραία ισλαμιστική οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε» – ISIS. Τα τελευταία χτυπήματα τζιχαντιστών, σε Αυστραλία και Γαλλία ακόμη κι αν δεν μπορεί να διαπιστωθεί το αν δρούσαν σε συνεννόηση με την οργάνωση ή ήταν “μοναχικοί λύκοι”, έφερε ξανά με οδυνηρό τρόπο το ζήτημα στο προσκήνιο. Αν κάτι καθιστά τη συγκεκριμένη οργάνωση ίσως την πιο επικίνδυνη από κάθε άλλη αντίστοιχη «εκδοχή» είναι, εκτός της αποδοχής που φαίνεται να έχει σε σημαντικό τμήμα των περιοχών όπου δρα και των λογικών υποψιών για το «ποιόν», τους πραγματικούς στόχους και το ρόλο των ιθυνόντων της, η έλξη που ασκεί σε νέους μουσουλμάνους από δυτικές καπιταλιστικές χώρες.
Με βάση στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από το Διεθνές Κέντρο Μελετών για τη Ριζοσπαστικοποίηση (ICSR), δια μέσου 18 διαφορετικών πηγών (ΜΚΟ που δρουν στην περιοχή, επίσημες εθνικές αρχές, προσωπικό νοσοκομείων και ιατρικών οργανώσεων, μαρτυρίες τόσο ομήρων της οργάνωσης όσο και μελών της που αποχώρησαν, άλλα Κέντρα Μελετών κλπ) στο ISIS υπολογιζόταν μέχρι τα τέλη Μάη ότι συμμετείχαν συνολικά περίπου 10.000 – 13.000 μαχητές από 81 χώρες. Μόλις στις 12 Σεπτεμβρίου, η CIA δημοσιοποίησε ότι κατά την εκτίμησή της από τον Ιούνιο (οπότε κηρύχθηκε η ίδρυση του ισλαμικού χαλιφάτου) μέχρι σήμερα ο αριθμός των μαχητών έχει τριπλασιαστεί πλησιάζοντας ή και ξεπερνώντας τις 30.000. Κατ’ αναλογία, η αύξηση αφορά κυρίως μουσουλμάνους από δυτικές χώρες. Εξ αυτών η πλειοψηφία, από τον Ιούνιο, δρα στο Ιράκ και οι υπόλοιποι παραμένουν στις περιοχές που ελέγχει στη Συρία και όπου διατηρεί στρατόπεδα εκπαίδευσης.
Οι περισσότεροι μαχητές προέρχονται από αραβικές και μουσουλμανικές χώρες, όπως και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων. Τα αίτια δεν φαίνεται να διαφέρουν και πολύ: απέχθεια προς τα διεφθαρμένα και αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής που χρησιμοποιούν τη θρησκεία για να εδραιώσουν την εξουσία τους, πίστη σε μια «ακραία πλην καθαρή και ηθική», κατά την άποψή τους, εκδοχή του θρησκευτικού λόγου που «στέκεται απέναντι» όχι μόνο στις διεφθαρμένες ντόπιες εξουσίες αλλά και στους αποστάτες (πχ σιίτες) και στους αλλόθρησκους (πόσω μάλλον τους άθεους), μοναδική ευκαιρία απόκτησης ρόλου και εξουσίας επί άλλων αντί να βρίσκεσαι στη θέση του θύματος διαρκώς.
Διαρκής και αυξανόμενη η ροή δυτικών εθελοντών
Αν κάτι διαφοροποιεί σημαντικά το ISIS είναι η πρωτοφανής, για τα μέχρι σήμερα δεδομένα, έλξη που ασκεί στους, ας το πούμε, «δυτικοθρεμμένους» μουσουλμάνους, δηλαδή σε νέους ανθρώπους που μεγάλωσαν σε χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ ή στην Αυστραλία. Μέχρι τα τέλη Μάη, οι προερχόμενοι από τη «Δύση» μαχητές υπολογίζονταν σε τουλάχιστον 3.000. Μάλιστα, όπως παραδέχτηκαν κυβερνητικοί παράγοντες σε ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Αυστραλία, Βέλγιο και αλλού, η «ροή» νεαρών μουσουλμάνων προς το ISIS μπορεί ακόμη και να διπλασιάστηκε από τον Ιούνιο και μετά, οπότε κήρυξε την ίδρυση του «Ισλαμικού Χαλιφάτου» στα εδάφη που ελέγχει στο Ιράκ και στη Συρία, κάτι που σημαίνει ότι οι υπάρχοντες υπολογισμοί θα πρέπει να μεγεθυνθούν σημαντικά.
