«Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους», του Δημήτρη Καρακίτσου
Να σας πω μια ιστορία κυρία Λογοτεχνία
Η κυρία Λογοτεχνία κάθισε στον βράχο και περίμενε. Ελαμπε μες στο χρυσό της φόρεμα και το μαύρο με πολύχρωμα πετράδια παλτό της. Σαν γοργόνα παραμυθιού και σαν αγέραστο μνημείο, αυτή ήταν η στάση της. Και όταν ο άγνωστος ταξιδιώτης την πλησίασε, τον ρώτησε: «Τι ιστορία θα μου πεις;». Αυτός ξαφνιάστηκε, δεν μίλησε και προσπάθησε να φύγει. «Αν φύγεις», του είπε, «θα ξεχαστείς, ο θάνατος ζητά τις σελίδες σου και τις λευκές με μαύρο τις γεμίζει». Τότε, αυτός έκανε μεταβολή και παραδέχτηκε πως έχει μια ιστορία να διηγηθεί. Δεν θυμάται πότε την έφτιαξε, δεν θυμάται πώς και δεν ξέρει πού θα καταλήξει. Μπορεί μόνο να την πει, μπορεί μόνο να δανειστεί ορισμένα από τα πετράδια της και μπορεί να κάνει την πρώτη κίνηση. «Τα υπόλοιπα ας τα αποφασίσει η μοίρα» κατέληξε. Κάπου εκεί φτεροκόπησε το σταθερό και ταξιδιάρικο βλέμμα του Στρίντμπεργκ. Και ένα λεπτό αργότερα η δαιμονική και στεντόρεια φωνή του Μπέργκμαν ακούστηκε. «Τη διανομή και τον χώρο να προσέξεις. Α, και τέρμα τα αστεία με την Εβδομη Σφραγίδα». Όλα έτοιμα, όλα αεικίνητα και όλα ακινητοποιημένα. Η νουβέλα «Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους» (Εκδόσεις Ποταμός) του Δημήτρη Καρακίτσου ξεκινά και η κυρία Λογοτεχνία ακούει με προσοχή.
Ο Δημήτρης Καρακίτσος αφηγείται όπως μόνο αυτός ξέρει, από καρδιάς. Αφηγείται από κει που κατοικούν τα τρελά όνειρα, εκεί που το να μην έχεις τρέλα είναι τρέλα. Το υπερρεαλιστικό συνδέεται με το εξπρεσιονιστικό και το σατιρικό. Και οι εικόνες του βιβλίου με τις εικόνες του κινηματογράφου και του θεάτρου. Το πνεύμα του Στρίντμπεργκ πετά ελεύθερο και ατιθάσευτο, ενώ το πονηρό γέλιο και η υπαρξιακή ματιά του Μπέργκμαν γεμίζουν τις γραμμές. Ο τίτλος διαθέτει την ειρωνεία του ανεξήγητα φιλόδοξου ατόμου και την αλήθεια της πραγματικότητας. Οι ήρωες της νουβέλας, ο Για Αντερς Βίλερμαν και ο Ούλοφ Αλμκβιστ, ταξιδεύουν και ο προορισμός έχει σημασία, εν προκειμένω η λογοτεχνία. Αυτήν αναδεικνύει, σαρκάζει και τιμά με τον τρόπο του ο Καρακίτσος. Στη σελίδα 106 διαβάζουμε: Ξέρεις τι αρχίζω να καταλαβαίνω γι σένα, Ούλοφ; Πρόσθεσε ο Γιαν Αντερς Βίλερμακ. Ότι είσαι πνεύμα αντιλογίας, αυτό, μάλιστα. Κατά βάθος ρεαλισμό σε ενδιαφέρει να κάνεις, ή τον ωμό νατουραλισμό του Ζερμινάλ, αλλά το αρνείσαι γιατί σε εκνευρίζει που κάποιοι άλλοι το κάνουν καλύτερα από σένα. Κάτι τους έχει ξεφύγει, γι’ αυτό εκνευρίζομαι, απάντησε ο Ούλοφ Άλκμβιστ. Σαν τι όμως, τα ξωτικά; Σάρκασε ο Γιαν Αντερς Βίλερμακ. Η ψίχα, απάντησε ο Ούλοφ Αλμκβιστ.
Οι δύο Σουηδοί φοιτητές αναχωρούν το καλοκαίρι του 1893 από τη Στοκχόλμη για ένα ταξίδι ρομαντικής και άσκοπης περιπλάνησης. Σε αυτό το ταξίδι ο αναγνώστης ακολουθεί την ιστορία και τις ιστορίες που πλάθουν. Η νουβέλα του Καρακίτσου είναι φτιαγμένη από λογοτεχνικά ανολοκλήρωτα που όμως συμπληρώνουν τη δράση και τους χαρακτήρες. Ο χρόνος είναι σχετικός και ο χώρος είναι αυτό που βλέπουν και φαντάζονται οι ήρωες και όσοι συναντούν. Η νουβέλα του Καρακίτσου μοιάζει να βγήκε από λαϊκό μύθο της Σουηδίας, μοιάζει να συνομιλεί με την τελευταία σκηνή της «Εβδομης Σφραγίδας», ένας χορός που οδηγεί στις αχαρτογράφητες περιοχές της ψυχής.