Διατηρώντας κάθε επιφύλαξη όσον αφορά στην ακρίβεια των στοιχείων που δημοσιοποιούνται από φορείς όπως το Διεθνές Κέντρο Μελέτης Ριζοσπαστικοποίησης (τόσο λόγω του ρόλου του όσο και της δυνατότητας συλλογής στοιχείων ακριβείας), φαίνεται ότι οι περισσότεροι σε αριθμό ξένοι μαχητές του ISIS, εκτός από τις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες, είναι οι Γάλλοι καθώς υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 700 βρίσκονται ήδη στις γραμμές του. Ακολουθούν οι Βρετανοί που υπολογίζονταν σε 400 στις αρχές του καλοκαιριού, οι Γερμανοί με 270, οι Βέλγοι και οι Αυστραλοί (250), οι Ολλανδοί (120), οι Δανοί (100) και λιγότεροι από 100 προέρχονται από ΗΠΑ, Σουηδία, Ιρλανδία, Αυστρία, Νορβηγία.
Μπορεί οι αριθμοί αυτοί από μόνοι τους να μην φαίνονται εντυπωσιακοί, όμως για τις εκάστοτε αρχές είναι «εφιάλτης» καθώς τους αποτιμούν ως ξεχωριστές ανθρώπινες «βόμβες» που μπορεί κάλλιστα να κινούνται και εντελώς ανεξέλεγκτα χωρίς να εκτελούν συγκεκριμένες εντολές. Ως τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του ενδεχόμενου αναφέρονται οι περιπτώσεις των Γάλλων, αλγερινής καταγωγής, Μουχάμαντ Μεράχ[i] και Μεχντί Νεμούς[ii] αλλά και των δύο νεαρών μουσουλμάνων που μαχαίρωσαν και αποκεφάλισαν τον Μάη του 2013 σε δρόμο του νοτιοανατολικού Λονδίνου, μέρα μεσημέρι, έναν Βρετανό στρατιώτη ως πράξη «εκδίκησης», όπως είπαν, «για τους μουσουλμάνους που οι δυτικοί σκοτώνουν κάθε μέρα».
Για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τις αντίστοιχες αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες ο μεγάλος «πονοκέφαλος» είναι ακριβώς αυτό: η επιρροή της λογικής του «Ισλαμικού Κράτους» στους νέους των μουσουλμανικών κοινοτήτων των δυτικών χωρών και ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο επιστροφής όσων έχουν ενταχθεί στις γραμμές του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται μετά την «αναμόρφωσή» τους στις αιματηρές μάχες και στην ιρακινο-συριακή έρημο του χαλιφάτου. Προφανώς δεν είναι διόλου καθησυχαστικά τα αποτελέσματα πολύ πρόσφατης δημοσκόπησης που διενεργήθηκε από τη βρετανική εταιρεία ICM για λογαριασμό του ρωσικού πρακτορείου Rossiya Segodnya τα οποία αποτυπώνουν επιρροή του ISIS της τάξης του 27% μεταξύ των Γάλλων πολιτών 18 – 24 χρόνων, με την αντίστοιχη ηλικιακή ομάδα στη Βρετανία να εκφράζεται θετικά για το ISIS κατά 4% και στη Γερμανία κατά 3%.
Πρακτικά «πλεονεκτήματα»…
To μεγάλο ερώτημα είναι γιατί αυτά τα νέα παιδιά που μεγάλωσαν στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της Δύσης, καταναλώνοντας κυρίως προϊόντα δυτικής κουλτούρας και τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, αγνοούν το ακριβές περιεχόμενο του Κορανίου αλλά και την αραβική γλώσσα προτίμησαν την έρημο και τα στρατόπεδα εκπαίδευσης στη Ράκκα της Συρίας; Σε πρώτο επίπεδο το «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε» παρουσιάζει ορισμένα «πλεονεκτήματα» όσον αφορά στην προσέλκυση εθελοντών από δυτικές χώρες σε σύγκριση με άλλες «ανάλογες» οργανώσεις.
Καταρχήν είναι εγκατεστημένο σε ένα φυσικό περιβάλλον σαφώς πιο «φιλικό» από τα απόκρημνα βουνά του Αφγανιστάν ή της Υεμένης ή όπου αλλού δρούσαν και δρουν ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις σαν την αλ Κάιντα της αραβικής χερσονήσου κ.ο.κ. Οι μαχητές δεν ζουν σε σπηλιές ή στην ύπαιθρο αλλά σε σπίτια. Ελέγχουν πόλεις και η καθημερινότητα έχει ένα χαρακτήρα «κανονικότητας» όταν δεν συμμετέχει κανείς σε μάχες.
Εξαιρετικά σημαντικό ρόλο για τη διάδοση της προπαγάνδας του ISIS στους νέους των μουσουλμανικών κοινοτήτων στις λεγόμενες δυτικόστροφες κοινωνίες διαδραμάτισε η, υψηλού επιπέδου, αξιοποίηση της εξέλιξης στην τεχνολογία, στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα από την οργάνωση. Η ευκολία προβολής και πρόσληψης προπαγανδιστικού υλικού και σχετικών πληροφοριών, σε γλώσσες προσβάσιμες στους νέους των δυτικών αστικών κέντρων, καθώς και η βεβαιότητα ότι ακόμη και αν είσαι στη Ράκκα μπορείς να βρίσκεσαι σε «διαδικτυακή επαφή» με όλα όσα άφησες πίσω στο Μάντσεστερ, στη Λυόν, στο Βούπερταλ, καλλιεργεί μια αίσθηση οικειότητας που διευκολύνει, σε πρακτικό επίπεδο, την ένταξη στην οργάνωση. Αλλεπάλληλες είναι οι αναρτήσεις νεαρών δυτικών που έχουν πλέον ενταχθεί στις γραμμές του ISIS οι οποίοι επιδεικνύουν με περηφάνια όλα όσα μπορούν να παραγγείλουν από το διαδίκτυο και διαθέτουν και εκεί, τα οποία είχαν συνηθίσει στην «προηγούμενη φάση» της ζωής τους: ενεργειακά αναψυκτικά, νουτέλα, φυστικοβούτυρο κ.ά.
Φαίνεται, επίσης, ότι επιδρά θετικά το γεγονός ότι το ISIS προσδιορίζει τη δράση του τοπικά αλλά και συγκεκριμενοποιεί τους στόχους του. Δηλαδή, αρχικώς στόχος φερόταν να είναι η ανατροπή του Άσαντ, μετά η ίδρυση του Χαλιφάτου, σήμερα η επέκταση και η διατήρησή του. Πρόκειται για ορατούς, συγκεκριμένους στόχους, που είναι υλοποιήσιμοι, αν δεν έχουν, ήδη, γίνει πράξη.
…και ωμή, βάρβαρη έκφραση εξουσίας
Ίσως το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι ο ίδιος ο τρόπος που παρουσιάζεται και λειτουργεί το ISIS. Είναι η πιο καλά οργανωμένη, εκπαιδευμένη ισλαμιστική ακραία οργάνωση με ξεκάθαρη ιεραρχία και με πολλά χρήματα και όπλα εξαρχής στη διάθεσή της, αφού υποστηρίχθηκε με κάθε τρόπο από πετρελαιομοναρχίες, όπως η Σ. Αραβία και το Κατάρ, (προφανώς με τη συνένοχη σιωπηλή έγκριση των ΗΠΑ, της ΕΕ, γενικότερα των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων) και ευνοήθηκε από τις διαρκείς διευκολύνσεις της Τουρκίας. Τώρα πια ο «Φρανκεστάιν» δεν ελέγχεται ακόμη και από όσους εκ των υστέρων άλλαξαν γνώμη ως προς τη χρησιμότητά του: διαθέτει τόσα χρήματα (πετρελαιοπηγές στη Ράκκα, παραγωγικές μονάδες στη Συρία, λεηλασία τραπεζών και ατομικών περιουσιών στη Συρία και στο Ιράκ με αποκορύφωμα τις καταθέσεις και το χρυσό των τραπεζών στην Μοσούλη του Ιράκ) που και να κλείσει η «στρόφιγγα» της βοήθειας δεν πρόκειται να επηρεαστεί.
Tο κυριότερο; Έχει φτιάξει πια ένα πολύ συγκεκριμένο προφίλ που φαίνεται ότι «πουλά» ιδιαίτερα ανησυχητικά στους νέους των μουσουλμανικών πληθυσμών στη Δύση: το προφίλ της ισχύος, το προφίλ της εξουσίας. Μπορεί σε πρώτο επίπεδο οι βαρβαρότητες του ISIS να προκαλούν ανατριχίλα, σε ένα δεύτερο όμως φαίνεται ότι σε ορισμένους λειτουργούν και ως ένδειξη απόλυτης δύναμης και ισχύος, ως τη ζωντανή απόδειξη της επίτευξης, δια της βίας, της πλήρους υποταγής του άλλου, του απέναντι, του αλλόθρησκου, του αντίπαλου. Το ISIS, στα μάτια των νέων μουσουλμάνων της Δύσης είναι «η απτή και ορατή εκδίκηση» απέναντι σε ό,τι οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως αξίες και αρχές των κοινωνιών στις οποίες μεγάλωσαν μεν, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να ενταχθούν ως ισότιμα μέλη δε.
Έχει σημασία να θυμηθεί κανείς την εξέγερση στα γκέτο της Γαλλίας τον Νοέμβριο του 2005, στο Τότεναμ και σε άλλες πόλεις της Μεγάλης Βρετανίας το καλοκαίρι του 2011, στα προάστια των μεταναστών, συγκεκριμένα (έχει σημασία αυτό) των δεύτερης γενιάς μεταναστών της Στοκχόλμης και άλλων σουηδικών πόλεων τον Μάη του 2013, το καθεστώς «κλειστής ζώνης» που επικρατεί σε όλες τις συνοικίες, επίσης, δεύτερης γενιάς, μεταναστών στο Βέλγιο κ.λ.π. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, τα βίαια επεισόδια ξεκίνησαν από τη δολοφονία κάποιου νεαρού ή λιγότερου νεαρού κατοίκου κάποιας από αυτές τις συνοικίες, φούντωσαν λόγω της ωμής αστυνομικής καταστολής και εκδηλώθηκαν κυρίως ως ξέσπασμα μίσους απέναντι σε κάθε τί που θα μπορούσε να εκληφθεί ως σύμβολο του συστήματος εξουσίας και τάξης της εκάστοτε χώρας (αστυνομικά τμήματα, τράπεζες, μεγάλα πολυκαταστήματα) παρασέρνοντας φυσικά και τα μικρομάγαζα και τα αυτοκίνητα των γειτόνων.
Το σημαντικότερο κοινό τους σημείο όμως είναι το έδαφος στο οποίο γεννήθηκαν: η υψηλότατη ανεργία, η κοινωνική περιθωριοποίηση, η διαρκής βία που υφίστανται καθημερινά ως προσφιλής στόχων της αστυνομίας όλα τα παιδιά των επίσημων ή ανεπίσημων γκέτο, ο αποκλεισμός τους ουσιαστικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και την προοπτική συνέχισης των σπουδών μέσα από τα υποβαθμισμένα σχολεία των «ευαίσθητων» περιοχών, η «πόρτα» που τρώνε όταν προσπαθούν να διασκεδάσουν στα μεγάλα κλαμπ όπου πάνε όλοι οι άλλοι συνομήλικοί τους, οι περικοπές που έχουν οδηγήσει στο να κλείσουν σειρά από κέντρα νεολαίας, άθλησης κλπ τα οποία ήταν τα μόνα στα οποία είχαν δυνατότητα πρόσβασης, η αίσθηση ότι είναι απόβλητοι και σκουπίδια. Τόσο στην περίπτωση της Γαλλίας όσο και μετά της Βρετανίας και της Σουηδίας, ακόμη και στο Βέλγιο αρκετά χρόνια νωρίτερα (2002, 2006), το συμπέρασμα ήταν το ίδιο: οι απόγονοι των φτηνών εργατικών χεριών (μεταναστών ή όχι δεν έχει σημασία) που έχτισαν τα καπιταλιστικά οικονομικά «θαύματα» της δυτικής Ευρώπης είναι πλέον άχρηστοι μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που κλονίζεται από τη χειρότερη κρίση του και συνθλίβει παραγωγικές δυνάμεις, αρχίζοντας από τους πιο αδύναμους.
Νιώθουν και είναι δεύτερης κατηγορίας πολίτες μέσα στην μοναδική χώρα και μιλώντας την μοναδική γλώσσα που γνωρίζουν. Ακόμη και αν δεν υφίσταται ο παράγοντας φτώχεια και έντονη περιθωριοποίηση, όπως αναδεικνύουν ορισμένες περιπτώσεις νέων που έχουν γίνει εθελοντές στο ISIS και προβάλλονται ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ, υφίσταται ο παράγοντας της απόκτησης ταυτότητας. Τα παιδιά αυτά, σε μεγάλο βαθμό, αναζητούν να «πιαστούν» από κάπου, να ταυτιστούν, να ενταχθούν σε μια ομάδα.
Πρόκειται για μια γενιά πιο μορφωμένη από τους γονείς τους, η οποία, όμως, λόγω της βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης και των συνεπειών της, δεν βλέπει κανένα μέλλον ή προοπτική, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτε. Αναζητώντας εναγωνίως κάλυψη σε αυτό το «κενό», οι νέοι που ανήκουν στις μουσουλμανικές κοινότητες συχνά τη βρίσκουν επιστρέφοντας στη θρησκεία, ελλείψει ταξικής προσέγγισης (λόγω και της υποχώρησης του εργατικού κινήματος σε σειρά από χώρες κατά τη δεκαετία του ’90), ακόμη και αν οι γονείς τους δεν είναι θρησκευόμενοι. Εκτός από παρηγοριά, είναι ταυτότητα, είναι η αίσθηση του ανήκειν, είναι η απόκτηση νοήματος στη ζωή. Αντί για το αφεντικό, το κεφάλαιο, την αστική τάξη, τα συμφέροντα που υπηρετούν οι κυβερνητικές πολιτικές, απέναντί τους θέτουν, μέσα από την κοντόφθαλμη διόπτρα της τόσο γνωστής, από την κυρίαρχη λογική, αρχετυπικής θρησκευτικής διάκρισης ανάμεσα σε ένα «καθαρό καλό» και σε ένα «καθαρό κακό», τις κυβερνήσεις και συνολικά τις δυτικές κοινωνίες γιατί «σκοτώνουν και εκμεταλλεύονται μουσουλμάνους», «γιατί είναι ηθικά ξεπεσμένες και διεφθαρμένες».
Το ISIS και η θρησκεία κατ’ επέκταση γίνεται το όραμα που τους κινητοποιεί, τους «γεμίζει» τη ζωή τους. Επιπλέον η συγκεκριμένη οργάνωση τους δίνει και κάτι παραπάνω: είναι η ισχύς και η εξουσία που δεν έχουν στη δυτική κοινωνία που ζουν, στην πιο βάρβαρη και ωμή έκφρασή της. Συμμετέχοντας στο ISIS νιώθουν ότι επιτέλους είναι «κάποιοι», κάποιος τους δίνει σημασία, έχουν ρόλο (συνήθως αναλαμβάνουν συγκεκριμένα καθήκοντα που σχετίζονται με τους ομήρους και τα κοινωνικά δίκτυα), έχουν εξουσία, έχουν ισχύ ζωής και θανάτου. Επιτέλους τους δίνει σημασία αυτό ακριβώς το, εξαιρετικά νεφελώδες στο μυαλό τους, δυτικό καπιταλιστικό σύστημα που τους έκανε να νιώθουν απόβλητοι, περιθωριοποιημένοι, απελπισμένοι ή στην καλύτερη περίπτωση απλώς «ξεκρέμαστοι». Και τους δίνει σημασία ακριβώς στο σημείο εκείνο που τους έχει πονέσει: στην εξουσία. Μεταφέρουν, λοιπόν, την οργή τους από τους δρόμους του Λονδίνου, του Παρισιού, της Στοκχόλμης, των Βρυξελλών, και όπου αλλού, στην έρημο της Συρίας και του Ιράκ, πιστεύοντας ακράδαντα ότι «χτυπούν» με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο ό,τι τους ισοπέδωσε. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν, ήδη, γίνει κατ’ εικόνα και ομοίωση και ότι διευκολύνουν το «τέρας» να διαιωνίσει την παρουσία του.
Η εφημερίδα «Guardian», σχολιάζοντας τις ταραχές στη Βρετανία το καλοκαίρι του 2011, είχε επισημάνει την απόγνωση και την οργή των συμμετεχόντων, «που νιώθουν ότι δεν έχουν τίποτε να χάσουν, δεν έχουν μέλλον». Αυτό ακριβώς οι νέοι των μουσουλμανικών κοινοτήτων, επιβαρυμένοι με ακόμη περισσότερη απελπισία και συχνά πολύ πιο περιθωριοποιημένοι, βρίσκουν στο ISIS αυτά που αναζητούν: μέλλον, προοπτική, ρόλο. Και τα βρίσκουν χωρίς να αναγκαστούν να ανατρέψουν θεμελιωδώς το σύστημα αξιών και συμπεριφορών στο οποίο γαλουχήθηκαν στις καπιταλιστικές κοινωνίες που μεγάλωσαν: επικρατεί ο ισχυρότερος (γιατί, αλήθεια, η βαρβαρότητα του ISIS απέχει πολύ από τη βαρβαρότητα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στο Ιράκ ή της ισραηλινής στη Γάζα;), ασκεί βία ατιμώρητος λόγω της ισχύος του, έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου επί του αντιπάλου, θεωρεί ότι όποιος δεν είναι μαζί του είναι εναντίον του, επιβάλλεται δια του τρόμου και της βίας. Πρόκειται, δηλαδή, για την άλλη όψη του ίδιου απάνθρωπου και κτηνώδους νομίσματος σε πιο ωμή μορφή: μόνο που σε αυτήν την όψη του νομίσματος κραδαίνουν οι ίδιοι το όπλο, έχοντας μετατραπεί στον πιο πρωτόλειο και βάρβαρο καθρέφτη εκείνων που μίσησαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
[i] Ο 23χρονος Μεράχ σκότωσε εν ψυχρώ σε ξεχωριστές επιθέσεις τρεις Γάλλους αλεξιπτωτιστές (οι οποίοι επίσης κατάγονταν από πρώην γαλλικές αποικίες) και τρεις μαθητές εβραϊκού σχολείου μαζί με το δάσκαλό τους, πριν σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή με την αστυνομία σε διαμέρισμα που είχε αμπαρωθεί στην Τουλούζη της Γαλλίας το Μάρτιο του 2012. Κατά τις γαλλικές αρχές τουλάχιστον, δεν φαίνεται να είχε άμεση σχέση με καμία ισλαμιστική οργάνωση, ούτε να εκτελούσε εντολές, αν και μάρτυρες των δολοφονιών που διέπραξε κατέθεσαν ότι τον άκουσαν να επικαλείται τον Αλλάχ («Ο Θεός είναι μεγάλος»). Εκτός από τις συγκεχυμένες συνθήκες του θανάτου του (τον πυροβόλησαν οι αστυνομικοί, έπεσε μόνος του από το διαμέρισμα που είχε ταμπουρωθεί, «τον έπεσαν», ουδείς έχει αντιληφθεί μετά βεβαιότητας), υπάρχει και ένα άλλο σκοτεινό σημείο: ο Μεράχ, σύμφωνα με τον αρχηγό της γαλλικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, είχε επισκεφτεί το Αφγανιστάν ένα με δύο χρόνια πριν το δολοφονικό του ξέσπασμα και επιστρέφοντας στη Γαλλία είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με την αντιτρομοκρατική υπηρεσία για «να δώσει πληροφορίες». Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη σε αυτό το σημείο.
[ii] Ο Νεμούς συνελήφθη ως δράστης της δολοφονικής επίθεσης στο εβραϊκό μουσείο των Βρυξελλών, στα τέλη Μάη, όπου έχασαν τη ζωή τους τέσσερις άνθρωποι. Ο 29χρονος, επίσης αλγερινής καταγωγής, Γάλλος, όπως τουλάχιστον προκύπτει επισήμως μέχρι στιγμής και χωρίς ο ίδιος να το διαψεύδει, έχει θητεύσει περίπου ένα χρόνο στις γραμμές του «Ισλαμικού Κράτους» στη Συρία και εμφανίζεται και σε προπαγανδιστικά βίντεο της οργάνωσης.
*αρχική δημοσίευση: 14/6/2014